Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • μανθάνω
    • ρήμα
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. μαθαίνω (από διδασκαλία ή εμπειρία) |παρά τινος 2. αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, ξέρω |διαφωτίζομαι 3. βλέπω, παρατηρώ, αναγνωρίζω |βλέπω |μτφ. |φρ. σε διαλόγους μανθάνεις; πάνυ μανθάνω=καταλαβαίνεις; ναι, πολύ καλά |φρ. στην αρχή ερώτησης τί μαθών...;=τι σε έπεισε, τι σου ήρθε να ....; |φρ. τί μαθών...;=τι στο καλό...; |ειρων. |φρ. σε πλάγιο λόγο ὅτι μαθών=γιατί, επειδή Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ μόνον ο ενεστ. και σπάνια η μτχ. πρκ. 1. μαθαίνομαι, γίνομαι αντικείμενο μάθησης

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ
    • 1. μαθαίνω (από διδασκαλία ή εμπειρία)
    • ΕΥΡ ΙΑυλ 926 ἐγὼ δ΄͵ ἐν ἀνδρὸς εὐσεβεστάτου τραφεὶς Χείρωνος͵ ἔμαθον τοὺς τρόπους ἁπλοῦς ἔχειν
    • ΛΥΣ 13.4 ἡμεῖς τε ῥᾷστα διδάξομεν καὶ ὑμεῖς μαθήσεσθε
    • ΙΣΟΚΡ 1.18 ἃ μὲν ἐπίστασαι͵ ταῦτα διαφύλαττε ταῖς μελέταις͵ ἃ δὲ μὴ μεμάθηκας͵ προσλάμβανε ταῖς ἐπιστήμαις·
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Νεφ 826 ὁρᾷς οὖν ὡς ἀγαθὸν τὸ μανθάνειν; { βλέπεις ότι η μάθηση είναι αγαθό μεγάλο; }
    • παρά τινος
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Ορν 378 αὐτίχ΄ αἱ πόλεις παρ΄ ἀνδρῶν ἔμαθον ἐχθρῶν κοὐ φίλων ἐκπονεῖν θ΄ ὑψηλὰ τείχη ναῦς τε κεκτῆσθαι μακράς
    • ΙΣΟΚΡ 19.45 τὴν τέχνην ἔμαθεν παρὰ Πολεμαινέτου τοῦ μάντεως
    • 2. αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, ξέρω
    • ΗΡ 1.5 ἐπεὶ δὲ ἔμαθε ἔγκυος ἐοῦσα͵ αἰδεομένη τοὺς τοκέας͵ τοῖσι Φοίνιξι συνεκπλῶσαι
    • ΘΟΥΚ 6.39.2 ἀλλ΄ ἔτι καὶ νῦν...εἰ μὴ μανθάνετε κακὰ σπεύδοντες { αν και τούτη την τελευταία στιγμή δεν καταλάβετε πως είναι κακοί οι σκοποί που επιδιώκετε }
    • ΑΙΣΧ Πρ 62 ἵνα μάθῃ σοφιστὴς ὢν Διὸς νωθέστερος { για να καταλάβει πως αν και σοφός είναι κατώτερος από τον Δία }
    • διαφωτίζομαι
    • ΙΣΟΚΡ 12.108 ἐκ τῶν εἰρημένων ἱκανῶς μεμαθηκέναι νομιεῖν ὁποία τις τοῖν πολέοιν ἑκατέρα περὶ τοὺς Ἕλληνας γέγονεν { από τα όσα έχω ειπεί θα νομίσουν ότι αρκετά έχουν φωτιστεί σχετικά με το τι είδους πολιτική ακολούθησε η καθεμιά από τις δυο πόλεις έναντι των Ελλήνων }
    • 3. βλέπω, παρατηρώ, αναγνωρίζω
    • ΗΡ 8.88 λέγεται γὰρ βασιλέα θηεύμενον (=θεώμενον) μαθεῖν τὴν νέα ἐμβάλλουσαν { λέγεται ότι ο βασιλιάς καθώς παρακολουθούσε τη ναυμαχία είδε το πλοίο να ρίχνεται στην καταδίωξη }
    • ΣΟΦ Αι 723 στείχοντα γὰρ πρόσωθεν αὐτὸν ἐν κύκλῳ μαθόντες ἀμφέστησαν { αναγνωρίζοντας τον από μακριά, καθώς πλησίαζε, μαζεύτηκαν γύρω του }
    • ΕΥΡ Ορεστ 1130 Ἑλένην φονεύειν· μανθάνω τὸ σύμβολον { να σκοτώσω την Ελένη. Αναγνωρίζω το σύνθημα }
    • βλέπω
    • μτφ.
    • ΣΟΦ Τραχ 472 ἀλλ΄͵ ὦ φίλη δέσποιν΄͵ ἐπεί σε μανθάνω θνητὴν φρονοῦσαν θνητὰ κοὐκ ἀγνώμονα͵ πᾶν σοι φράσω τἀληθὲς οὐδὲ κρύψομαι { δέσποινά μου, επειδή βλέπω ότι είσαι θνητή και σκέφτεσαι ανάλογα και δεν υψηλοφρονείς, θα σου πω όλη την αλήθεια και δεν θα σου την κρύψω }
    • φρ. τί μαθών...;=τι στο καλό...;
    • ειρων.
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Αχ 826 τί δαὶ μαθὼν φαίνεις ἄνευ θρυαλλίδος; { τι στο καλό φωτίζεις χωρίς λυχνάρι; }
    • φρ. σε πλάγιο λόγο ὅτι μαθών=γιατί, επειδή
    • ΠΛ Απολ 36b ὅτι μαθὼν ἐν τῷ βίῳ οὐχ ἡσυχίαν ἦγον { επειδή δεν πέρασα ήσυχη ζωή }
    • Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ μόνον ο ενεστ. και σπάνια η μτχ. πρκ.
    • 1. μαθαίνομαι, γίνομαι αντικείμενο μάθησης
    • ΠΛ Πολιτικ 304c { εννοείς ότι η επιστήμη που αποφασίζει, εάν πρέπει να μαθαίνουμε ή όχι, θα έπρεπε να ελέγχει την επιστήμη που έχει γίνει αντικείμενο μάθησης ή διδασκαλίας; }
    • ΠΛ Μινως 314b ὥσπερ τὰ μανθανόμενα μανθάνεται δηλούσῃ τῇ ἐπιστήμῃ { όπως τα πράγματα, που μαθαίνονται, μαθαίνονται από τη γνώση που τα αποδεικνύει }
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΜΑΝΘΑΝΩ >
    • Ο ενεστ. σχηματίζεται από το θέμα του αορ. μαθ- (μηδενική βαθμίδα της ρίζας) και έχει πιθανώς ιε. προέλευση.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ρ13.1
    • μανθάνω, ἐμάνθανον, μαθήσομαι, ἔμαθον, μεμάθηκα, ἐμεμαθήκην
    • μανθάνομαι, μτχ. μανθανόμενος, μτχ. πρκ. μεμαθημένος (=μεμαθηκώς)
    • δωρ. μέλλ. μαθεῦμαι
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: μάθη (θηλ.) 'η μάθηση', μάθος, μάθησις, μάθημα, μαθητής, συμμαθητής, φιλομάθεια, ἀμαθία 'άγνοια, βλακεία', δυσμαθία 'δυσκολία στη μάθηση', εὐμάθεια
      • ρήματα: μαθητιάω, ἀναμανθάνω 'μαθαίνω κάτι με ακρίβεια', ἀπομανθάνω 'ξεχνώ όσα έμαθα', δυσμαθέω, ἐκμανθάνω 'μαθαίνω πολύ καλά', ἐπιμανθάνω 'μαθαίνω επιπλέον ή στη συνέχεια', καταμανθάνω 'παρατηρώ προσεκτικά, μαθαίνω καλά', μεταμανθάνω 'μαθαίνω κάτι καινούριο', προμανθάνω 'μαθαίνω προηγουμένως', προσμανθάνω, συμμανθάνω, φιλομαθέω
      • επίθετα: μαθηματικός, μαθητικός 'αυτός που είναι πρόθυμος να μάθει, αυτός που αγαπά τη μάθηση', μαθητέος, μαθητός, μαθηματοπωλικός 'αυτός που εμπορεύεται την επιστήμη', ἀρτιμαθής 'αυτός που μόλις έμαθε κάτι', ἀκαταμάθητος 'αυτός που δεν μπορεί να μάθει', ἀμαθής, δυσκαταμάθητος, δυσμαθής, εὐμαθής 'αυτός που μαθαίνει γρήγορα και εύκολα', ὀψιμαθής 'αυτός που μαθαίνει αργά', πολυμαθής, φιλομαθής
      • επιρρήματα: μαθηματικῶς, δυσκαταμαθήτως
    • ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • δωρ. μαθετάς 'μαθητής'
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: μαθησία, μαθητεία, μαθήτρια, μαθητρίς, χρηστομάθεια 'η φιλομάθεια', ὀψιμαθία, αὐτομάθεια, ἐκμάθησις, νομομάθεια, πολυμάθεια, πολυμαθοσύνη, συμμάθημα
      • ρήματα: μαθηματικεύομαι, μαθητεύω, μαθητικεύομαι, διαμανθάνω 'μαθαίνω ερευνώντας', ὀψιμαθέω, νομομαθέω, πολυμαθέω, χρηστομαθέω
      • επίθετα: ἀμαθήτευτος, ἀμάθητος, αὐτομαθής, βραδυμαθής, ἡμιμαθής, νομομαθής, ὀλιγομαθής, παιδομαθής, χρηστομαθής
      • επιρρήματα: χρηστομαθῶς, αὐτομαθῶς
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • μαθήτευσις, μαθητικός 'η ηλικία, η περίοδος, τα αντικείμενα των σχολικών χρόνων', μαθητικῶς, μαθητοδιδάσκαλοι 'οι μαθητές που διδάσκουν στα πρότυπα της αλληλοδιδακτικής μεθόδου', μαθητοτροφείον, μαθητοφοβία 'η φοβία απέναντι στους μαθητές', μαθητοφοιτητικός, μαθητολόγιον, μαθηματικοφυσικός, συμμαθητεύω
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Πόντ. μαθείν(αι), Χίος μαθεί 'μάθηση', Πόντ. μαθεματικός 'πολυμαθής, μορφωμένος, καλλιεργημένος', Σάμ. μαθητεύουμι 'γίνομαι γνωστός', Πόντ. Σίφν. αμαθήτευτος 'άγνωστος, ξένος'