Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • παραγίγνομαι
    • ρήμα
    • αποθετικό
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. 1. παρευρίσκομαι |με δοτ. |με εμπρόθετο προσδιορισμό 2. βρίσκομαι πλησίον κπ., παρίσταμαι, παρέχω βοήθεια, υποστηρίζω |με δοτ. προσ. 3. προσέρχομαι, έρχομαι σε κτ. ή σε κπ., προστίθεμαι σε κτ. |για πράγματα Β. 1. παρουσιάζομαι, έρχομαι, καταφθάνω, φτάνω στο ίδιο σημείο |απόλ. 2. ωριμάζω, αναπτύσσομαι

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α.
    • 1. παρευρίσκομαι
    • με δοτ.
    • ΑΙΣΧΙΝ 3.157 ἀλλ΄ ἐπειδὴ τοῖς σώμασιν οὐ παρεγένεσθε͵ ἀλλὰ ταῖς γε διανοίαις ἀποβλέψατ΄ αὐτῶν εἰς τὰς συμφοράς { αλλά επειδή δεν παρευρισκόσαστε σωματικά (=δεν υπήρξατε αυτόπτες μάρτυρες), με τη φαντασία σας τουλάχιστον ρίξτε μια ματιά στις συμφορές τους }
    • ΟΜ Οδ 17.173 σφιν παρεγίγνετο δαιτί { παρευρισκόταν στο συμπόσιό τους }
    • ΞΕΝ Απομν 4.4.5 ἀφικόμενος ὁ Ἱππίας Ἀθήναζε παρεγένετο τῷ Σωκράτει λέγοντι πρός τινας
    • με εμπρόθετο προσδιορισμό
    • ΑΡΙΣΤ απ 1.2.28 οἳ παρεγένοντο ἐν τῇ περὶ τἀγαθοῦ τοῦ Πλάτωνος ἀκροάσει
    • 2. βρίσκομαι πλησίον κπ., παρίσταμαι, παρέχω βοήθεια, υποστηρίζω
    • με δοτ. προσ.
    • ΘΟΥΚ 1.49.4 αἱ Ἀττικαὶ νῆες παραγιγνόμεναι τοῖς Κερκυραίοις
    • ΞΕΝ Ελλ 4.4.19 παρεγένετο δὲ αὐτῷ καὶ ἁδελφὸς Τελευτίας κατὰ θάλατταν͵ ἔχων τριήρεις περὶ δώδεκα
    • 3. προσέρχομαι, έρχομαι σε κτ. ή σε κπ., προστίθεμαι σε κτ.
    • για πράγματα
    • ΙΣΟΚΡ 7.4 τῶν ἀγαθῶν καὶ τῶν κακῶν οὐδὲν αὐτὸ καθ΄αὑτὸ παραγίγνεται τοῖς ἀνθρώποις { από τα καλά και τα κακά τίποτα δεν έρχεται από μόνο του στους ανθρώπους }
    • Β.
    • 1. παρουσιάζομαι, έρχομαι, καταφθάνω, φτάνω στο ίδιο σημείο
    • ΞΕΝ ΚΠαιδ 4.1.14 μείζω δὲ ἡδονὴν τί παρέχει ἀνθρώποις εὐτυχίας ἣ νῦν ἡμῖν παραγεγένηται;
    • απόλ.
    • ΠΛ Φαιδ 73c τόδε ὁμολογοῦμεν͵ ὅταν ἐπιστήμη παραγίγνηται τρόπῳ τοιούτῳ͵ ἀνάμνησιν εἶναι; { όταν η γνώση έρχεται στον άνθρωπο με τέτοιο τρόπο }
    • 2. ωριμάζω, αναπτύσσομαι
    • ΗΡ 1.193 ἀρδόμενον μέντοι ἐκ τοῦ ποταμοῦ ἁδρύνεταί τε τὸ λήιον καὶ παραγίνεται ὁ σῖτος
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • Από: παρά + γίγνομαι.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • παραγίγνομαι, παρεγιγνόμην, παραγενήσομαι, παρεγενόμην, παραγέγονα και παραγεγένημαι, παρεγεγόνειν
    • (μτγν. παθ. αόρ. παρεγενήθην)
    • ιων. και μτγ. παραγίνομαι
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: γένος, γόνος, γενεά, γέννα, γέννημα, γέννησις, γεννητής 'αυτός που παράγει, πατέρας, γονιός', γεννήτωρ 'πρόγονος', εὐγένεια, δυσγένεια, γένεσις
      • ρήματα: γίγνομαι, γεννάω, παραγίγνομαι, ξυμπαραγίγνομαι
      • επίθετα: εὐγενής, ὑπερευγενής, δυσγενής, ἀγενής, ἀειγενής, ἀσιατογενής, αὐθιγενής, ἀφρογενής, γηγενής, ἐγγενής, θηλυγενής, ἰθαγενής, συγγενής, συγγένειος, πυριγενής, γενναῖος 'ευγενικής καταγωγής', γεννητός, ἀγέννητος 'αγέννητος, ταπεινής καταγωγής', ἀγεννής 'ταπεινής καταγωγής', ἄγονος, ἔκγονος, πρόγονος, ὀψίγονος 'αυτός που γεννήθηκε όταν οι γονείς είναι μεγάλοι, ο νεώτερος από τα αδέλφια', ἠυγένειος, συγγένειος
      • επιρρήματα: εὐγενῶς, ἐγγενῶς, συγγενῶς
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: εὐγενάτωρ, γενετή 'γέννηση', παραγένησις 'παρουσία'
      • ρήματα: εὐγενίζω, ἐξευγενίζω, ἐπιπαραγίγνομαι 'φτάνω στη σκηνή, επιτυγχάνω στη στρατηγία', συμπαραγίγνομαι
      • επίθετα: εὐγενέτης, εὐγενικός, εὐγένιος, εὐγένειος, παντεύγενος, πανευγενέστατος, τρισευγενής, φιλευγενής, μονογενής, ἀλλογενής, ἑτερογενής, ὑστερογενής, ἀρχέγονος, ἐπίγονος, συγγένειος
      • επιρρήματα: εὐγενοπρεπῶς, ἀγενῶς, ἀλλογενῶς, δυσγενῶς, ὁμογενῶς
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • ευγενοκρατία, ευγενόπαιδες, ευγενοπρεπής, ευγενόφρων, τα γονίδια, γονιδιοφόρος, γονιμοποιῶ, γονιμοποίησις, γονοφόρος, γενετικός
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Πόντ. ευγενίσκουμαι 'φέρομαι ευγενικά', Πόντ. γενεθή, γενηθή, Τσακων. γεννατέ 'γεννητός', Πόντ. τα γεννητά 'γέννηση, καταγωγή', Πόντ. γεννέτρα 'μητέρα, γόνιμη γυναίκα', Απουλ. γένο, gένο 'γένος'