Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Ψ"

Βρέθηκαν 40 Λήμματα [1 - 10]

ψάθα

[η], ουσιαστικό
Απλώνεις την ψάθα στην παραλία το καλοκαίρι για να καθίσεις ή ν' αφήσεις τα πράγματά σου.
O θείος Αλέκος κυκλοφορεί μ' ένα ψάθινο καπέλο το καλοκαίρι για να μην τον καίει ο ήλιος.
ψά-θα

ψαλίδι

[το], ουσιαστικό
Με το ψαλίδι μπορείς να κόβεις χαρτί, ύφασμα ή τα μαλλιά σου.
ψα-λί-δι
'τα εργαλεία'

ψαράς

[ο], ουσιαστικό
1) Ψαράς είναι αυτός που η δουλειά του είναι να πιάνει ψάρια. 2) Ψαράς είναι κι αυτός που πουλάει ψάρια.
O θείος Τάκης όταν έχει ελεύθερο χρόνο πηγαίνει για ψάρεμα. Του αρέσει να ψαρεύει και να πιάνει πολλά ψάρια.
ψα-ράς
'η θάλασσα'

ψαρεύω

ρήμα
ψαράς

ψάρι

[το], ουσιαστικό
Τα μπαρμπούνια, οι σαρδέλες και ο σολομός είναι ψάρια.Τα ψάρια είναι ζώα που ζουν και αναπνέουν μέσα στη θάλασσα, στις λίμνες και τα ποτάμια. Το σώμα τους είναι σκεπασμένο με λέπια.
ψαρόσουπα
ψά-ρι
Όταν πηγαίνω κάπου για πρώτη φορά και δεν αισθάνομαι άνετα, λέμε ότι αισθάνομαι σαν ............... έξω από το νερό. Ποια λέξη λείπει; Πότε λέμε ότι κάποιος σου ψήνει το ψάρι στα χείλη;

ψαχνό

[το], ουσιαστικό
Το ψαχνό είναι ένα κομμάτι κρέας που δεν έχει καθόλου κόκαλο και λίπος.
ψα-χνό

ψάχνω

ψάχνω, ψάχνομαι, ρήμα
Όταν ψάχνεις κάτι, προσπαθείς να το βρεις.
Η Αθηνά έψαχνε να βρει τη Ροζαλία που είχε χαθεί.
Το ψάξιμο για τη Ροζαλία κράτησε αρκετές ημέρες.
ψά-χνω
Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με τη Ροζαλία που χάθηκε, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις αναστατώνω, ανησυχώ, εξαφανίζομαι, βρίσκω, καταφεύγω, κουλουριάζω, κουνώ, χαίρομαι, χοροπηδώ.

ψαχουλεύω

ρήμα
1) Όταν ψαχουλεύεις, ψάχνεις για κάτι ανάμεσα σε διάφορα άλλα πράγματα και τ' ανακατεύεις. 2) O κύριος Γιάννης ψαχούλεψε στο σκοτάδι για να βρει τον διακόπτη και ν' ανάψει το φως. Έψαχνε να βρει κάτι με τα δάχτυλά του.
1) Η Αθηνά ψαχούλεψε την τσάντα της για να βρει ένα μολύβι.
ψαχούλεμα
ψα-χου-λεύ-ω

ψείρα

[η], ουσιαστικό
Η ψείρα είναι ένα πολύ μικρό έντομο που ζει και γεννάει τα αυγά της στα κεφάλια των ανθρώπων, ανάμεσα στις τρίχες των μαλλιών τους. Όταν έχουμε ψείρες στο κεφάλι μας, ξυνόμαστε πάρα πολύ.
ψεί-ρα

ψεκάζω

ψεκάζω, ψεκάζομαι, ρήμα
Όταν ψεκάζουμε τα φυτά και τα δέντρα, ρίχνουμε πάνω τους πολλές σταγόνες φάρμακο για να τα προστατεύσουμε από διάφορες αρρώστιες.
ψε-κά-ζω