Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- ὁράω
- ρήμα
- ὁρῶ
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. βλέπω, θεωρώ, παρατηρώ |με αιτ. |με κτγ. μτχ. |σπάνια με γεν. |με δευτερεύουσα πρόταση |απόλ. |το απρφ. με επιρρηματική σημασία |έχω την όρασή μου, βλέπω |ζω |μτφ. 2. κοιτάζω κάπου, έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου |με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα |στρέφω την προσοχή μου σε κτ., παρατηρώ προσεκτικά, εξετάζω |με εμπρόθετο προσδιορισμό |με αιτ. |προσέχω, παίρνω τα μέτρα μου, φυλάγομαι |στην προστ. με πλάγια πρόταση |αναζητώ, φροντίζω, προνοώ για χάρη κπ. 3. καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, διακρίνω |με αιτ. |με κτγ. μτχ. |με δευτερεύουσα πρόταση |με απρφ. |φρ. ὁρᾶς; ὁρᾶτε;=βλέπεις; βλέπετε; |παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4. δοκιμάζω, επιχειρώ 5. συναντώ, βρίσκω Β. ΜΕΣΟ 1. βλέπω, θεωρώ, παρατηρώ, αντιλαμβάνομαι |με αιτ. |με κτγ. μτχ. |με δευτερεύουσα πρόταση |το απρφ. με επιρρηματική σημασία |ζω |μτφ. 2. κοιτάζω κάπου, έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου |με εμπρόθετο προσδιορισμό |στρέφω την προσοχή μου σε κάτι, παρατηρώ προσεκτικά, εξετάζω |ως επίρρημα ἰδού=να, ιδού, να πάρε, (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα, τί λόγος 3. δοκιμάζω, επιχειρώ Γ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. βλέπομαι |φρ. τά ὁρώμενα=τα ορατά 2. φαίνομαι, εμφανίζομαι |με κτγ. μτχ.
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ
- 1. βλέπω, θεωρώ, παρατηρώ
- με αιτ.
- ΟΜ Οδ 8.459 θαύμαζεν δ᾽ Ὀδυσῆα ἐν ὀφθαλμοῖσιν ὁρῶσα
- ΘΟΥΚ 5.65.1 οἱ δ᾽ Ἀργεῖοι καὶ οἱ ξύμμαχοι ὡς εἶδον αὐτούς,..παρετάξαντο ὡς ἐς μάχην
- ΕΥΡ Εκ 760 ὁρᾷς νεκρὸν τόνδ᾽ οὗ καταστάζω δάκρυ;
- ΠΛ Απολ 40d ἐπειδάν τις καθεύδων μηδ᾽ ὄναρ μηδὲν ὁρᾷ, θαυμάσιον κέρδος ἂν εἴη ὁ θάνατος
- με κτγ. μτχ.
- ΘΟΥΚ 8.79.2 ὡς εἶδον τὰς τῶν Πελοποννησίων ναῦς προσπλεούσας, ὑπεχώρησαν ἐς τὴν Σάμον
- ΔΗΜ 6.12 οὐ γὰρ δὴ τριήρεις γ᾽ ὁρᾷ πλείους αὐτοῖς ἢ ὑμῖν οὔσας
- ΠΛ Πρωτ 321c καὶ ὁρᾷ τὰ μὲν ἄλλα ζῷα ἐμμελῶς πάντων ἔχοντα, τὸν δὲ ἄνθρωπον γυμνόν τε καὶ ἀνυπόδητον
- σπάνια με γεν.
- ΣΟΦ Τραχ 240 εὐχαῖς, ὅθ᾽ ᾕρει τῶνδ᾽ ἀνάστατον δορὶ χώραν γυναικῶν ὧν ὁρᾷς ἐν ὄμμασιν
- ΞΕΝ Απομν 1.1.11 οὐδεὶς δὲ πώποτε Σωκράτους οὐδὲν ἀσεβὲς οὐδὲ ἀνόσιον οὔτε πράττοντος εἶδεν
- με δευτερεύουσα πρόταση
- ΟΜ Ιλ 21.108 οὐχ ὁράᾳς οἷος καὶ ἐγὼ καλός τε μέγας τε;
- ΣΟΦ Αντ 712 ὁρᾷς παρὰ ῥείθροισι χειμάρροις ὅσα δένδρων ὑπείκει, κλῶνας ὡς ἐκσῴζεται
- ΣΟΦ Αντ 238 τὸ γὰρ πρᾶγμ᾽ οὔτ᾽ ἔδρασ᾽ οὔτ᾽ εἶδον ὅστις ἦν ὁ δρῶν
- απόλ.
- ΕΥΡ Ικ 78 τὰ γὰρ φθιτῶν τοῖς ὁρῶσι κόσμος
- ΞΕΝ ΚΑναβ 4.1.23 ἐπεὶ δὲ οὐδὲν ὠφέλιμον ἔλεγεν, ὁρῶντος τοῦ ἑτέρου κατεσφάγη
- το απρφ. με επιρρηματική σημασία
- ΣΟΦ ΟιδΚ 140 ἰὼ ἰώ, δεινὸς μὲν ὁρᾶν, δεινὸς δὲ κλύειν
- ΕΥΡ Αλκησ 887 παίδων δὲ νόσους καὶ νυμφιδίους εὐνὰς θανάτοις κεραϊζομένας οὐ τλητὸν ὁρᾶν
- ΞΕΝ ΚΑναβ 2.6.9 καὶ γὰρ ὁρᾶν στυγνὸς ἦν καὶ τῇ φωνῇ τραχύς
- έχω την όρασή μου, βλέπω
- ΣΟΦ Αι 84 πῶς; εἴπερ ὀφθαλμοῖς γε τοῖς αὐτοῖς ὁρᾷ
- ΔΗΜ 25.89 ὥστε, τὸ τῆς παροιμίας, ὁρῶντας μὴ ὁρᾶν καὶ ἀκούοντας μὴ ἀκούειν
- ΠΛ Πολ 595c οὐδέν γε, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἄτοπον, ἐπεὶ πολλά τοι ὀξύτερον βλεπόντων ἀμβλύτερον ὁρῶντες πρότεροι εἶδον
- ζω
- μτφ.
- ΟΜ Οδ 4.539 οὐδέ νύ μοι κῆρ ἤθελ᾽ ἔτι ζώειν καὶ ὁρᾶν φάος ἠελίοιο
- ΠΙΝΔ Πυθ 4.111 ἐπεὶ πάμπρωτον εἶδον φέγγος
- 2. κοιτάζω κάπου, έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου
- με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα
- ΟΜ Ιλ 1.350 ὁρόων ἐπ᾽ ἀπείρονα πόντον
- ΘΟΥΚ 2.55.1 καὶ πρῶτον μὲν ἔτεμον ταύτην ᾗ πρὸς Πελοπόννησον ὁρᾷ
- ΑΡΙΣΤ Ποιητ 1460a διὰ τὸ μὴ ὁρᾶν εἰς τὸν πράττοντα
- στρέφω την προσοχή μου σε κτ., παρατηρώ προσεκτικά, εξετάζω
- με εμπρόθετο προσδιορισμό
- ΣΟΦ Ηλ 972 φιλεῖ γὰρ πρὸς τὰ χρηστὰ πᾶς ὁρᾶν
- ΕΥΡ ΙΑυλ 1624 ὡς στρατὸς πρὸς πλοῦν ὁρᾷ
- με αιτ.
- ΔΗΜ 45.64 Φορμίωνα δὲ πάλιν ἑόρακεν καὶ τούτῳ γέγονεν οἰκεῖος
- προσέχω, παίρνω τα μέτρα μου, φυλάγομαι
- στην προστ. με πλάγια πρόταση
- ΘΟΥΚ 1.82.5 ὁρᾶτε ὅπως μὴ αἴσχιον καὶ ἀπορώτερον τῇ Πελοποννήσῳ πράξομεν
- ΞΕΝ ΚΠαιδ 4.1.15 ὁρᾶτε μὴ πάθωμεν ἅπερ πολλοὺς μὲν λέγουσιν ἐν θαλάττῃ πεπονθέναι
- ΣΟΦ Φιλ 30 ὅρα καθ᾽ ὕπνον μὴ καταυλισθεὶς κυρῇ
- αναζητώ, φροντίζω, προνοώ για χάρη κπ.
- ΣΟΦ Αι 1164 ἀλλ᾽ ὡς δύνασαι, Τεῦκρε, ταχύνας σπεῦσον κοίλην κάπετόν τιν᾽ ἰδεῖν τῷδ᾽
- 3. καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, διακρίνω
- ΣΟΦ ΟιδΚ 138 φωνῇ γὰρ ὁρῶ, τὸ φατιζόμενον
- με αιτ.
- ΑΙΣΧ Αγ 1623 οὐχ ὁρᾷς ὁρῶν τάδε;
- ΑΝΔΟΚ 1.49 Ἀνδοκίδη, τῶν μὲν παρόντων κακῶν ὁρᾷς τὸ μέγεθος
- με κτγ. μτχ.
- ΞΕΝ Απομν 3.7.5 αἰδῶ δὲ καὶ φόβον, ἔφη, οὐχ ὁρᾷς ἔμφυτά τε ἀνθρώποις ὄντα
- ΙΣΟΚΡ 2.31 ἂν τοὺς ἀρχομένους ὁρᾷς εὐπορωτέρους καὶ σωφρονεστέρους γιγνομένους διὰ τὴν σὴν ἐπιμέλειαν
- με δευτερεύουσα πρόταση
- ΗΡ 7.135 ὁρᾶτε γὰρ ὡς ἐπίσταται βασιλεὺς ἄνδρας ἀγαθοὺς τιμᾶν
- ΑΙΣΧ Πρ 259 οὐχ ὁρᾷς ὅτι ἥμαρτες;
- ΠΛ Συμπ 202d ὁρᾷς οὖν, ἔφη, ὅτι καὶ σὺ Ἔρωτα οὐ θεὸν νομίζεις;
- με απρφ.
- ΘΟΥΚ 8.60.3 καὶ ἑώρων οὐκέτι ἄνευ ναυμαχίας οἷόν τε εἶναι ἐς τὴν Χίον βοηθῆσαι
- φρ. ὁρᾶς; ὁρᾶτε;=βλέπεις; βλέπετε;
- παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά
- ΣΟΦ Ηλ 628 ὁρᾷς; πρὸς ὀργὴν ἐκφέρῃ, μεθεῖσά μοι λέγειν ἃ χρῄζοιμ᾽, οὐδ᾽ ἐπίστασαι κλύειν
- ΔΗΜ 18.232 πάνυ γὰρ παρὰ τοῦτο, οὐχ ὁρᾷς;
- 4. δοκιμάζω, επιχειρώ
- ΣΟΦ Αντ 1270 οἴμ᾽ ὡς ἔοικας ὀψὲ τὴν δίκην ἰδεῖν
- ΕΥΡ Εκ 55 ὦ μῆτερ, ἥτις ἐκ τυραννικῶν δόμων δούλειον ἦμαρ εἶδες
- 5. συναντώ, βρίσκω
- ΘΟΥΚ 4.125.1 καὶ τὸν Περδίκκαν... ἠνάγκασαν πρὶν τὸν Βρασίδαν ἰδεῖν (ἄπωθεν γὰρ πολὺ ἀλλήλων ἐστρατοπεδεύοντο) προαπελθεῖν
- ΞΕΝ ΚΑναβ 2.4.15 καὶ προσελθὼν ἄνθρωπός τις ἠρώτησε τοὺς προφύλακας ποῦ ἂν ἴδοι Πρόξενον ἢ Κλέαρχον
- Β. ΜΕΣΟ
- 1. βλέπω, θεωρώ, παρατηρώ, αντιλαμβάνομαι
- με αιτ.
- ΟΜ Ιλ 13.99 ὢ πόποι ἦ μέγα θαῦμα τόδ᾽ ὀφθαλμοῖσιν ὁρῶμαι δεινόν
- ΗΡ 7.44 ἐπεὶ δ᾽ ἐγένοντο ἐν Ἀβύδῳ, ἠθέλησε Ξέρξης ἰδέσθαι πάντα τὸν στρατόν
- ΣΟΦ Τραχ 306 οὕτως ἐγὼ δέδοικα τάσδ᾽ ὁρωμένη
- με κτγ. μτχ.
- ΗΡ 7.54 τῇ δὲ ὑστεραίῃ ἀνέμενον τὸν ἥλιον ἐθέλοντες ἰδέσθαι ἀνίσχοντα
- ΣΟΦ Αντ 593 ἀρχαῖα τὰ Λαβδακιδᾶν οἴκων ὁρῶμαι πήματα φθιμένων ἐπὶ πήμασι πίπτοντ᾽
- με δευτερεύουσα πρόταση
- ΟΜ Οδ 10.44 ἀλλ᾽ ἄγε θᾶσσον ἰδώμεθα, ὅττι τάδ᾽ ἐστίν, ὅσσος τις χρυσός τε καὶ ἄργυρος ἀσκῷ ἔνεστιν
- ΗΡ 7.208 ἔπεμπε Ξέρξης κατάσκοπον ἱππέα ἰδέσθαι ὁκόσοι εἰσὶ καὶ ὅ τι ποιοῖεν
- το απρφ. με επιρρηματική σημασία
- ΟΜ Ιλ 10.439 τεύχεα δὲ χρύσεια πελώρια θαῦμα ἰδέσθαι ἤλυθ᾽ ἔχων
- ΞΕΝ Κυν 3.3 (αἱ) ἄμορφοι δὲ καὶ αἰσχραὶ ὁρᾶσθαι
- ζω
- μτφ.
- ΕΥΡ Ανδρ 113 τί μ᾽ ἐχρῆν ἔτι φέγγος ὁρᾶσθαι Ἑρμιόνας δούλαν;
- 2. κοιτάζω κάπου, έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου
- με εμπρόθετο προσδιορισμό
- ΟΜ Ιλ 24.291 ὅς τε Τροίην κατὰ πᾶσαν ὁρᾶται
- ΟΜ Ιλ 22.166 θεοὶ δ᾽ ἐς πάντες ὁρῶντο
- στρέφω την προσοχή μου σε κάτι, παρατηρώ προσεκτικά, εξετάζω
- ΑΙΣΧ Ικ 104 ἰδέσθω δ᾽ εἰς ὕβριν βρότειον, οἵα νεάζει
- ως επίρρημα ἰδού=να, ιδού, να πάρε, (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα, τί λόγος
- ΣΟΦ Τραχ 1079 ἰδού, θεᾶσθε πάντες ἄθλιον δέμας, ὁρᾶτε τὸν δύστηνον, ὡς οἰκτρῶς ἔχω
- ΕΥΡ Κυκλ 212 ἰδού· πρὸς αὐτὸν τὸν Δί᾽ ἀνακεκύφαμεν καὶ τἄστρα καὶ τὸν Ὠρίωνα δέρκομαι
- ΠΛ Πολ 440a "Ἰδοὺ ὑμῖν," ἔφη, "ὦ κακοδαίμονες, ἐμπλήσθητε τοῦ καλοῦ θεάματος"
- 3. δοκιμάζω, επιχειρώ
- ΟΜ Οδ 21.159 αὐτὰρ ἐπὴν τόξου πειρήσεται ἠδὲ ἴδηται
- Γ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ
- 1. βλέπομαι
- ΗΡ 1.99 μήτε ἐσιέναι παρὰ βασιλέα μηδένα, δι' ἀγγέλων δὲ πάντα χρᾶσθαι, ὁρᾶσθαί τε βασιλέα ὑπὸ μηδενός
- ΞΕΝ Κυν 12.20 ὅταν μὲν γάρ τις ὁρᾶται ὑπὸ τοῦ ἐρωμένου, ἅπας ἑαυτοῦ ἐστι βελτίων
- ΛΥΣ 19.55 ἐγγύς τε οἰκῶν τῆς ἀγορᾶς οὔτε πρὸς δικαστηρίῳ οὔτε πρὸς βουλευτηρίῳ ὤφθην οὐδεπώποτε
- φρ. τά ὁρώμενα=τα ορατά
- ΠΛ Ευθυφ 10b οὐκ ἄρα διότι ὁρώμενόν γέ ἐστιν, διὰ τοῦτο ὁρᾶται
- ΠΛ Πολ 508a οὗ ἡμῖν τὸ φῶς ὄψιν τε ποιεῖ ὁρᾶν ὅτι κάλλιστα καὶ τὰ ὁρώμενα ὁρᾶσθαι;
- 2. φαίνομαι, εμφανίζομαι
- ΣΟΦ Αντ 423 ἡ παῖς ὁρᾶται κἀνακωκύει πικρᾶς ὄρνιθος ὀξὺν φθόγγον
- ΠΛ Φαιδ 81d περὶ ἃ δὴ καὶ ὤφθη ἄττα ψυχῶν σκιοειδῆ φαντάσματα
- ΑΡΙΣΤ Ουρ 298a ἔνιοι γὰρ ἐν Αἰγύπτῳ μὲν ἀστέρες ὁρῶνται καὶ περὶ Κύπρον, ἐν τοῖς πρὸς ἄρκτον δὲ χωρίοις οὐχ ὁρῶνται
- με κτγ. μτχ.
- ΔΗΜ 24.173 οὐδ᾽ ἀγανακτῶν ὤφθη ὑπὲρ ὧν ἡ πόλις πάσχει
- ΞΕΝ Απομν 4.3.13 οὗτος τὰ μέγιστα μὲν πράττων ὁρᾶται
- ΑΡΙΣΤ ΖΙστ 507a ἤδη δὲ διανοιχθέν τι τῶν τετραπόδων ὤφθη ἔχον τὸν σπλῆνα μὲν ἐν τοῖς δεξιοῖς
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- < ΟΡΑΩ >
- Το ὁρῶ ανάγεται στην ιε. ρίζα *wer-/ wor-=παρατηρώ, προσέχω, φυλάσσω (πβ. αρχ. γερμ. wara=προσοχή, που θα αντιστοιχούσε με το * Fορα=φρουρά). Το ρήμα παρουσιάζει ποικιλία θεμάτων στο σχηματισμό των αρχικών του χρόνων: α) ο ενεστ. ὁρῶ ανάγεται σε θ. ορα- από το οποίο σχηματίζονται ο πρτ. ἑώρων, ο πρκ. ἑόρακα και ο υπερσ. ἑωράκειν β) από το θ. οπ- σχηματίζονται οι τύποι ὄψομαι, ὀφθήσομαι, ὤφθην, ὄπωπα, ὀπώπειν, ὦμμαι και γ) ο αόρ. β΄εἶδον (< *ε-Fιδ-ον) ανάγεται στο θ. ιδ-(< weid-=βλέπω, γνωρίζω).
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ρ2
- ὁράω-ῶ, ἑώρων, ὄψομαι, αόρ. β΄εἶδον, ἑόρακα-ἑώρακα, ἑοράκην-ἑωράκειν
- ὁράομαι-ῶμαι, ἑωρώμην-ὡρώμην, αόρ. β΄ εἰδόμην-ὠψάμην, ἑόραμαι-ἑώραμαι-ὦμμαι, ὤμμην
- (μτγν. παθ. μέλλ. ὁραθήσομαι-ὀφθήσομαι), (μτγν. παθ. αόρ. ἑωράθην-ὤφθην)
- ενεστ. ιων. ὁρέω, αιολ.ὄρημι, πρτ. ιων. ὥρεον
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: θέμα -ὁρ ὄρομαι, ὅραμα 'θέαμα, εμφάνιση', παρόραμα 'ψευδής εντύπωση', ὅρασις, ἐφόρασις, προόρασις, οὖρος 'φύλακας', ἐπίουρος 'φύλακας', ἔφορος, φρουρός, θυραωρός, πυλαωρός, θεωρός, τιμωρός, σκευωρός 'αυτός που προσέχει τα ρούχα', νεωρός 'ο υπεύθυνος για τα πλοία', κηπουρός, οἰκουρός, θυωρός 'αυτός που επιβλέπει όσα προορίζονται για θυσία', φρυκτωρός 'αυτός που επιβλέπει τη φωτιά', φρουρά, θεωρός 'απεσταλμένος σε μαντείο, θεατής, χορηγός δραματικής παράστασης'/ θέμα -ὀπ ὄμμα, ὄψις, ἐπόπτης, κατόπτης, ὑποψία, ὀπωπή 'θέα, εμφάνιση', ὀπωπητήρ 'κατάσκοπος', πανόπτης, αὐτόπτης, ἐποπτεία, εἴσοπτρον 'καθρέπτης', μέτωπον, περιωπή/ θέμα -ἰδ ἴστωρ 'αυτός που ξέρει', ἱστορία 'έρευνα, πληροφόρηση', ἰδρείη 'γνώση', εἶδος 'όψη, μορφή', εἴδωλον, ἰδέα, εἰδωλοποιός
- ρήματα: θέμα -ὁρ ἀφοράω-ῶ 'βλέπω από απόσταση', διοράω-ῶ 'διακρίνω', εἰσοράω-ῶ, ἐνοράω-ῶ, ἐξοράω-ῶ, ἐφοράω-ῶ 'επιβλέπω, επιτηρώ', καθοράω-ῶ 'βλέπω από ψηλά προς τα κάτω', παροράω-ῶ 'αγνοώ, περιφρονώ', προοράω-ῶ 'βλέπω εκ των προτέρων', συνοράω-ῶ 'βλέπω, καταλαβαίνω', ὑπεροράω-ῶ 'περιφρονώ', ὑφοράω-ῶ 'βλέπω με υποψία', ὁρατίζω 'έχω ως σκοπό', ὁραματίζομαι / θέμα -ὀπ ἐποφθαλμιάω-ῶ/ θέμα -ἰδ οἶδα, ἱστορέω-ῶ 'είμαι μάρτυρας, ερευνώ, πληροφορούμαι', εἰδωλοποιέω-ῶ
- επίθετα: θέμα -ὁρ ὁρατός, ἀόρατος, προορατός 'αυτός που μπορεί να προβλεφθεί', ἀπροσόρατος, ὁρατικός 'ικανός να βλέπει', ἐφορατικός, προορατικός/ θέμα -ὀπ πρόοπτος, ὑπεροπτικός, ὀμματοστερής 'τυφλός', αἶθοψ 'μαυριδερός', οἶνοψ 'στο χρώμα του κρασιού', μύωψ, γόργωψ 'με φοβερό βλέμμα', βοῶπις 'με μεγάλα μάτια', γλαυκῶπις 'με γαλανά μάτια', ἀγριωπός, ἀρρενωπός, πυρρωπός, σκυθρωπός, ὀφθαλμοφανής, ὀφθαλμωρύχος 'αυτός που βγάζει τα μάτια', μονόφθαλμος, μεγαλόφθαλμος, μελανόφθαλμος/ θέμα -ἰδ ἱστορικός 'ο καλά πληροφορημένος, αυτός που σχετίζεται με την ιστορία', ἴδρις 'αυτός που ξέρει', ἴδμων 'αυτός που ξέρει', εἰδοποιός 'αυτός που κάνει τη διαφορά, που ξεχωρίζει', εἰδεχθής, εἰδωλοποιϊκός
- επιρρήματα: θέμα -ὀπ ὄβδην 'κατά πρόσωπο, ανοιχτά, φανερά'
- ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- κρητ. ὠρεία 'σκοπιά, βάρδια', δωρ. (Σπάρτη) παιδισκιωρός 'αυτός που επιβλέπει τα γυμνάσια των νέων', λεσβ. ὄππατα 'μάτια', δωρ. ὀπτίλ(λ)ος 'μάτι', βοιωτ. ὄκταλλος 'μάτι', κρητ. οὐρεύω 'φυλώ σκοπιά'
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: ἀορασία, ὀρατής, ὁραματισμός, ὁραματιστής, ὀπτήρια 'δώρα που κάνει ο αρραβωνιαστικός στη μνηστή του, δώρα που γίνονται όταν κανείς βλέπει ένα παιδί για πρώτη φορά', ἱστοριογραφία, ἱστοριογράφος, εἴδησις, εἰδύλλιον, εἰδωλολατρία, εἰδωλολάτρης
- ρήματα: ὁραματίζομαι, ὀπτάνομαι, ὀφθαλμιάω-ῶ, ὀφθαλμίζομαι 'υποφέρουν τα μάτια μου', ἱστορέω-ῶ 'διηγούμαι', ἰστοριογραφέω-ῶ, εἰδοποιέω-ῶ 'ξεχωρίζω'
- επίθετα: ἀθεώρητος, ὀπτός, φιλίστωρ, εἰδήμων, εἰδικός
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- διορατικότης, ενοράματα, προσωπικότης, προσωπογράφημα, προσωπογραφία, προσωπάρχης, προσωποκράτησις, προσωπολατρεία, προσωπολήπτις, κατόπτρισμα, κατοπτρισμός, εποπτικότης, οπταπάτη, οπτασιαστής, οπτεία, οπτόμετρον 'ιατρικό εργαλείο', οπτικόμετρο 'όργανο για τον προσδιορισμό του βαθμού της όρασης', συνοπτικότης, συνόψισμα, οψιμετρική, οψιμέτριον, ενοφθάλμισις, ιδανίκευσις, ιδανικισμός, ιδανικιστής, ιδανικολόγος, ιδανικότης, ιδανισμός, ιδανιστής, ιδανικόπος, ιδανολογήματα, ιδεαλισμός, ιδεόγραμμα, ιδεογραφία, ιδεοκλοπία, ιδεοληψία, ιδεολογία, ιδεολογισμός, ιδεολόγος, κατοπτρίζομαι, προσωπιδοφορέω-ώ, προσωποκρατέω-ώ, ιδανικεύω, ιδανολογώ, ιδεάζω, ιδεολογέω-ώ, προσωπογραφικός, κατοπτευτικός, κατοπτικαί 'οι φωτογραφίες από κάποιο ύψος', προσωπολατρικός, κατοπτροδιοπτρικόν, κατοπτροφόρος, εποπτεύσιμος, εποπτευτικός, διοπτροφόρος, προσωπόμορφος, συνοψιστέος, ενοφθαλμίσιμος, ιδανιστικός, ιδανοποιητικός, ιδεαλιστικός, ιδεατός, ιδεογραφικός, ιδεόκτιστος, ιδεόληπτος, ιδεολογικός, ιδεώδης, οραματικώς, ορατώς, ιδεωδώς
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- Πόντ. όραμαν, όρομα, όρομαν, όρουμα, Καππ. όρομα, Κύπ. όρομαν 'όνειρο', Τσακων. όραμα 'βλέμμα, παράσταση, εμφάνιση, όνειρο', Καππ. αμαρτιά < *οραματία 'όνειρο που σημαίνει κάτι', Κύπ. αμματοσύνη 'εξυπνάδα', Τσακων. (ε)ψιλέ 'μάτι', ᾽ψίλιασμα 'μάτιασμα, βασκανεία', Χίος Κρ. Ποντ. ᾽φτάρμισμα 'μάτιασμα', Καλ. ᾽φτάρμι, αρτάμ-μι, αρτάρμι 'μάτι', Καλ. πονόρταμ-μο 'πόνος στο μάτι', Πόντ. ᾽φταρμοζίνιχο 'χάντρα που προστατεύει από το κακό μάτι', Πόντ. τα είδοτα 'επίπλωση, πράγμα, περιουσία, γυναικεία γεννητικά όργανα', Τσακων. είδουλε 'πολύ αδύνατος άνθρωπος, ξένος', Κάρπαθ. γείωλο 'φάντασμα', Πόντ. ιδέα 'βλέμμα', Πόντ. οραματέσκομαι, οραματέγομαι, οραματέχκομαι 'ονειρεύομαι', Ίμβρ. ᾽ρουματίζου 'ονειρεύομαι', Μακεδ. (Μελεν.) ξουρατίζω 'εξαφανίζω, σκοτώνω', Τσακων. ᾽ψιλιάζου 'ματιάζω', Σίφν. (ο)φθαρμίτζω, Τήνος ᾽θαρμίζω 'μπολιάζω', Αμορ. ᾽τθαρμίζομαι 'ματιάζω', Κάρπαθ. εφταρμόφανος 'αυτός που φτάνει γρήγορα για βοήθεια, συνήθως για επέμβαση αγίου', Κάρπαθ. ᾽σ-σόμματα 'μπροστά στα μάτια'
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ