Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Η"

Βρέθηκαν 27 Λήμματα [1 - 10]

ηθοποιός

[ο], [η], ουσιαστικό
Ηθοποιός είναι κάποιος που παίζει ένα ρόλο στο θέατρο, την τηλεόραση ή το σινεμά.
η-θο-ποι-ός

ηλεκτρικός, ηλεκτρική, ηλεκτρικό

επίθετο
ηλεκτρισμός

ηλεκτρισμός

[ο], ουσιαστικό
O ηλεκτρισμός έρχεται μέσα από καλώδια. Μας επιτρέπει να έχουμε φως, να ζεσταινόμαστε και κάνει τα μηχανήματα να δουλεύουν.
1) Oι ηλεκτρικές μηχανές δουλεύουν με ηλεκτρισμό. 2) O ηλεκτρολόγος ξέρει να διορθώνει τις ηλεκτρικές συσκευές. 3) Όποιος πιάνει γυμνά ή χαλασμένα καλώδια με βρεγμένα χέρια μπορεί να πάθει ηλεκτροπληξία και να πεθάνει.
η-λε-κτρι-σμός

ηλεκτρολόγος

[ο], ουσιαστικό
ηλεκτρισμός

ηλεκτροπληξία

[η], ουσιαστικό
ηλεκτρισμός

ηλίθιος, ηλίθια, ηλίθιο

επίθετο
«Είσαι ηλίθια, Αθηνά. Σου μιλάω τόσην ώρα και δεν κατάλαβες τίποτε απ' όσα σου είπα!» παραπονέθηκε ο Κώστας.
βλάκας, ανόητος, έξυπνος
Όταν κάποιος είναι ηλίθιος, λέει ή κάνει ηλιθιότητες. Η ηλιθιότητά του μας νευριάζει.
βλακεία, ανοησία, εξυπνάδα
η-λί-θι-ος

ηλιθιότητα

(η), ουσιαστικό
ηλίθιος

ηλικία

[η], ουσιαστικό
Η ηλικία ενός ανθρώπου είναι τα χρόνια που πέρασαν από τότε που γεννήθηκε.
Όταν κάποιος είναι ηλικιωμένος, έχει ζήσει πολλά χρόνια κι είναι γέρος.
η-λι-κί-α

ηλικιωμένος, ηλικιωμένη, ηλικιωμένο

επίθετο
ηλικία

ηλιοθεραπεία

[η], ουσιαστικό
ήλιος