Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Μ"

Βρέθηκαν 322 Λήμματα [1 - 10]

μαγαζάτορας

[ο], ουσιαστικό
μαγαζί
Aν θέλεις να μάθεις τι έγινε με το μαγαζί του κυρίου Δημήτρη, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις δικαστήριο, δικηγόρος, θηρίο, καημένος, πιάνω, τμήμα, φυλακή

μαγαζί

[το], ουσιαστικό
Το μαγαζί είναι ένα κλειστό μέρος όπου μπορείς ν' αγοράσεις διάφορα εμπορεύματα.
Το μαγαζί του κυρίου Δημήτρη είναι ένα μίνι μάρκετ.
κατάστημα
O κύριος Δημήτρης είναι ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού, δηλαδή ο μαγαζάτορας.
μα-γα-ζί
μάγος

μαγεία

[η], ουσιαστικό

μάγειρας, μαγείρισσα

[ο], [η], ουσιαστικό
μαγειρεύω

μαγείρεμα

[το], ουσιαστικό
μαγειρεύω

μαγειρεύω

μαγειρεύω, μαγειρεύομαι, ρήμα
1) Όταν μαγειρεύεις, φτιάχνεις φαγητό. 2) Λέμε ότι μαγειρεύεις κάτι πίσω από την πλάτη των άλλων, όταν ετοιμάζεις κάτι στα κρυφά.
1) Κάθε Κυριακή η κυρία Μαργαρίτα μαγειρεύει κρέας ή ψάρι.
Η δουλειά του μάγειρα και της μαγείρισσας είναι να μαγειρεύουν, ν' ασχολούνται με το μαγείρεμα.
μα-γει-ρεύ-ω

μαγεύω

ρήμα
1) Όταν μαγεύεις κάποιον, του κάνεις μάγια, δηλαδή πράγματα απίστευτα και απίθανα να συμβούν. 2) Η Αθηνά μάγεψε όλους τους συμμαθητές της με τις υπέροχες ζωγραφιές της. Τους γοήτευσε και τους εντυπωσίασε
1) Η Κίρκη μάγεψε τους συντρόφους του Oδυσσέα και τους μεταμόρφωσε σε γουρούνια.
μάγια, μάγος, μάγισσα
μα-γεύ-ω

μάγια

[τα], ουσιαστικό
μαγεύω

μαγικός, μαγική, μαγικό

επίθετο
μάγος

μαγιό

[το], ουσιαστικό
Μαγιό λέμε το ρούχο που φοράμε όταν πάμε να κολυμπήσουμε. Το γυναικείο μαγιό είναι μπικίνι ή ολόσωμο.
μα-γιό
Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.