Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- πλεονεκτέω
- ρήμα
- πλεονεκτῶ
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. είμαι πλεονέκτης, έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω, είμαι άπληστος, αχόρταγος 2. έχω ή απαιτώ περισσότερα από κπ. άλλο, έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο κπ. πράγματος |με γεν. πράγμ. 3. έχω κάποιο πλεονέκτημα, υπερτερώ, υπερέχω έναντι κπ., ξεπερνώ κπ. |απόλ. |με γεν. προσ. |με εμπρόθετο προσδιορισμό |με γεν. προσ. και εμπρόθετο προσδιορισμό |με δοτ. αναφ. |φρ. πλεονεκτέω τῶν νόμων=είμαι ανώτερος από τους νόμους Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξαπατώμαι
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ
- 1. είμαι πλεονέκτης, έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω, είμαι άπληστος, αχόρταγος
- ΗΡ 8.112.1 Θεμιστοκλέης δέ͵ οὐ γὰρ ἐπαύετο πλεονεκτέων, ἐσπέμπων ἐς τὰς ἄλλας νήσους ἀπειλητηρίους λόγους, αἴτεε χρήματα διὰ τῶν αὐτῶν ἀγγέλων
- ΞΕΝ Απομν 2.6.21 δυσμενὲς μὲν ὁ τοῦ πλεονεκτεῖν ἔρως
- ΠΛ Γοργ 483c λέγουσιν ὡς αἰσχρὸν καὶ ἄδικον τὸ πλεονεκτεῖν, καὶ τοῦτό ἐστι τὸ ἀδικεῖν, τὸ πλέον τῶν ἄλλων ζητεῖν ἔχειν
- 2. έχω ή απαιτώ περισσότερα από κπ. άλλο, έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο κπ. πράγματος
- με γεν. πράγμ.
- ΘΟΥΚ 6.39.2 ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον͵ ἀλλὰ καὶ ξύμπαντ΄ ἀφελομένη ἔχει
- ΞΕΝ ΚΠαιδ 1.6.25 καὶ ἐπὶ τῶν πράξεων δέ͵ ἢν μὲν ἐν θέρει ὦσι͵ τὸν ἄρχοντα δεῖ τοῦ ἡλίου πλεονεκτοῦντα φανερὸν εἶναι· ἢν δὲ ἐν χειμῶνι͵ τοῦ ψύχους { όταν εργάζονται, ο άρχοντας πρέπει να δείχνει ότι το καλοκαίρι εκτίθεται περισσότερο από τους άλλους στον ήλιο, και το χειμώνα στο κρύο }
- 3. έχω κάποιο πλεονέκτημα, υπερτερώ, υπερέχω έναντι κπ., ξεπερνώ κπ.
- απόλ.
- ΞΕΝ Ελλ 7.1.34 πολὺ ἐπλεονέκτει ὁ Πελοπίδας παρὰ τῷ Πέρσῃ
- ΑΡΙΣΤ Πολιτικ 1301a οἱ δ΄ ὡς ἄνισοι ὄντες πλεονεκτεῖν ζητοῦσιν { αυτοί, επειδή είναι άδικοι, επιδιώκουν να υπερέχουν έναντι των άλλων }
- με γεν. προσ.
- ΠΛ Πολ 349c τί δὲ δὴ ὁ ἄδικος; ἆρα ἀξιοῖ τοῦ δικαίου πλεονεκτεῖν;
- με εμπρόθετο προσδιορισμό
- ΑΡΙΣΤ Πολιτικ 1292b οὐ γὰρ εὐθὺς μεταβαίνουσιν͵ ἀλλὰ ἀγαπῶσι τὰ πρῶτα μικρὰ πλεονεκτοῦντες παρ΄ ἀλλήλων
- με γεν. προσ. και εμπρόθετο προσδιορισμό
- ΠΛ Λαχ 183a ὅτι ἂν μαθόντες καὶ ἐπιτηδεύσαντες πλεονεκτοῖεν τῶν ἄλλων περὶ τὸν πόλεμον
- με δοτ. αναφ.
- ΞΕΝ ΚΠαιδ 4.3.21 τοῖσδε πλεονεκτήσω τοῦ ἱπποκενταύρου
- ΞΕΝ ΚΠαιδ 7.1.33 ἐπλεονέκτουν μέντοι οἱ Αἰγύπτιοι καὶ πλήθει καὶ τοῖς ὅπλοις
- φρ. πλεονεκτέω τῶν νόμων=είμαι ανώτερος από τους νόμους
- ΠΛ Νομ 691a δῆλον ὡς πρῶτον τοῦτο οἱ τότε βασιλῆς ἔσχον͵ τὸ πλεονεκτεῖν τῶν τεθέντων νόμων
- Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξαπατώμαι
- ΞΕΝ Απομν 3.5.2 Βοιωτῶν μὲν γὰρ πολλοὶ πλεονεκτούμενοι ὑπὸ Θηβαίων δυσμενῶς αὐτοῖς ἔχουσιν
- ΔΗΜ 41.25 φάσκῃ πλεονεκτεῖσθαι ταῖς χιλίαις δραχμαῖς { ισχυρίζεται ότι απατήθηκε κατά χίλιες δραχμές }
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- Από: πλεονεκτέω < πλέον + -έκτης (του ρ. ἔχω), πβ. εὐ-έκτης, καχ-έκτης.
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ρ3
- πλεονεκτῶ, ἐπλεονέκτουν, πλεονεκτήσω, ἐπλεονέκτησα, πεπλεονέκτηκα
- πλεονεκτοῦμαι
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: πλεονέκτημα, πλεονεξία, πλεονέκτης
- επίθετα: πλεονεκτικός
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ρήματα: ἀντιπλεονεκτέω-ῶ
- επίθετα: ἀπλεονέκτητος
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- πλεονεκτηματικότης
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής %πλεονε%
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ