Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- ἀντιποιέω
- ρήμα
- ἀντιποιῶ
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
Α.ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ανταποδίδω μια ενέργεια ή πράξη Β.ΜΕΣΟ 1. επιζητώ, επιδιώκω κτ. |με γεν. |εγείρω αξιώσεις, προβάλλω απαιτήσεις, διεκδικώ 2. αμφισβητώ την κυριότητα |προβάλλω δικαιώματα, οικειοποιούμαι, σφετερίζομαι 3. καυχιέμαι |με απρφ.
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- Α.ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ανταποδίδω μια ενέργεια ή πράξη
- ΑΡΙΣΤ Προβλ 886a διὰ τί͵ ἐὰν μέν τινα ἴδωμεν τὴν χεῖρα ἐκτείνοντα ἢ τὸν πόδα ἢ ἄλλο τι τῶν τοιούτων͵ οὐκ ἀντιποιοῦμεν τὸ αὐτό͵ ἐὰν δὲ χασμώμενον͵ ἀντιχασμώμεθα;
- ΑΡΙΣΤ ΗΜεγ 1.33.14 ὡς γὰρ ὁ ἐλεύθερος ἔχει πρὸς τὸν δοῦλον͵ οὕτως τὸ ἀντιποιῆσαι πρὸς τὸ ποιῆσαι { σε όποια σχέση δηλαδή βρίσκεται ο ελεύθερος προς τον δούλο, το ίδιο ισχύει και για την ανταπόδοση προς την πράξη }
- ΠΛ Κριτων 50e ἅπερ πάσχοις ταῦτα καὶ ἀντιποιεῖν͵ οὔτε κακῶς ἀκούοντα ἀντιλέγειν οὔτε τυπτόμενον ἀντιτύπτειν
- Β.ΜΕΣΟ
- 1. επιζητώ, επιδιώκω κτ.
- με γεν.
- ΙΣΟΚΡ 1.2 ἡγούμενος οὖν πρέπειν τοὺς δόξης ὀρεγομένους καὶ παιδείας ἀντιποιουμένους τῶν σπουδαίων ἀλλὰ μὴ τῶν φαύλων εἶναι μιμητάς
- ΞΕΝ Απομν 2.1.1 τὸν μέν͵ ὅπως ἱκανὸς ἔσται ἄρχειν͵ τὸν δ΄͵ ὅπως μηδ΄ ἀντιποιήσεται ἀρχῆς { ο ένας να γίνει ικανός να κυβερνήσει, ο άλλος να μην ζητήσει καν την εξουσία }
- εγείρω αξιώσεις, προβάλλω απαιτήσεις, διεκδικώ
- ΞΕΝ Απομν 3.14.6 αὐτὸν δὲ μηδ΄ ἀντιποιούμενον τῆς τέχνης ταύτης { ο ίδιος ούτε καν θα προβάλλει απαιτήσεις γι' αυτήν την τέχνη }
- ΔΗΜ 15.13 πότερ΄ ἀντιποιήσεται τῆς πόλεως τῆς Ροδίων ἢ οὔ
- ΞΕΝ Ελλ 3.2.31 νομίζοντες τοὺς ἀντιποιουμένους χωρίτας εἶναι καὶ οὐχ ἱκανοὺς προεστάναι { επειδή θεώρησαν ότι αυτοί που το διεκδικούσαν ήταν χωρικοί και ανίκανοι να προΐστανται }
- ΑΡΙΣΤ Ποιητ 1448a διὸ καὶ ἀντιποιοῦνται τῆς τε τραγῳδίας καὶ τῆς κωμῳδίας οἱ Δωριεῖς { γι' αυτό και διεκδικούν την εύρεση της τραγωδίας οι Δωριείς }
- 2. αμφισβητώ την κυριότητα
- ΞΕΝ Ελλ 4.8.14 τῶν τε γὰρ ἐν τῇ Ἀσίᾳ Ἑλληνίδων πόλεων Λακεδαιμονίους βασιλεῖ οὐκ ἀντιποιεῖσθαι { όσον αφορά τις ελληνικές πόλεις στην Μ. Ασία οι Λακεδαιμόνιοι δεν ἤθελαν να τις αμφισβητήσουν από τον βασιλιά }
- ΠΛ Πρωτ 336c εἰ δὲ ἀντιποιεῖται͵ διαλεγέσθω ἐρωτῶν τε καὶ ἀποκρινόμενος { αν πάλι το αμφισβητεί ας συζητήσει μαζί του με ερωτήσεις και απαντήσεις }
- προβάλλω δικαιώματα, οικειοποιούμαι, σφετερίζομαι
- ΞΕΝ Απομν 3.5.8 εἰ μὲν ἐβουλόμεθα χρημάτων αὐτοὺς ὧν οἱ ἄλλοι εἶχον ἀντιποιεῖσθαι { εάν θέλαμε να οικειοποιηθούν αυτοί τα κτήματα τα οποία θα κατέχουν άλλοι }
- ΑΡΙΣΤ Πολιτικ 1291b ἀντιποιοῦνται δὲ καὶ τῆς ἀρετῆς πάντες { όλοι οικειοποιούνται την πολιτική αρετή... }
- ΑΡΙΣΤ Ρητ 1356a διὸ καὶ ὑποδύεται ὑπὸ τὸ σχῆμα τὸ τῆς πολιτικῆς ἡ ῥητορικὴ καὶ οἱ ἀντιποιούμενοι ταύτης { γι' αυτό και η ρητορική εμφανίζεται με το ένδυμα της πολιτικής επιστήμης καθώς και εκείνοι που κάνουν τον ρήτορα }
- 3. καυχιέμαι
- με απρφ.
- ΠΛ ΙππΕ 363a οἳ μάλιστ΄ ἂν ἀντιποιησαίμεθα μετεῖναι ἡμῖν τῆς ἐν φιλοσοφίᾳ διατριβῆς
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- Από: πρόθεση ἀντί + ρ. ποιέω.
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ρ3
- ἀντιποιέω -ῶ, ἀντεποίουν, ἀντιποιήσω, ἀντεποίησα, ἀντιπεποίηκα, ἀντιπεποιήκειν
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: τά ἀντίποινα, ποίημα, ποίησις, ποιητής, λογοποιός, ἀγαλματοποιός, ἀδριαντοποιός, γελωτοποιός, ἐλεγειοποιός, ἠθοποιός, θαυματοποιός, μηχανοποιός, κωμωδοποιός, τραγῳδοποιός, λυροποιός, λυχνοποιός, ὀψοποιός 'μάγειρας', τειχοποιός
- ρήματα: ἀντιποιέω, ποιέω
- επίθετα: ἀντίποινος, ποιητικός, ποιητός, εὐποίητος, θεοποίητος, χειροποίητος, εὐμεταποίητος
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: ἀντίποινον, ἀντιποίησις, ποιημάτιον, ποιήτρια, ἀγαθοποιός, ἀδελφοποιός, ἀνεμοποιός, ἁρματοποιός, μυθοποιός, μαχαιροποιός, κοσμοποιός, κρανοποιός, ληκυθοποιός, ὁδοποιός, οἰνοποιός, ὀνοματοποιός, ὁπλοποιός, παραδοξοποιός, σιτοποιός, σκηνοποιός, τραπεζοποιός κ.ά.
- ρήματα: ποιητικεύομαι 'εκφράζομαι ποιητικά'
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- ποιηματογράφησις, ποιητάριον, ποιητικίζω, ποιητικότης, ποιητίσκος, ποιητισμός
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- Πόντ. ποίμαν, Πόντ. ποιητής 'Θεός', Κύπ. ποιώ, ποιγώ, Πόντ. ποίω, ποίγω, Τσακων. ποίου, Καππ. Πόντ. ποίκω, Μ.Ασία Λεσβ. Θράκ. θα ποίσου, Πόντ. εποίκα, Λεσβ. Μακεδ. ποίκα, Τσακων. καο-μποιτέ 'καλοκαμωμένος', κακο-μποιτέ 'κακοκαμωμένος'
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ