Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- ὀξύς
- επίθετο
- -εῖα, -ύ
- ὀξέως
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
ΕΠΙΘΕΤΟ Α. που απολήγει σε αιχμηρό άκρο, μυτερός, κοφτερός αντ. ἀμβλύς |τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος |φρ. ὀξεῖα γωνία |γεωμετρία Β. δυνατός, έντονος, διαπεραστικός |για αισθήσεις και αισθήματα |σοβαρός, κρίσιμος, επικίνδυνος |για αρρώστιες, σωματικές βλάβες |δυνατός, διαπεραστικός, διεισδυτικός , έντονος, λαμπρός, αντ. ἀμβλὺς |για την όραση, το φως, τα χρώματα |φρ. ὀξὺ βλέπω, ὁρῶ=έχω οξεία όραση, βλέπω καθαρά |έντονος, ξινός |για γεύση ή οσμή |δυνατός, έντονος, διαπεραστικός |για ήχο, φωνή |φρ. ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά, έχω οξεία ακοή |υψηλός τόνος, αντ. βαρὺς |μουσική |φρ. ἡ ὀξεῖα (προσῳδία) Γ. πρόθυμος, ορμητικός, ζωηρός, παράφορος, ευέξαπτος |μτφ. |αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη αντιληπτική ικανότητα, ταχύς, ευφυής |φρ. ὀξύς εἴς τι |φρ. ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ. ταχύς, ορμητικός, ευκίνητος |για κίνηση |πιεστικός, επείγων |για καταστάσεις, περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. έντονα, καθαρά 2. γρήγορα, αμέσως
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- ΕΠΙΘΕΤΟ Α. που απολήγει σε αιχμηρό άκρο, μυτερός, κοφτερός αντ. ἀμβλύς
- ΟΜ Ιλ 4.530 ἐρύσσατο δὲ ξίφος ὀξύ
- ΑΡΙΣΤ ΖΙστ 501b οἱ μὲν γὰρ νέοι λευκοὺς ἔχουσι καὶ ὀξεῖς τοὺς ὀδόντας
- ΠΙΝΔ Nεμ 4.63 θρασυμαχάνων τε λεόντων ὄνυχας ὀξυτάτους
- τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος
- ΗΡ 2.17 τὸ ὀξὺ τοῦ Δέλτα
- ΑΡΙΣΤ ΖΓεν 752a καὶ διὰ τοῦτο ἐξέρχεται ὕστερον τοῦ ᾠοῦ τὸ ὀξύ
- φρ. ὀξεῖα γωνία
- γεωμετρία
- ΑΡΙΣΤ Τοπ 107a γωνία δ΄ ὀξεῖα ἡ ἐλάσσων ὀρθῆς
- Β. δυνατός, έντονος, διαπεραστικός
- για αισθήσεις και αισθήματα
- ΗΣ Εργ 414 μένος ὀξέος ἠελίοιο
- ΠΙΝΔ Πυθ1.20 χιόνος ὀξείας τιθήνα
- ΟΜ Ιλ 11.268 ὀξεῖαι δ΄ ὀδύναι δῦνον μένος Ἀτρεΐδαο
- ΠΛ Πολ 403a μείζω δέ τινα καὶ ὀξυτέραν ἔχεις εἰπεῖν ἡδονὴν τῆς περὶ τὰ ἀφροδίσια;
- σοβαρός, κρίσιμος, επικίνδυνος
- για αρρώστιες, σωματικές βλάβες
- ΠΙΝΔ Ολ 8.85 ὀξείας δὲ νόσους ἀπαλάλκοι { να απομακρύνει τις βαριές αρρώστειες }
- ΑΡΙΣΤ Προβλ 859b ἐν δὲ τῷ χειμῶνι (εἰσιν αἱ νόσοι) ὑγραὶ καὶ θερμαί͵ διὸ ὀξεῖαι· ταχέως γὰρ ἀναιροῦσιν
- δυνατός, διαπεραστικός, διεισδυτικός , έντονος, λαμπρός, αντ. ἀμβλὺς
- για την όραση, το φως, τα χρώματα
- ΠΛ Φαιδρ 250d ὄψις γὰρ ἡμῖν ὀξυτάτη τῶν διὰ τοῦ σώματος ἔρχεται αἰσθήσεων
- ΟΜ Ιλ 14.345 ὀξύτατον πέλεται φάος εἰσοράασθαι
- ΑΡΙΣΤΟΦ Ειρ 1173 φοινικίδ΄ ὀξεῖαν πάνυ (=κατακόκκινη χλαμύδα)
- φρ. ὀξὺ βλέπω, ὁρῶ=έχω οξεία όραση, βλέπω καθαρά
- ΑΡΙΣΤ ΖΓεν 780a τὰ εἰρημένα αἴτια τοῦ ἀμβλὺ ἢ ὀξὺ ὁρᾶν
- ΠΛ Συμπ 219a ἥ τοι τῆς διανοίας ὄψις ἄρχεται ὀξὺ βλέπειν ὅταν ἡ τῶν ὀμμάτων τῆς ἀκμῆς λήγειν ἐπιχειρῇ
- έντονος, ξινός
- για γεύση ή οσμή
- ΞΕΝ ΚΠαιδ 6.2.31 χρὴ συνεσκευάσθαι ὅσα ἐστὶν ὀξέα καὶ δριμέα καὶ ἁλμυρά { πρέπει να ετοιμάζετε φαγητά ξινά, καυτερά και αλμυρά }
- δυνατός, έντονος, διαπεραστικός
- για ήχο, φωνή
- ΣΟΦ Αντ 424 κἀνακωκύει πικρᾶς ὄρνιθος ὀξὺν φθόγγον { και όρνιου πικραμένου στριγγιά φωνή αφήνει }
- ΗΣ Ασπ 348 ἵπποι...ὀξεῖα χρέμισαν
- φρ. ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά, έχω οξεία ακοή
- ΠΛ Πολ 404a ὀξὺ ὁρᾶν καὶ ἀκούειν
- υψηλός τόνος, αντ. βαρὺς
- μουσική
- ΠΛ Τιμ 80a φθόγγοι ταχεῖς τε καὶ βραδεῖς ὀξεῖς τε καὶ βαρεῖς
- ΑΡΙΣΤ ΖΓεν 786b τὸ θῆλυ ὀξύτερον φθέγγεται τοῦ ἄρρενος
- φρ. ἡ ὀξεῖα (προσῳδία)
- ΑΡΙΣΤ ΣοφΕλ 179a εἰ παρὰ προσῳδίαν ὀξεῖαν͵ ἡ βαρεῖα προσῳδία λύσις
- ΠΛ Κρατ399b ἀντὶ ὀξείας τῆς μέσης συλλαβῆς βαρεῖαν ἐφθεγξάμεθα
- Γ. πρόθυμος, ορμητικός, ζωηρός, παράφορος, ευέξαπτος
- μτφ.
- ΣΟΦ ΟιδΚ 1193 θυμὸς ὀξύς
- ΑΙΣΧΙΝ 2.177 καὶ τὰς ψυχὰς τὰς φιλοτίμους καὶ λίαν ὀξείας ἐρεθίζοντες { εξερεθίζουν εκείνους που έχουν γενναία αλλά ευερέθιστη ψυχή }
- ΑΡΙΣΤ ΗΝικ 1126a ὑπερβολῇ δ΄ εἰσὶν οἱ ἀκρόχολοι ὀξεῖς
- αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη αντιληπτική ικανότητα, ταχύς, ευφυής
- ΘΟΥΚ 1.70.2 οἱ μέν γε νεωτεροποιοὶ καὶ ἐπινοῆσαι ὀξεῖς καὶ ἐπιτελέσαι
- ΔΗΜ 3.15 γνῶναι πάντων ὑμεῖς ὀξύτατοι τὰ ῥηθέντα
- φρ. ὀξύς εἴς τι
- ΠΛ Πολ 526b εἰς πάντα τὰ μαθήματα...ὀξεῖς φύονται
- φρ. ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα
- ΟΜ Ιλ 3.374 εἰ μὴ ἄρ΄ ὀξὺ νόησε Διὸς θυγάτηρ Ἀφροδίτη
- Δ. ταχύς, ορμητικός, ευκίνητος
- για κίνηση
- ΑΡΙΣΤΟΦ Ορν 1112 ὀξὺν ἱερακίσκον
- ΣΟΦ Αντ 108 ὀξυτέρῳ κινήσασα χαλινῷ
- ΘΟΥΚ 4.126.6 κατὰ πόδας τὸ εὔψυχον ἐν τῷ ἀσφαλεῖ ὀξεῖς ἐνδείκνυνται
- ΑΡΙΣΤ Κοσμ 397a μεγέθει μὲν οὗτος (= ὁ κόσμος) πανυπέρτατος͵ κινήσει δὲ ὀξύτατος
- πιεστικός, επείγων
- για καταστάσεις, περιστάσεις
- ΞΕΝ ΚΠαιδ 8.5.7 ὅσῳ τε ὀξύτεροι οἱ καιροὶ τῶν εἰς τὰ πολεμικὰ χρήσεων { όσο ταχύτερα απαιτούν οι περιστάσεις τη χρήση των πολεμικών μέσων }
- ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. έντονα, καθαρά
- ΠΛ Φαιδρ263c ὀξέως αἰσθάνεσθαι
- ΠΛ Πολ 567b ὀξέως ἄρα δεῖ ὁρᾶν αὐτὸν
- 2. γρήγορα, αμέσως
- ΘΟΥΚ 6.10.5 ἡμεῖς δὲ Ἐγεσταίοις...ὀξέως βοηθοῦμεν
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- < ΟΞΥΣ >
- Από *ὀκ-σ-ύς (με παρέκταση -σ-), ετεροιωμένη βαθμίδα του ιε. *ak- (αιχμηρός, οξύς).
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ε6
- επίθετο συγκρ. ὀξύτερος, υπερθ. ὀξύτατος
- επίρρημα συγκρ. ὀξυτέρως, υπερθ. ὀξύτατα
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: ὀξύτητα, ὀξάλμη 'αλάτι με ξίδι', ὀξίδιον 'υποκοριστικό του ὄξος', ὀξίς 'αγγείο για εναπόθεση ξιδιού', ὄξος 'ξίδι', ὀξύβαφον 'είδος σκεύους', ὀξυβλέπτης, ὀξυβλεψία, ὀξυβόας, ὀξυθυμία 'αιφνίδιος θυμός', τά ὀξυθύμια 'τόποι στα σταυροδρόμια κοντά στα αγάλματα της Εκάτης', ὀξύμελι, ὀξυμελίκρατον 'μείγμα ξιδιού και μελιού', ὀξυρεγμία 'ξινίλα του στομαχιού', ὀξυτόκιον 'φάρμακο που επιταχύνει τον τοκετό', ὀξυφωνία, ὀξυωπία, παροξυσμός
- ρήματα: ὀξύνω, ὀξυβλεπτέω 'έχω οξεία όραση', ὀξυδορκέω ή ὀξυδερκέω 'έχω οξεία όραση', ὀξυθυμέω 'είμαι οξύθυμος', ὀξυλαβέω 'λαμβάνω γρήγορα', παροξύνω
- επίθετα: ὀξυόεις, ὀξηρός, ὀξώδης, ὀξωτός 'ξιδάτος', ὀξυβελής 'αυτός που απολήγει σε οξεία αιχμή', ὀξύγλυκυς, ὀξύγοος, ὀξυγώνιος, ὀξυδερκής, ὀξύθηκτος 'ακονισμένος σε οξεία', ὀξύθυμος, ὀξυκάρδιος, ὀξυκώκυτος 'αυτός που τον θρηνούν με πάθος', ὀξυλαβής, ὀξύλαλος 'αυτός που μιλά γρήγορα', ὀξυμέριμνος 'αυτός που μελετήθηκε πολύ', ὀξυμήνιτος 'αυτός που επιφέρει την οξεία οργή', ὀξύμολπος, ὀξύπεινος 'αυτός που πεινάει πολύ', ὀξυπετής, ὀξυπευκής 'αυτός που έχει οξεία αιχμή ή πικρή οξύτητα', ὀξυπλήξ 'αυτός που πλήττει με οξύ τρόπο', ὀξύπους, ὀξύπρῳρος, ὀξύπτερος, ὀξυρεγμιώδης, ὀξύστομος, ὀξυτόμος, ὀξύτονος, ὀξύφρων, ὀξύφωνος, ὀξύχειρ 'εριστικός, άπληστος, πλεονεκτικός', ὀξυωπής 'αυτός που έχει οξεία όραση'
- επιρρήματα: ὀξέως
- ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- ιων. ὀξύκρητον 'ξινό κρασί ανακατεμένο με νερό'
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: ὀξαλίς 'ξινό κρασί', ὀξεῖα 'η λόγχη', ὀξέλαιον 'ξιδόλαδο', ὀξοπώλης 'ξιδέμπορος', ὀξυάκανθα 'είδος φυτού', ὀξυαύγεια 'ισχυρό φως', ὀξυβουλία 'ταχεία σκέψη', ὀξύγαλα 'το ξινόγαλα', ὀξύγαρον 'είδος καρυκεύματος', ὀξυγραφία, ὀξυγωνιότης, ὀξυδέρκεια ή ὀξυδερκία, ὀξυηκοΐα, ὀξυθύμησις 'οξυθυμία', ὀξύκερδος 'είδος φυτού', ὀξυκινησία, ὀξύκρατον 'ξινός οίνος μεμιγμένος με νερό', ὀξυλάβεια, ὀξυλίπαρον 'είδος καρυκεύματος', ὀξυμάθεια ή ὀξυμαθία, ὀξυμυρσίνη 'είδος φυτού', ὀξυντήρ 'μαχαίρι', ὀξυόπτης, ὀξυποδία, ὀξυπονία 'οξύς πόνος', ὀξυπόριον 'φάρμακο για το πεπτικό σύστημα', ὀξυρροπία 'οξύτητα, ταχύτητα', ὀξυσιτία 'αταξία των πεπτικών οργάνων', ὀξυτόνησις, ὀξυτρίφυλλον, ὀξυτυρία 'πορφύρα', παροξυντής, ἀποξυσμός
- ρήματα: ὀξίζω 'έχω γεύση ξιδιού', ὀξυγραφέω 'γράφω γρήγορα', ὀξυδρομέω, ὀξυλοβέω 'ακούω γρήγορα', ὀξυποδέω 'είμαι γρήγορος στα πόδια', ὀξυτονέω, ὀξυχολέω 'οργίζομαι γρήγορα', ὀξυωπέω 'έχω οξεία την όραση', ἀποξύνω, ἐποξύνω 'επιταχύνω', κατοξύνω 'επισπεύδω', ἐξοξύνω, συνοξύνω, ὑποξύνω
- επίθετα: ὀξάλειος 'ξινός', ὄξινος, ὀξυγαλάκτινος, ὀξυγένειος, ὀξυγράφος, ὀξυδερκικός, ὀξύδουπος 'αυτός που παράγει οξύ ήχο', ὀξύδρομος, ὀξυέθειρος 'αυτός που έχει τις τρίχες αιχμηρές', ὀξύζωμος, ὀξυήκοος, ὀξυηχής, ὀξυθάνατος, ὀξυθρήνητος, ὀξύϊνος 'από ξύλο οξυιάς', ὀξυκαμπής, ὀξυκάρηνος, ὀξυκέλευθος 'αυτός που βαδίζει γρήγορα', ὀξυκέντητος, ὀξύκεντρος, ὀξύκερως 'αυτός που έχει αιχμηρά κέρατα', ὀξυκέφαλος, ὀξυκίνητος, ὀξύκομος, ὀξυκόρακος, ὀξύλευκος, ὀξυμαθής, ὀξύμορφος, ὀξυμύρσινος, ὀξύμωρος, ὀξύνοος, ὀξυόδους 'αυτός που έχει οξείς οδόντες', ὀξυόστρακος, ὀξυπαγής 'αυτός που καταλήγει σε οξύ, ακανθώδης', ὀξυπαθής, ὀξύπικρος, ὀξυπόρος, ὀξυπόρφυρος, ὀξυπύθμενος, ὀξύπυκνος, ὀξύρρυγχος 'αυτός που έχει οξύ ρύγχος', ὀξύσχοινος, ὀξυτέλευτος 'αυτός που τελειώνει με οξύ ήχο', ὀξυτελής, ὀξυτενής, ὀξυτικός 'ταχύς', ὀξυτόρος 'διαπεραστικός', ὀξύτριχος, ὀξυφεγγής, ὀξύφθογγος, ἀνόξυντος, ἀπαρόξυντος, εὐπαρόξυντος, ἄποξυς, κάτοξυς
- επιρρήματα: ὀξυδρόμως, ὀξυθήκτως, ὀξυπαθῶς, ὀξυπόρως
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- Επιτομή Λεξικού Κριαρά %οξ%
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- οξειδόω, οξείδωσις, οξειδωτικός, οξικός, όξισις 'όξυνση', οξυάλμη, οξυανθής, οξυάνθραξ, οξύαυλος, οξυγονοθεραπεία, οξυγονοφόρος, οξυδρόμως, οξυθειώδης, οξυκράτως 'ξιδάτα', οξυλένιον 'νέο αέριο φωτισμού', οξυμετρία, οξυμωρία, οξυνόως, οξυπάθεια, οξυπαράφωνος, οξυποσία, οξύποτα 'τα αναψυκτικά', οξυπρόσωπος, οξύπρυμνος, οξύστροφος, οξυσηπτικός, οξυφωσφορικός, οξώδες 'οξύ'
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- Πόντ. οξέα 'οξιά', Πόντ. οξωτή 'οξιά', Θάσ. ᾽ξουλάδ᾽ 'λαδόξιδο', Κάρπαθ. τα όξινα 'ξινόγαλο', Πόντ. ᾽ξύγαλα, ᾽ξύαλα, ᾽ξύγαλαν, ᾽ξέγαλα 'ξινόγαλο', Θράκ. ᾽ξύγαλο 'ξινόγαλο', Πόντ. ᾽ξυλάβιν, ᾽ξυλαβ᾽, ᾽ξουλάφι 'ξύλινο χερούλι ενός σιδερένιου εργαλείου', Κρ. ᾽ξυλάβι 'ξύλινο χερούλι ενός σιδερένιου εργαλείου'
- Τα ὀξυθύμια πήραν το όνομά τους από τα κλαδιά του φυτού θύμου που χρησιμοποιούνταν στις εξιλαστικές θυσίες κοντά στα αγάλματα της Εκάτης. Το οξυζενέ είναι αντιδάνειο από τα γαλλικά και δηλώνει το υγρό που είναι αποτέλεσμα μιας ορισμένης χημικής ένωσης.
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ