Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- ἀντίος
- επίθετο
- -ία, -ίον
- ἀντίον
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
ΕΠΙΘΕΤΟ Α. 1. αυτός που τοποθετείται απέναντι, μπροστά σε κπ. ή κτ. |για τόπο |με γεν. |με δοτ. 2. ενάντιος, αντίπαλος, αντίθετος, ανάποδος |μτφ. |αυτός που έρχεται απέναντι, βαδίζει σε αντίθετη κατεύθυνση |με ρήμα κίνησης |με δοτ. |αυτός που βαδίζει εναντίον κπ., ο επιτιθέμενος |με γεν. |με δοτ. Β. |ἀντίον, ἀντία ως πρόθεση με γεν.=κατενώπιον, απέναντι |σε αντίθεση με... |με λεκτικό ρήμα |μπροστά από, προς την κατεύθυνση |με ρήμα κίνησης |εναντίον |ΕΠΙΡΡΗΜΑ απέναντι, μπροστά, αντίθετα |φρ. ἀντίον ηὔδα=απάντησε, αποκρίθηκε
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- ΕΠΙΘΕΤΟ Α.
- 1. αυτός που τοποθετείται απέναντι, μπροστά σε κπ. ή κτ.
- για τόπο
- ΟΜ Οδ 19.478 ἡ δ΄ οὔτ΄ ἀθρῆσαι δύνατ΄ ἀντίη οὔτε νοῆσαι { εκείνη όμως δεν μπορούσε να δει μπροστά της, καν να σκεφτεί }
- με γεν.
- ΗΡ 1.160 ἐστὶ χῶρος τῆς Μυσίης͵ Λέσβου ἀντίος
- με δοτ.
- ΗΡ 5.18 { οι γυναίκες κάθονταν η μια δίπλα στην άλλη απέναντι από τους Πέρσες }
- 2. ενάντιος, αντίπαλος, αντίθετος, ανάποδος
- μτφ.
- ΑΙΣΧ Αγ 499 τὸν ἀντίον δὲ τοῖσδ΄ ἀποστέργω λόγον { μακριά από μένα να ακούσω ενάντιο λόγο }
- ΞΕΝ ΚΑναβ 6.6.34 πολὺ οἱ λόγοι οὗτοι ἀντίοι εἰσὶν ἢ οὓς ἐγὼ ἤκουον { οι λόγοι τους οποίους άκουσα είναι εντελώς αντίθετοι εκείνων }
- αυτός που έρχεται απέναντι, βαδίζει σε αντίθετη κατεύθυνση
- με ρήμα κίνησης
- ΟΜ Οδ 16.14 ὁ δ΄ ἀντίος ἦλθεν ἄνακτος
- ΞΕΝ ΚΠαιδ 1.4.8 ὡς εἶδεν ἐκ τοῦ ἀντίου κάπρον προσφερόμενον { και μόλις είδε ένα αγριογούρουνο να ορμά εναντίον του ερχόμενο από το απέναντι μέρος }
- με δοτ.
- ΟΜ Ιλ 7.20 τῇ δ΄ ἀντίος ὄρνυτ΄ Ἀπόλλων
- ΗΡ 2.20 { όσα από τα ποτάμια ρέουν αντίθετα από τους ετήσιους ανέμους }
- ΕΥΡ Ικ 667 τετραόροισί τ΄ ἀντί΄ ἅρμαθ΄ ἅρμασι
- αυτός που βαδίζει εναντίον κπ., ο επιτιθέμενος
- ΗΡ 9.62 ἐχώρεον...οἱ Πέρσαι ἀντίοι
- ΞΕΝ ΚΠαιδ 1.4.8
- με γεν.
- ΟΜ Ιλ 7.98 εἰ μή τις Δαναῶν νῦν Ἕκτορος ἀντίος εἶσιν
- ΕΥΡ Ορεστ 1460 ὡς κάπροι δ΄ ὀρέστεροι γυναικὸς ἀντίοι σταθέντες ἐννέπουσι· κατθανῇ κατθανῇ { σαν κάπροι βουνίσιοι στη γυναίκα μπροστά σαν σταθήκαν, της λένε: θα σφαχθείς, θα σφαχθείς }
- με δοτ.
- ΞΕΝ ΚΑναβ 1.8.17 οἱ Ἕλληνες ἤρχοντο ἀντίοι ἰέναι τοῖς πολεμίοις
- Β.
- ἀντίον, ἀντία ως πρόθεση με γεν.=κατενώπιον, απέναντι
- ΗΡ 5.77 ἀντίον δὲ τοῦ μεγάρου
- ΟΜ Οδ 15.376 μέγα δὲ δμῶες χατέουσιν ἀντία δεσποίνης φάσθαι { οι δούλοι το 'χουν τόση ανάγκη, να μιλήσουν πρόσωπο με πρόσωπο με την κυρία τους }
- ΗΡ 7.209 ἐμοὶ γὰρ τὴν ἀληθείην ἀσκέειν ἀντία σέο͵ ὦ βασιλεῦ͵ ἀγὼν μέγιστός ἐστι
- σε αντίθεση με...
- με λεκτικό ρήμα
- ΟΜ Ιλ 1.230 δῶρ΄ ἀποαιρεῖσθαι ὅς τις σέθεν ἀντίον εἴπῃ { να αρπάζεις τα δώρα εκείνου που θα σου αντιμιλήσει }
- μπροστά από, προς την κατεύθυνση
- με ρήμα κίνησης
- ΟΜ Ιλ 22.194 ὁσσάκι δ΄ ὁρμήσειε πυλάων Δαρδανιάων ἀντίον ἀΐξασθαι { όσες φορές εκείνος ορμούσε να τρέξει αντίκρυ στις Δαρδάνιες πύλες }
- εναντίον
- ΗΡ 1.80 τὰς δὲ καμήλους ἔταξε ἀντία τῆς ἵππου
- ΣΟΦ Τραχ 785 κοὐδεὶς ἐτόλμα τἀνδρὸς ἀντίον μολεῖν
- ΕΠΙΡΡΗΜΑ απέναντι, μπροστά, αντίθετα
- ΟΜ Οδ 14.79 αὐτὸς δ΄ ἀντίον ἷζεν { κάθισε απέναντί του }
- ΟΜ Οδ 17.334 φέρων πρὸς Τηλεμάχοιο τράπεζαν ἀντίον
- φρ. ἀντίον ηὔδα=απάντησε, αποκρίθηκε
- ΟΜ Ιλ 5.647 τὸν δ᾽ αὖ Σαρπηδὼν Λυκίων ἀγὸς ἀντίον ηὔδα
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- < ΑΝΤΙ >
- Από: ἀντί + -ιος.
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ε1α
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: ἀντήσεις 'ικεσίες', ἀπάντησις 'συνάντημα', ἀνάντης 'αυτός που ανεβαίνει', κατάντης 'αυτός που κατεβαίνει', προσάντης 'εχθρικός, απότομος', ἐναντιότης, ἐναντίωμα 'εμπόδιο', ἐναντίωσις
- ρήματα: ἀντάω-ῶ 'συναντώ', ἀπαντάω-ῶ 'συναντώ', ἄντομαι 'έρχομαι σε σύγκρουση, ικετεύω', ἀντιάζω 'συναντώ, ικετεύω', ἐναντιόω-ῶ, ἐναντιοδρομέω-ῶ 'τρέχω προς την αντίθετη κατεύθυνση', ἐναντιολογέω-ῶ 'προβάλλω αντεπιχειρήματα', ἐναντιόομαι-οῦμαι
- επίθετα: ἀνταῖος 'αυτός που βρίσκεται απέναντι, ο εχθρός, αυτός ο οποίος δέχεται προσευχές', ἀντίθεος 'ίσος, όμοιος με θεό', ἀντιάνειρος 'όμοιος με άντρα', ἐναντίος, ἐναντίβιος 'εχθρικός', ἐναντιογνώμων 'αυτός που έχει αντίθετη άποψη'
- επιρρήματα: ἄντα, ἄντην, ἀντία, ἀντίον, ἀντικρύ, ἔναντι
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: ἀνθύπατος, ἐναντιοτροπία 'αντίθεση χαρακτήρα'
- ρήματα: ἐναντιοπαθέω-ῶ 'έχω αντίθετες ιδιότητες', ἐναντιωνυμέω-ῶ 'έχω αντίθετο όνομα', ἐναντιοφορέω-ῶ 'κινούμαι προς την αντίθετη κατεύθυνση'
- επίθετα: ἐναντιοφανής 'αυτός που περιέχει μια φανερή αντίφαση', ἐναντιωματικός, ἐναντιωτικός
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- Επιτομή Λεξικού Κριαρά %αντι%
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- εναντιοφρονούντες, εναντιοφροσύνη, εναντιογνωμία, εναντιοπαθητικός 'αντίθετος του ομοιοπαθητικός'
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- Χίος εναντίωση 'ξένη γη που γειτονεύει με τη γη κάποιου άλλου', Χίος αναντιάζ-ζω 'παρατηρώ προσεκτικά', Φούρ. ᾽νεντιώνω 'εξοργίζω', Δαρδ. αdιώνω, Θράκ. αdιώνου, Πελοπ. αντιώνομαι 'έρχομαι σε αντίθεση', Κρ. ανάδια 'απέναντι'
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ