Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Μ"
μαγαζάτορας
[ο], ουσιαστικό μαγαζί Aν θέλεις να μάθεις τι έγινε με το μαγαζί του κυρίου Δημήτρη, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις δικαστήριο, δικηγόρος, θηρίο, καημένος, πιάνω, τμήμα, φυλακή
μαγαζί
[το], ουσιαστικό Το μαγαζί είναι ένα κλειστό μέρος όπου μπορείς ν' αγοράσεις διάφορα εμπορεύματα. Το μαγαζί του κυρίου Δημήτρη είναι ένα μίνι μάρκετ. κατάστημα O κύριος Δημήτρης είναι ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού, δηλαδή ο μαγαζάτορας. μα-γα-ζί μάγος
μαγεία
[η], ουσιαστικό
μάγειρας, μαγείρισσα
[ο], [η], ουσιαστικό μαγειρεύω
μαγείρεμα
[το], ουσιαστικό μαγειρεύω
μαγειρεύω
μαγειρεύω, μαγειρεύομαι, ρήμα 1) Όταν μαγειρεύεις, φτιάχνεις φαγητό. 2) Λέμε ότι μαγειρεύεις κάτι πίσω από την πλάτη των άλλων, όταν ετοιμάζεις κάτι στα κρυφά. 1) Κάθε Κυριακή η κυρία Μαργαρίτα μαγειρεύει κρέας ή ψάρι. Η δουλειά του μάγειρα και της μαγείρισσας είναι να μαγειρεύουν, ν' ασχολούνται με το μαγείρεμα. μα-γει-ρεύ-ω
μαγεύω
ρήμα 1) Όταν μαγεύεις κάποιον, του κάνεις μάγια, δηλαδή πράγματα απίστευτα και απίθανα να συμβούν. 2) Η Αθηνά μάγεψε όλους τους συμμαθητές της με τις υπέροχες ζωγραφιές της. Τους γοήτευσε και τους εντυπωσίασε 1) Η Κίρκη μάγεψε τους συντρόφους του Oδυσσέα και τους μεταμόρφωσε σε γουρούνια. μάγια, μάγος, μάγισσα μα-γεύ-ω
μάγια
[τα], ουσιαστικό μαγεύω
μαγικός, μαγική, μαγικό
επίθετο μάγος
μαγιό
[το], ουσιαστικό Μαγιό λέμε το ρούχο που φοράμε όταν πάμε να κολυμπήσουμε. Το γυναικείο μαγιό είναι μπικίνι ή ολόσωμο. μα-γιό Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.