Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- ἀναίτιος
- επίθετο
- -ος, -ον και -α, -ον
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
|αυτός που δεν είναι η αιτία μιας πράξης, δεν είναι υπαίτιος, αθώος |αθώος από τη διάπραξη κπ. αδικήματος |με γεν. πράγμ. |με δοτ. προσ. |ως ουσ. τὸ ἀναίτιον=αυτό που δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αιτία ενός γεγονότος ή μιας πράξης
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- αυτός που δεν είναι η αιτία μιας πράξης, δεν είναι υπαίτιος, αθώος
- ΕΥΡ Ηρακλ 1162 οὐδὲν κακῶσαι τοὺς ἀναιτίους θέλω
- ΑΝΤΙΦ 2.2.11 οἱ δὲ διώκοντες μὲν ἐμὲ τὸν ἀναίτιον͵ τὸν δ΄ αἴτιον ἀφιέντες
- ΟΜ Ιλ 13.775 ἐπεί τοι θυμὸς ἀναίτιον αἰτιάασθαι
- αθώος από τη διάπραξη κπ. αδικήματος
- με γεν. πράγμ.
- ΑΝΤΙΦ 5.66 ἀλλ΄ ἐξαρκείτω μοι ἐμαυτὸν ἀναίτιον ἀποδεῖξαι τοῦ πράγματος
- ΑΙΣΧ Αγ 1505 ὡς μὲν ἀναίτιος εἶ τοῦδε φόνου τίς ὁ μαρτυρήσων;
- ΗΡ 7.233 ἀναίτιοι εἶεν τοῦ τρώματος τοῦ γεγονότος βασιλέϊ
- με δοτ. προσ.
- ΕΥΡ Μηδ 730 ἀναίτιος γὰρ καὶ ξένοις εἶναι θέλω
- ΗΣ Εργ 827 ὄλβιος ὃς τάδε πάντα εἰδὼς ἐργάζηται ἀναίτιος ἀθανάτοισιν
- ΞΕΝ ΚΠαιδ 1.6.10 καὶ ἔτι ἀναίτιος ἔσῃ παρὰ τοῖς σαυτοῦ στρατιώταις
- ως ουσ. τὸ ἀναίτιον=αυτό που δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αιτία ενός γεγονότος ή μιας πράξης
- ΑΡΙΣΤ ΑναλΠ 65b τὸ ἀναίτιον ὡς αἴτιον τιθέναι
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- < ΑΙΤΙΟΣ ή ΑΙΤΙΑ >
- Από: ἀν- (στερητικό)+ αἰτι- + -ος.
- Από το θέμα *αἶτος, το οποίο βρίσκεται επίσης στη λ. αἴνυμαι (=παίρνω, αρπάζω), από το οποίο η λ. αἰτέω (=θέλω να πάρω, διεκδικώ το μερίδιό μου) και η λ. αἴτιος (=αυτός που συμμετέχει σε..., είναι υπεύθυνος για...).
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ε2α
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: αἰτία, τό αἴτιον 'η αιτία', τό αἰτιατόν 'το αποτέλεσμα', αἰτίαμα, αἰτίασις
- ρήματα: αἰτιῶμαι, αἰτιάζομαι, αἰτίζω, ἐπαιτιῶμαι, καταιτιῶμαι
- επίθετα: αἴτιος, ἀναίτιος, ἐπαίτιος, ὑπαίτιος, μεταίτιος, ξυναίτιος, παναίτιος, φιλαίτιος, αἰτιατέος, αἰτιατός
- επιρρήματα: ὑπαιτίως, φιλαιτίως
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: αἰτίωμα, αἰτίωσις, αἰτιολογία, αἰτιολόγημα, αἰτιολογισμός, αἰτιότης, αἰτιατική (πτώση), ἀναιτιασμός, ἐπαιτίασις, καταιτίασις, καταιτιασμός, προαιτία
- ρήματα: αἰτιάζω, αἰτιολογῶ, ἀναιτιολογῶ, ἐξαιτιολογῶ, ἀνταιτιῶμαι, προσαιτιῶμαι, ἀπαιτιῶμαι, ἐξαιτιῶμαι, προαιτιῶμαι, προσεπαιτιῶμαι, συναιτιῶμαι, συνεπαιτιῶμαι, ἀπαιτίζω
- επίθετα: συμμεταίτιος, παραίτιος, συναίτιος, ἐναίτιος, ἀνυπαίτιος, αὐταίτιος, μικραίτιος, προαίτιος, πρωταίτιος, συνυπαίτιος, ἀναιτίατος, αἰτιατικός, αἰτιώδης, αἰτιολογικός, ἀναιτιολόγητος, δυσαιτιολόγητος, ἐπαιτιατέος, καταιτιατικός
- επιρρήματα: αἰτιατικῶς, αἰτιωδῶς, ἀναίτια, ἀναίτιδι, ἀναιτίως, ἀναιτιολογήτως, ἀνυπαιτίως
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- Επιτομή Λεξικού Κριαρά %αιτι%
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- αιτιάσιμος, αιτιασιμότης, αιτιαστής, αιτιογένεσις, αιτιολογημένως, αιτιολόγημα, αιτιολόγησις, αιτιολογισταί 'ορθολογισταί', αιτιότης
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- Κορσ. αιτίζω, Κάρπαθ. αναίτια
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ