Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- ἀναγκαῖος
- επίθετο
- -α, -ον ή -ος, -ον
- ἀναγκαίως
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
ΕΠΙΘΕΤΟ Α.Με ενεργητική σημασία αυτός που εξαναγκάζει, υποχρεώνει, επιβάλλει |με απρφ. Β. Με παθητική σημασία 1. απαραίτητος, αναγκαίος |(συχνά σε υπερθ.) ελάχιστος αναγκαίος |φρ. ἀναγκαῖόν ἐστι=είναι αναγκαίο, είναι επιβεβλημένο 2. στενοί, αγαπητοί |για συγγενικούς ή φιλικούς δεσμούς Γ. |το ουδ. ως ουσ. 1. τὰ ἀναγκαῖα=τα απαραίτητα, τα χρήσιμα 2. τὸ ἀναγκαῖον, τὰ ἀναγκαῖα=λογική αναγκαιότητα, αναγκαία συνθήκη λογικής επαγωγής |φιλοσοφία 3. οἱ ἀναγκαῖοι=συγγενείς εξ αίματος, γονείς |για οικογένεια ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. κατ' ανάγκη, αναγκαστικά 2. ελλιπώς |φρ. ἀναγκαίως ἔχειν=πρέπει, οφείλει να... |φρ. ἀναγκαιότατα λέγεις (για έντονη κατάφαση ή συμφωνία)
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- ΕΠΙΘΕΤΟ Α.Με ενεργητική σημασία αυτός που εξαναγκάζει, υποχρεώνει, επιβάλλει
- ΠΛ Σοφιστ 265d μετὰ πειθοῦς ἀναγκαίας ἐπεχειροῦμεν ποιεῖν ὁμολογεῖν
- ΣΟΦ Ηλ 48 τέθνηκ΄ Ὀρέστης ἐξ ἀναγκαίας τύχης
- ΟΜ Ιλ 16.835 ὅ σφιν ἀμύνω ἦμαρ ἀναγκαῖον { εγώ που απομακρύνω από τους Τρώες τη μέρα της σκλαβιάς }
- ΘΕΟΓΝ ελ 1.472 πᾶν γὰρ ἀναγκαῖον χρῆμ΄ ἀνιηρὸν ἔφυ { τι κάθε πράγμα βίαιο γεννάει στεναχώρια }
- με απρφ.
- ΠΛ Γοργ 449b εἰσὶ ἔνιαι τῶν ἀποκρίσεων ἀναγκαῖαι διὰ μακρῶν τοὺς λόγους ποιεῖσθαι
- Β. Με παθητική σημασία
- 1. απαραίτητος, αναγκαίος
- ΘΟΥΚ 1.2.2 τῆς τε καθ΄ ἡμέραν ἀναγκαίου τροφῆς
- ΑΡΙΣΤ Ψυχ 414a { μια μόνο αίσθηση, την πιο αναγκαία, την αφή }
- ΠΛ Πολ 559a ἆρ΄ οὖν οὐχ ἡ τοῦ φαγεῖν (ἐπιθυμία) μέχρι ὑγιείας τε καὶ εὐεξίας καὶ αὐτοῦ σίτου τε καὶ ὄψου ἀναγκαῖος ἂν εἴη;
- (συχνά σε υπερθ.) ελάχιστος αναγκαίος
- ΘΟΥΚ 1.90.3 ἕως ἂν τὸ τεῖχος ἱκανὸν ἄρωσιν, ὥστε ἀπομάχεσθαι ἐκ τοῦ ἀναγκαιοτάτου ὕψους { ...ώστε να μπορούν να αποκρούσουν έναν εχθρό, από το κατώτατο απαραίτητο ύψος }
- ΠΛ Πολ 369d εἴη δ΄ ἂν ἥ γε ἀναγκαιοτάτη πόλις ἐκ τεττάρων ἢ πέντε ἀνδρῶν { το μικρότερο δυνατό μέγεθος μιας πόλης θα ήταν τέσσερις με πέντε άνδρες }
- φρ. ἀναγκαῖόν ἐστι=είναι αναγκαίο, είναι επιβεβλημένο
- ΘΟΥΚ 6.89.1 ἀναγκαῖον περὶ τῆς ἐμῆς διαβολῆς πρῶτον ἐς ὑμᾶς εἰπεῖν { είναι ανάγκη να μιλήσω πρώτα απ' όλα για τις συκοφαντίες που διαδίδουν εναντίον μου }
- ΔΗΜ 12.1 πολλῶν γὰρ ὑπαρχόντων ἐγκλημάτων ἀναγκαῖόν ἐστιν ὑπὲρ ἁπάντων δηλῶσαι καθαρῶς
- 2. στενοί, αγαπητοί
- για συγγενικούς ή φιλικούς δεσμούς
- ΕΥΡ Ανδρ 671 ξένης δ΄ ὕπερ τοιαῦτα λάσκεις τοὺς ἀναγκαίους φίλους { για μια ξένη τώρα τέτοια κράζεις στους πιο στενούς σου συγγενείς ενάντια; }
- ΔΗΜ 19.290 εἶθ΄ ὑπὲρ μὲν συγγενῶν καὶ ἀναγκαίων ἀνθρώπων οὐκ ἀναβαίνεις
- ΠΛ Πολ 574b τὴν πάλαι φίλην καὶ ἀναγκαίαν μητέρα { που είναι αγαπητή από παλιά και δεμένη μαζί του με δεσμούς αίματος }
- Γ.
- το ουδ. ως ουσ.
- 1. τὰ ἀναγκαῖα=τα απαραίτητα, τα χρήσιμα
- ΞΕΝ Απομν 1.1.6 τὰ μὲν γὰρ ἀναγκαῖα συνεβούλευε καὶ πράττειν ὡς ἐνόμιζεν ἄριστ΄ ἂν πραχθῆναι
- 2. τὸ ἀναγκαῖον, τὰ ἀναγκαῖα=λογική αναγκαιότητα, αναγκαία συνθήκη λογικής επαγωγής
- φιλοσοφία
- ΑΡΙΣΤ Ρητ 1357a ἐπεὶ δ΄ ἐστὶν ὀλίγα μὲν τῶν ἀναγκαίων ἐξ ὧν οἱ ῥητορικοὶ συλλογισμοί εἰσι { λίγες μόνο προτάσεις είναι αναγκαία προϋπόθεση για την κατασκευή ενός ρητορικού συλλογισμού }
- ΑΡΙΣΤ Ποιητ 1451a οἷα ἂν γένοιτο καὶ τὰ δυνατὰ κατὰ τὸ εἰκὸς ἢ τὸ ἀναγκαῖον { όσα συμβαίνουν και όσα είναι δυνατόν να συμβούν κατά πιθανή ή λογική αναγκαιότητα }
- 3. οἱ ἀναγκαῖοι=συγγενείς εξ αίματος, γονείς
- για οικογένεια
- ΞΕΝ ΚΑναβ 2.4.1 ἀφικνοῦνται πρὸς Ἀριαῖον καὶ οἱ ἀδελφοὶ καὶ οἱ ἄλλοι ἀναγκαῖοι
- ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. κατ' ανάγκη, αναγκαστικά
- ΘΟΥΚ 2.64.2 φέρειν δὲ χρὴ τά τε δαιμόνια ἀναγκαίως { χρέος έχουμε όμως να υπομένουμε με καρτερία κατ' ανάγκη όσα στέλνουν οι θεοί }
- ΕΥΡ ΙΑυλ 724 καλῶς ἀναγκαίως τε· συνενέγκαι δ΄ ὅμως
- 2. ελλιπώς
- ΠΛ Πολ 527a λέγουσι μέν που μάλα γελοίως τε καὶ ἀναγκαίως { να εκφράζονται με τρόπο πολύ αστείο και λειψό }
- φρ. ἀναγκαίως ἔχειν=πρέπει, οφείλει να...
- ΕΥΡ ΗρΜαιν 502 θανεῖν γάρ͵ ὡς ἔοικ΄͵ ἀναγκαίως ἔχει { φαίνεται ότι πρέπει να πεθάνω }
- ΣΟΦ Τραχ 723 ταρβεῖν μὲν ἔργα δείν΄ ἀναγκαίως ἔχει { πρέπει να φοβάσαι τα φοβερά τα έργα }
- ΙΣΟΚΡ 15.102 ἀναγκαίως ἔχει διαλεχθῆναι περὶ αὐτῶν
- φρ. ἀναγκαιότατα λέγεις (για έντονη κατάφαση ή συμφωνία)
- ΠΛ Φιληβ 40c ΣΩ. Ψευδέσιν ἄρα ἡδοναῖς τὰ πολλὰ οἱ πονηροὶ χαίρουσιν, οἱ δ᾽ ἀγαθοὶ τῶν ἀνθρώπων ἀληθέσιν. ΠΡΩ. Ἀναγκαιότατα λέγεις.
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- < ΑΝΑΓΚΗ >
- Από: ἀναγκ- + -αῖος.
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ε2α
- επίθετο συγκρ. ἀναγκαιότερος, υπερθ. ἀναγκαιότατος
- επίρρημα συγκρ. ἀναγκαιότερον, υπερθ. ἀναγκαιότατα
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: ἀνάγκη, τό ἀναγκαῖον, ἀναγκαιότης 'συγγένεια εξ αίματος', ἀναγκοφαγία
- ρήματα: ἀναγκάζω, διαναγκάζω 'τρυπώ, ανοίγω πόρους', εἰσαναγκάζω, ἐξαναγκάζω, ἐπαναγκάζω, ἐσαναγκάζω, καταναγκάζω, ξυναναγκάζω, περιαναγκάζω 'αναγκάζω από παντού', προσαναγκάζω 'αναγκάζω πιέζοντας ακόμη περισσότερο', συναναγκάζω
- επίθετα: ἀναγκαῖος, ἀναγκαστός, ἀναγκαστέος, ἀναγκαστικός, ἀναγκόδακρυς
- επιρρήματα: ἀναγκαίως
- ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- ιων. ἀναγκαίη
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: ἀναγκαστήρ 'αυτός που εμποδίζει', ἀναγκαστήριος, ἀνάγκασμα, πειθανάγκη
- ρήματα: ἀναγκοφαγέω, ἀναγκοτροφέω 'ακολουθώ αναγκαστική διατροφή, όπως λ.χ. οι αθλητές', παραναγκάζω
- επιρρήματα: ἀναγκαστικῶς
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- ανάγκασις, εξαναγκασμός, εξαναγκαστικός, εξαναγκαστικώς, εξανάγκη, καταναγκαστής, καταναγκαστικώς
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- Ικαρ. Στερ.Ελλ. Θράκ. ανάγκασμα, Ίμβρ. Σαμοθρ. ανέgασμα, Πόντ. ᾽νέγκασμαν, Μακεδ. αναγκαστήρ᾽, Κύπ. αναγκαστός, ανηγκαστός, Σύμη αναgαστός, ᾽νεgαστός
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ