Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- ὁμιλία
- ουσιαστικό
- -ας
- ἡ
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
Α. εταιρεία, σύλλογος, ομάδα Β. 1. συναναστροφή, κοινωνία, συντροφιά, σχέση |με γεν. |με εμπρόθετο προσδιορισμό |φρ. ἡ καθ' ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2. ερωτική σχέση, συνουσία Γ. μάθημα, διδασκαλία
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- Α. εταιρεία, σύλλογος, ομάδα
- ΣΟΦ Αι 872 ἡμῶν γε ναὸς κοινόπλουν ὁμιλίαν { εμάς τους συντρόφους σου στο πλοίο που μαζί ταξιδέψαμε }
- ΗΡ 3.81 ἡμεῖς δὲ ἀνδρῶν τῶν ἀρίστων ἐπιλέξαντες ὁμιλίην
- ΕΥΡ Ηρακλ 581 ἀδελφῶν ἡ παροῦσ΄ ὁμιλία
- Β.
- 1. συναναστροφή, κοινωνία, συντροφιά, σχέση
- ΕΥΡ απ 1024 φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί { οι κακές συναναστροφές καταστρέφουν τα χρηστά ήθη }
- με γεν.
- ΗΡ 4.174 πάντα ἄνθρωπον φεύγουσι καὶ παντὸς ὁμιλίην { αποφεύγουν κάθε άνθρωπο και κάθε συναναστροφή }
- ΞΕΝ Απομν 1.2.20 ὡς τὴν μὲν τῶν χρηστῶν ὁμιλίαν ἄσκησιν οὖσαν τῆς ἀρετῆς͵ τὴν δὲ τῶν πονηρῶν κατάλυσιν
- με εμπρόθετο προσδιορισμό
- ΠΛ Συμπ 203a πᾶσά ἐστιν ἡ ὁμιλία καὶ ἡ διάλεκτος θεοῖς πρὸς ἀνθρώπους
- ΣΟΦ Φιλ 70 ὁμιλία πρὸς τόνδε πιστὴ καὶ βέβαιος
- φρ. ἡ καθ' ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος
- ΘΟΥΚ 1.68.1 τὸ πιστόν...τῆς καθ΄ ὑμᾶς αὐτοὺς πολιτείας καὶ ὁμιλίας { η καλή πίστη που διέπει την πολιτική σας ζωή και τις συναλλαγές σας }
- 2. ερωτική σχέση, συνουσία
- ΞΕΝ Ιερ 4.1.1 ποία δ΄ ἀνδρὶ καὶ γυναικὶ τερπνὴ ἄνευ πίστεως ὁμιλία;
- ΕΥΡ Ελ 1400 ἀναγκαίως ἔχει τὰ πρῶτα λέκτρα νυμφικάς θ΄ ὁμιλίας τιμᾶν { ανάγκη να τιμώ το γάμο μου τον πρώτο και τις συζυγικές εκείνες συναντήσεις }
- Γ. μάθημα, διδασκαλία
- ΞΕΝ Απομν 1.2.6 τοὺς δὲ λαμβάνοντας τῆς ὁμιλίας μισθὸν ἀνδραποδιστὰς ἑαυτῶν ἀπεκάλει { εκείνους που έπαιρναν μισθό για τη διδασκαλία τούς ονόμαζε δούλους που πουλάνε τον εαυτό τους για λεφτά }
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- < ΟΜΙΛΟΣ >
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ο2.1
- ιων. ὁμιλίη
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: ὁμίλημα 'επαφή', ὁμίλησις 'διπλωματική επαφή', ὁμιλητής 'καθηγητής', ὁμιλήτρια 'το θηλυκό του ὁμιλητοῦ', ὁμιλήτρια 'η σύντροφος', ὅμιλος
- ρήματα: ὁμιλέω-ῶ, ἐξομιλέω-ῶ 'ζω με κάποιον, έχω σχέσεις με κάποιον', καθομιλέω-ῶ 'κερδίζω την εύνοια κάποιου, συμφιλιώνομαι', προσομιλέω-ῶ 'έχω επαφές με κάποιον, σχετίζομαι με κάτι', συνομιλέω-ῶ
- επίθετα: ὁμιλητέον, ὁμιλητικός, ἀνομίλητος 'αυτός που δεν έχει σχέσεις με', ἀπροσόμιλος 'χωρίς συντροφιά, ακοινώνητος', δυσόμιλος 'αυτός που καταστρέφει τη συντροφιά, την κοινωνικότητα', ἐξόμιλος 'ξένος'
- επιρρήματα: ὁμιλαδόν
- ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- αιολ. ὄμιλλος 'συγκέντρωση, ομάδα'
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: προσομιλία 'κήρυγμα, γειτνίαση', συνομιλία 'συναναστροφή'
- ρήματα: ἐνομιλέω-ῶ 'έχω σχέσεις με κάποιον'
- επίθετα: εὐόμιλος 'αυτός που αγαπά τις συναναστροφές'
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- Επιτομή Λεξικού Κριαρά %μιλ%
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- ομιλητήριον, ομιλητικότης, συνομιλητής, συνομιλητικός
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ