Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Ζ"
ζαβολιά
[η], ουσιαστικό «Δεν παίζω άλλο μαζί σου, Νίκο» είπε η Αθηνά. «Κάνεις συνέχεια ζαβολιές». Προσπαθείς να με ξεγελάσεις χωρίς ν' ακολουθείς τους κανόνες του παιχνιδιού. Όταν κάποιος κάνει ζαβολιές, είναι ζαβολιάρης. ζα-βο-λιά
ζαβολιάρης, ζαβολιάρα, ζαβολιάρικο
επίθετο ζαβολιά
ζακέτα
[η], ουσιαστικό Η Αθηνά κούμπωσε τη ζακέτα της και βγήκε έξω να παίξει. ζα-κέ-τα
ζαλάδα
[η], ουσιαστικό Η δασκάλα της Αθηνάς υποφέρει από ζαλάδες. Ζαλίζεται συχνά. ζάλη, ζαλίζομαι ζα-λά-δα
ζάλη
[η], ουσιαστικό Η Αθηνά ανέβηκε πολύ ψηλά και την έπιασε ζάλη. Ζαλίστηκε. Ένιωσε πως έχασε την ισορροπία της. ζαλάδα, ζαλίζομαι ζά-λη
ζαλίζω
ζαλίζω, ζαλίζομαι, ρήμα 1) Όταν κάτι σε ζαλίζει, σε κάνει να μη νιώθεις καλά. 2) Όταν ζαλίζεσαι, δε νιώθεις καλά και νομίζεις ότι κοντεύεις να πέσεις κάτω. 1) «Θεία, μιλάς πολλή ώρα και με ζάλισες» είπε ο κύριος Μιχάλης. 2) Η Αθηνά ζαλίστηκε στο ταξίδι, επειδή είχε κακό καιρό και το πλοίο κουνιόταν πάνω κάτω. ζαλάδα, ζάλη ζα-λί-ζω
ζαμπόν
[το], ουσιαστικό Το ζαμπόν είναι χοιρινό κρέας που το κόβουμε σε λεπτές φέτες και το τρώμε συνήθως κρύο. ζα-μπόν Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
ζάπιγκ
[το], ουσιαστικό Όταν βλέπεις τηλεόραση και κάνεις ζάπιγκ, αλλάζεις συνέχεια κανάλια με το τηλεκοντρόλ. ζά-πιγκ Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
ζάρα
[η], ουσιαστικό ζαρώνω
ζάρι
[το], ουσιαστικό Η Αθηνά έριξε τα ζάρια. Είναι μικροί κύβοι που έχουν από 1 μέχρι 6 τελείες σε κάθε πλευρά τους. Πολλά παιχνίδια παίζονται με ζάρια. Ένα από αυτά είναι το τάβλι. ζά-ρι