Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • παράδοξος
    • επίθετο
    • -ος, -ον
    • παραδόξως
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • |ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία, απίστευτος, απίθανος, παράξενος, αλλόκοτος |ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία, απροσδόκητα, εκπληκτικά, παράξενα

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία, απίστευτος, απίθανος, παράξενος, αλλόκοτος
    • ΠΛ Πολ 472a ἐδεδοίκη οὕτω παράδοξον λόγον λέγειν { τρόμαζα να καταπιαστώ με έναν τόσο παράδοξο λόγο }
    • ΞΕΝ Ιππαρ 8.19 ὁρῶ γὰρ τὰ παράδοξα ἢν μὲν ἀγαθὰ ᾖ͵ μᾶλλον εὐφραίνοντα τοὺς ἀνθρώπους͵ ἢν δὲ δεινά͵ μᾶλλον ἐκπλήττοντα
    • ΔΗΜ 9.5 παράδοξον μὲν ἴσως ἐστὶν ὃ μέλλω λέγειν͵ ἀληθὲς δέ
    • ΙΣΟΚΡ 5.41 ὁρῶ γάρ σε τῶν τοῖς ἄλλοις ἀνελπίστων δοκούντων εἶναι καὶ παραδόξων πολλὰ διαπεπραγμένον
    • ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία, απροσδόκητα, εκπληκτικά, παράξενα
    • ΑΙΣΧΙΝ 3.80 ὡς γὰρ τάχιστα εἴσω Πυλῶν Φίλιππος παρῆλθε͵ καὶ τάς τε ἐν Φωκεῦσι πόλεις παραδόξως ἀναστάτους ἐποίησε { ο Φίλιππος αιφνιδιαστικά πέρασε τις Θερμοπύλες και ερήμωσε τις πόλεις των Φωκέων πέρα από κάθε προσδοκία }
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • Από: παρά + -δοξος (< δόξα), από την έκφρ. παρὰ δόξαν.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ε2
    • επίθετο συγκρ. παραδοξότερος
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: δόκησις 'γνώμη, φήμη', δόκημα 'όραμα, εμφάνιση', δόγμα 'γνώμη, πίστη, δόγμα', δόξα 'γνώμη, καλή φήμη', αὐτοδόξα 'δοξασία διατυπωμένη αφηρημένα', δόξις 'γνώμη', δόξασμα 'γνώμη', δοξαστής 'αυτός που διαμορφώνει τις απόψεις', ἀδοξία 'κακή φήμη', εὐδοξία, δοξοκαλία 'φιλαρέσκεια', δοξοσοφία 'η μη αληθινή σοφία', δοκιμεῖον 'κριτήριο, μέσο προς δοκιμή', δοκιμασία, εὐδοκίμησις, προσδοκία, προσδόκημα
      • ρήματα: δοκεύω 'περιμένω, παραμονεύω, ενεδρεύω', προσδοκάω, δοκέω, εὐδοκέω, δοξάζω 'σκέφτομαι, φαντάζομαι', μεταδοκέω 'μεταβάλλω τη γνώμη μου', μεταδοξάζω 'μεταβάλλω τη γνώμη μου', δοξόομαι 'έχω τη φήμη', ἀδοξέω 'δεν έχω καλή φήμη', εὐδοξέω, εὐδοκιμέω, δωροδοκέω, δοκιμάζω
      • επίθετα: προσδόκιμος, εὔδοκος, εὔδοξος, εὐδόκιμος, δοξαστός 'αυτός που διατυπώνει εικασία, υπόθεση, αυτός που είναι αντικείμενο εικασίας, υπόθεσης', δοξαστικός 'αυτός που αναφέρεται στις γνώμες, απόψεις κάποιου', ἄδοξος, ἔνδοξος, ἐπίδοξος, εὔδοξος, κακόδοξος, παράδοξος, φιλόδοξος, δοξόσοφος 'αυτός που θεωρεί τον εαυτό του σοφό', δόκιμος 'αποδεκτός, εγκεκριμένος, σημαντικός', δοξομιμητής 'αυτός που μιμείται φαινομενική και όχι πραγματική αλήθεια', δοξόσοφος 'αυτός που θεωρεί τον εαυτό του σοφό'
      • επιρρήματα: ἐνδόξως, εὐδόξως, παραδόξως
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: ἐνδοξασμός 'η ενέργεια του δοξάζειν', εὐδόκησις, εὐδοκία 'έγκριση, επιδοκιμασία', δογματίας, δόξασις 'διαμόρφωση γνώμης', δοξασία 'γνώμη', παραδοξασμός 'αντικείμενο απορίας, θαυμασμού', δοκιμή 'εξέταση, δοκιμή', δοκιμαστής 'εξεταστής', δοκιμαστήρ 'εξεταστής', δοκιμαστήριον 'έλεγχος, δοκιμή' , δωροδόκησις, δοξοκοπία 'δίψα για φήμη ή δημοτικότητα', δοξομανία 'μανία για φήμη', δοξοφαγία 'πείνα για φήμη', προσδόκησις, παραδοξολογία, παραδοξία 'το παράδοξο'
      • ρήματα: δογματίζω, ἀποδοκιμάζω, ὑπερδοξάζω, δοξολογέω, παραδοξολογέω, παραδοξοποιέω, συνευδοκέω
      • επίθετα: δογματικός, δοξαστός 'δοξασμένος', δοκιμαστός, δοκιμαστικός, κενόδοξος, ὀρθόδοξος, φιλόδοξος, προσδοκήσιμος, δοξοκόπος 'φιλόδοξος', δοξομανής
      • επιρρήματα: ἀδόξως, ὀρθοδόξως, ἐπιδόξως, φιλοδόξως
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • δογματέω, δογματικότης, δογματοσκεπτικός, δογματοφύλαξ, δοκησιγνωσία, δοκησιδεξιότης, δοκησίνοια, δοκιμιογράφος, δοξογέννητος, δοξογόνος, δοξοδιψία, δοξοθήρας, δοξοθηρικός, δοξοκρασία, δοξολογήσιμος, δοξολόγησις, δοξοσόφως, δωροδοκικός, ευδοκίμημα, παραδοξάζω 'όχι ορθάς δόξας έχω', παραδοξάσματα 'όχι ορθαί δόξαι', παραδοξογενής, παραδοξολογικός, παραδοξομανία, παραδοξόσχημος, παραδοξοφάνεια, παραδοξοφρονείν, παραδοξοφροσύνη, προσδοκητικός
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Ήπ. δοκάω 'καταλαβαίνω' (απρόσωπο με τις προσωπικές αντωνυμίες μου, σου, του κ.ά.), Κύπ. δοκεί, Νάξ. διόχτει, Κύπ. δόχνει, Κρ. διόχνει, Κύπ. έδοξεν, Χίος έδοξε, Κάρπαθ. έοξε 'σκέφτομαι, κρίνω, αποφασίζω', Ρόδ. όπως μας δόξει 'όπως μας φανεί καλό', Χίος όταν μου δόξει ' όταν μου φανεί καλό', (μέσο) Κέρκ. δοκούμαι, Σάμ. δουκούμι, Ήπ. δοκειούμαι, δοκειέμαι, Κέρκ. Πελοπ. δοκειώμαι, Ήπ. Μακεδ. δουκειούμι, Μακεδ. αδουκειούμι, Πελοπ. δοκάται, Κέρκ. δοκήθηκα, Σάμ. Σκιάθ. δουκήθ'κα '1. καταλαβαίνω 2. σκέφτομαι, πιστεύω 3. θυμάμαι 4. βλέπω', Κύπ. αναδοκεί μου, αναδόχνει μου 'λυπάμαι, μετανιώνω' Κρ. Κύπ. δόκιμος, Στερ.Ελλ. Θεσσ. δόκιμους '1. ικανός, επιδέξιος 2. ζωντανός, ζωηρός 3. κατάλληλος, ταιριαστός'