Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- παρρησία
- ουσιαστικό
- -ας
- ἡ
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
Α. η ελεύθερη έκφραση γνώμης, το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια, η παρρησία |η δοτ. ως επίρρημα παρρησίᾳ=με θάρρος έκφρασης, απροκάλυπτα, ανοιχτά Β. αθυροστομία, απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- Α. η ελεύθερη έκφραση γνώμης, το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια, η παρρησία
- ΔΗΜ 6.31 ἐγώ...τἀληθῆ μετὰ παρρησίας ἐρῶ πρὸς ὑμᾶς
- ΙΣΟΚΡ 2.28 δίδου παρρησίαν τοῖς εὖ φρονοῦσιν͵ ἵνα...ἔχῃς τοὺς συνδοκιμάσοντας { να επιτρέπεις ελευθερία λόγου στους ορθά σκεπτόμενους, για να έχεις εκείνους οι οποίοι θα προβληματιστούν μαζί σου }
- η δοτ. ως επίρρημα παρρησίᾳ=με θάρρος έκφρασης, απροκάλυπτα, ανοιχτά
- ΠΛ επιστ 8.354a ἐγὼ πειράσομαι πάσῃ παρρησίᾳ καὶ κοινῷ τινι δικαίῳ λόγῳ χρώμενος δηλοῦν
- Β. αθυροστομία, απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης
- ΙΣΟΚΡ 11.40.1 οὐδὲ περὶ μὲν τῆς πρὸς ἀλλήλους κακηγορίας νομοθετήσομεν͵ τῆς δ΄ εἰς τοὺς θεοὺς παρρησίας ὀλιγωρήσομεν { ούτε θα θεσπίσουμε νόμους για τις αμοιβαίες κατηγορίες, και μάλιστα θα αδιαφορήσουμε για κάθε τι που αφορά τους θεούς }
- ΠΛ Φαιδρ 240e εἰς δὲ μέθην ἰόντος πρὸς τῷ μὴ ἀνεκτῷ ἐπαισχεῖς͵ παρρησίᾳ κατακορεῖ καὶ ἀναπεπταμένῃ χρωμένου;
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- Από: πᾶν + ῥητός.
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ο2.1
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: ῥῆσις, ῥήτρα, ῥήτωρ, ῥητορεία, ῥητήρ, ῥῆμα, παρρησιαστής 'αυτός που μιλά ελεύθερα'
- ρήματα: εἴρω, ῥητορεύω, παρρησιάζω
- επίθετα: ῥητός, ῥητορικός, παρρησιαστικός
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: παρρησιοποιός, ἀκαιροπαρρησία 'η άκαιρη, η απρεπής ελευθεροστομία', ἀκαιροπαρρησιαστής
- ρήματα: ἐμπαρρησιάζομαι 'μιλάω με παρρησία'
- επίθετα: ῥηματικός, παρρησιώδης 'αυτός που είναι γεμάτος παρρησία', ἀπαρρησίαστος 'αυτός που στερείται την ελευθερία έκφρασης', εὐπαρρησίαστος 'ελευθερόστομος'
- επιρρήματα: παρρησιαστικῶς, παρρησιωδῶς, ἀπαρρησιάστως 'χωρίς παρρησία', εὐπαρρησιάστως
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- παρρησιαστικότης, ρητόν, ρητορικότης, ρητορογράφοι
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- Ανάφη Κάρπαθ. Πόντ. παρρησία 'ελευθερία λόγου, ειλικρίνεια', Άνδρ. Ρόδ. Θράκ. παρρουσία 'θάρρος, τόλμη', Λέσβ. ρήμα 'ρητό, απόφθεγμα', Χίος ρήση, Πελοπ. ρετός 'ακριβής'
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ