Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- ὄμνυμι και ὀμνύω
- ρήμα
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1. υπόσχομαι με όρκο, ορκίζομαι |με σύστ. Α |με δοτ. προσ. 2. ορκίζομαι για κτ., επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ. με όρκο |με αιτ. |με απρφ. κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι) |απόλ. |ως μτχ. πρκ. ὀμωμοκώς-ότες 3. ορκίζομαι σε κπ. ή σε κτ., επικαλούμαι ως μάρτυρα |με αιτ. προσ. ή πράγμ., στο οποίο ορκίζεται κπ. |με δοτ. προσ. |με πρόθ. Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1. (προκειμένου για όρκο) δίνομαι, εκφωνούμαι 2. με επικαλείται κπ. σε όρκο
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ
- 1. υπόσχομαι με όρκο, ορκίζομαι
- με σύστ. Α
- ΘΟΥΚ 5.18.9 ὀμνύντων δὲ τὸν ἐπιχώριον ὅρκον
- ΔΗΜ 19.44 τοὺς ὅρκους ἔμελλε Φίλιππος ὀμνύναι τοὺς περὶ τῆς εἰρήνης
- με δοτ. προσ.
- ΙΣΑΙΟΣ 2.39 τί ἔδει αὐτοὺς ὀμνύναι ἐμοί;
- 2. ορκίζομαι για κτ., επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ. με όρκο
- με αιτ.
- ΞΕΝ Ελλ 7.4.10 οἱ μέντοι...Θηβαῖοι ἠξίουν αὐτοὺς καὶ συμμαχίαν ὀμνύναι
- ΔΗΜ 18.32 ἐπειδὴ γὰρ ὤμοσε τὴν εἰρήνην ὁ Φίλιππος
- με απρφ. κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)
- ΣΟΦ Φιλ 357 ὀμνύντες βλέπειν τὸν οὐκέτ΄ ὄντα ζῶντ΄ Ἀχιλλέα πάλιν
- ΞΕΝ Ελλ 5.1.32 ὤμνυσαν ἐμπεδώσειν ταῦτα
- απόλ.
- ΘΟΥΚ 5.47.9 ὀμνύντων δὲ Ἀθήνησι μὲν ἡ βουλὴ καὶ αἱ ἔνδημοι ἀρχαί
- ΕΥΡ ΙΤαυ 743 ὄμνυ { ορκίσου! }
- ως μτχ. πρκ. ὀμωμοκώς-ότες
- ΔΗΜ 24.27 τοὺς δὲ νομοθέτας εἶναι ἕνα καὶ χιλίους ἐκ τῶν ὀμωμοκότων
- 3. ορκίζομαι σε κπ. ή σε κτ., επικαλούμαι ως μάρτυρα
- με αιτ. προσ. ή πράγμ., στο οποίο ορκίζεται κπ.
- ΔΗΜ 23.5 ὀμνύω τοὺς θεοὺς ἅπαντας { ορκίζομαι σ' όλους τους θεούς }
- ΕΥΡ Μηδ 746 ὄμνυ πέδον Γῆς πατέρα θ΄ ῞Ηλιον πατρὸς τοὐμοῦ θεῶν τε συντιθεὶς ἅπαν γένος
- με δοτ. προσ.
- ΞΕΝ ΚΑναβ 6.1.31 ὀμνύω ὑμῖν θεοὺς πάντας καὶ πάσας
- με πρόθ.
- ΔΗΜ 23.101 ὀμωμοκότας κατὰ τοὺς νόμους
- ΑΝΔΟΚ 3.34 τοῖς Ἕλλησιν͵ ἐφ΄ οἷς ὅρκοι τε ὀμοσθήσονται
- Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια)
- 1. (προκειμένου για όρκο) δίνομαι, εκφωνούμαι
- ΑΙΣΧ Αγ 1284 ὀμώμοται γὰρ ὅρκος ἐκ θεῶν μέγας
- 2. με επικαλείται κπ. σε όρκο
- ΕΥΡ Ρησ 816 Ζεὺς ὀμώμοται πατὴρ { έχει γίνει όρκος στο όνομα του πατέρα Δία }
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- < ΟΜΝΥΜΙ >
- Από: ὀμ + -νυ- + -μι.
- Αβέβαιη ετυμολογία (πβ. σανσκρ. amiti).
- Ο αόρ. ὤμοσα οδηγεί σε θ. ὀμο-, οπότε ο μέλλ. ὀμοῦμαι θα παράγεται από *ὀμό-ομαι. Ο πρκ. ὀμ-ώμο-κα είναι νεότερος σχηματισμός που απαντά για πρώτη φορά στην αττική διάλεκτο (αττ. διπλασιασμός).
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- επικ. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ αόρ. ὤμοσσα και ὄμοσ(σ)α
- ὄμνυμι και ὀμνύω, ὤμνυν και ὤμνυον, μέσος μέλλ. με ενεργητική σημασία ὀμοῦμαι και (μτγν. ὀμόσω), ὤμοσα, ὀμώμοκα, ὠμωμόκειν, (σύνθ. - ὀμωμοκὼς ἔσομαι)
- (σύνθ. -όμνυμαι), (σύνθ. -ωμνύμην), -, (σύνθ. -ὠμοσάμην), 3. εν. πρκ. ὀμώμο(σ)ται, 3. πληθ. πρκ. ὀμώμονται ΑΝΔΟΚ, μτχ. ὀμωμοσμένος
- παθ. μέλλ. ὀμοσθήσομαι, παθ. αόρ. ὠμόσθην και σπάνια ὠμόθην
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: ἀνώμοτος 'χωρίς όρκο', συνώμοτον 'κοινοπραξία που σχηματίζεται με όρκο', συνωμότης, ἀντωμοσία 'όρκος που γίνεται από τον κατήγορο ή το συνήγορο', διωμοσία 'όρκος που γίνεται από κοινού κατά τη διάρκεια της ανάκρισης', ἐξωμοσία, κατωμοσία, ὑπωμοσία, ὀρκωμοσία
- ρήματα: ἀντόμνυμι 'ορκίζομαι κι εγώ', ἀπόμνυμι 'ορκίζομαι ότι δεν, αρνούμαι', διόμνυμαι, ἐξόμνυμαι 'αρνούμαι με όρκο', ἐπόμνυμαι 'επιβεβαιώνω με όρκο', κατόμνυμι 'επιβεβαιώνω την κατηγορία εναντίον κάποιου με όρκο', προόμνυμι 'ορκίζομαι εκ των προτέρων', προσόμνυμι, συνόμνυμι 'παίρνω μέρος σε συνομωσία', ὑπόμνημαι 'ορκίζομαι ότι κάποιος έχει σοβαρό λόγο να απουσιάζει από το δικαστήριο και προκαλώ με αυτόν τον τρόπο αναβολή της δίκης', ὁρκωμοτέω-ῶ
- επίθετα: ἀπώμοτος 'δεσμευμένος με όρκο να μην κάνει κάτι', διώμοτος 'δεσμευμένος με όρκο', ἐνώμοτος, ἐπώμοτος
- επιρρήματα: ἀνωμοτί 'χωρίς όρκο'
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: ὁρκωμότης, ὄμοσις 'όρκος'
- επίθετα: ἀπωμοτικός, ἐπωμοτικός, κατωμοτικός, συνωμοτικός
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- εξωμότης, εξωμοτούντες, συνωμότισσα, συνωμοτέω-ώ, συνωμοτικώς
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- Πόντ. μόσιμο, Καππ. ομασά, ᾽μασία 'όρκος', Πόντ. ομνύω, ομνύγω, ομνύζω, ιμνύζω, ομνώ, εμόνω, Καππ. ομανίσκω, Καλ. Κύπ. ομόν-νω, Ήπ. αμόνου 'ορκίζομαι'
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ