Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- ἀνία
- ουσιαστικό
- -ας
- ἡ
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
1. θλίψη, πόνος, στεναχώρια |ΦΙΛΟΣ 2. συχνά στον πληθ. συμφορές, βάσανα, δυστυχίες |βάρος, ενόχληση |συμφορά! |επιφωνημ.
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- 1. θλίψη, πόνος, στεναχώρια
- ΦΙΛΟΣ
- ΠΛ Γοργ 498d τὰ δὲ ἀγαθὰ εἶναι τὰς ἡδονάς͵ κακὰ δὲ τὰς ἀνίας; { τα καλά πράγματα είναι οι ηδονές, ενώ τα άσχημα οι θλίψεις; }
- ΠΛ Πρωτ 353e oὐκοῦν νόσους ποιοῦντα ἀνίας ποιεῖ͵ καὶ πενίας ποιοῦντα ἀνίας ποιεῖ; { επομένως όταν προκαλούν αρρώστιες δεν φέρνουν στεναχώριες, και όταν προκαλούν φτώχια δεν φέρνουν στεναχώριες; }
- ΗΣ Θεογ 611 ἐνὶ στήθεσσιν ἔχων ἀλίαστον ἀνίην θυμῷ καὶ κραδίῃ
- 2. συχνά στον πληθ. συμφορές, βάσανα, δυστυχίες
- ΣΑΠΦΩ απ 1.3 { μη βασανίζεις την ψυχή μου, Δέσποινα, με έγνοιες και βάσανα }
- ΕΥΡ ΙΤαυρ 1031 ταῖς σαῖς ἀνίαις χρήσομαι σοφίσμασιν { τις συμφορές σου θα χρησιμοποιήσω για τέχνασμα }
- ΣΟΦ Αι 972 Αἴας γὰρ αὐτοῖς οὐκέτ΄ ἔστιν͵ ἀλλ΄ ἐμοὶ λιπὼν ἀνίας καὶ γόους διοίχεται
- βάρος, ενόχληση
- ΟΜ Οδ 15.394 ἀνίη καὶ πολὺς ὕπνος { βάρος είναι και ο πολύς ο ύπνος }
- ΘΕΟΓΝ ελεγ 1.872 τοῖς δ΄ ἐχθροῖσ΄ ἀνίη καὶ μέγα πῆμ΄ ἔσομαι
- συμφορά!
- επιφωνημ.
- ΑΙΣΧ Περ 1054 καὶ στέρν΄ ἄρασσε κἀπιβόα τὸ Μύσιον. ΧΟ. ἀνία͵ ἀνία. { χτύπησε τα στήθη σου, σύρε το μύσιο θρήνο. ΧΟΡΟΣ: συμφορά, συμφορά! }
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- < ΑΝΙΑ >
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ο2.1
- ιων. ἀνίη, αιολ. ὀνία
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: ἀνία
- ρήματα: ἀνιάω-ῶ 'βρίσκομαι σε κατάσταση στενοχώριας, θλίψης, απελπισίας', ἀνιάζω 'προκαλώ ενόχληση'
- επίθετα: ἀνιαρός
- ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- ιων. ἀνίη, ἀνιηρός
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- ανιαρότης
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ