Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Η"
ηθοποιός
[ο], [η], ουσιαστικό Ηθοποιός είναι κάποιος που παίζει ένα ρόλο στο θέατρο, την τηλεόραση ή το σινεμά. η-θο-ποι-ός
ηλεκτρικός, ηλεκτρική, ηλεκτρικό
επίθετο ηλεκτρισμός
ηλεκτρισμός
[ο], ουσιαστικό O ηλεκτρισμός έρχεται μέσα από καλώδια. Μας επιτρέπει να έχουμε φως, να ζεσταινόμαστε και κάνει τα μηχανήματα να δουλεύουν. 1) Oι ηλεκτρικές μηχανές δουλεύουν με ηλεκτρισμό. 2) O ηλεκτρολόγος ξέρει να διορθώνει τις ηλεκτρικές συσκευές. 3) Όποιος πιάνει γυμνά ή χαλασμένα καλώδια με βρεγμένα χέρια μπορεί να πάθει ηλεκτροπληξία και να πεθάνει. η-λε-κτρι-σμός
ηλεκτρολόγος
[ο], ουσιαστικό ηλεκτρισμός
ηλεκτροπληξία
[η], ουσιαστικό ηλεκτρισμός
ηλίθιος, ηλίθια, ηλίθιο
επίθετο «Είσαι ηλίθια, Αθηνά. Σου μιλάω τόσην ώρα και δεν κατάλαβες τίποτε απ' όσα σου είπα!» παραπονέθηκε ο Κώστας. βλάκας, ανόητος, έξυπνος Όταν κάποιος είναι ηλίθιος, λέει ή κάνει ηλιθιότητες. Η ηλιθιότητά του μας νευριάζει. βλακεία, ανοησία, εξυπνάδα η-λί-θι-ος
ηλιθιότητα
(η), ουσιαστικό ηλίθιος
ηλικία
[η], ουσιαστικό Η ηλικία ενός ανθρώπου είναι τα χρόνια που πέρασαν από τότε που γεννήθηκε. Όταν κάποιος είναι ηλικιωμένος, έχει ζήσει πολλά χρόνια κι είναι γέρος. η-λι-κί-α
ηλικιωμένος, ηλικιωμένη, ηλικιωμένο
επίθετο ηλικία
ηλιοθεραπεία
[η], ουσιαστικό ήλιος