Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Ο"

Βρέθηκαν 74 Λήμματα [1 - 10]

όαση

[η], ουσιαστικό
Η όαση είναι ένα μικρό κομμάτι της ερήμου που έχει νερόκαι μερικά δέντρα. Εκεί σταματούν οι περαστικοί για να ξεκουραστούν και να δροσιστούν.
ό-α-ση

όγκος

[ο], ουσιαστικό
1) «O όγκος του καναπέ είναι μεγάλος» είπε η κυρία Μαργαρίτα. O καναπές πιάνει πολύ χώρο. 2) O κύριος Δημήτρης βρήκε έναν όγκο από σκουπίδια μπροστά στην πόρτα του μαγαζιού του. Βρήκε πολλά σκουπίδια.
2) σωρός, πλήθος
ό-γκος

οδηγός

[ο], [η], ουσιαστικό
οδηγώ

οδηγώ

οδηγώ, οδηγούμαι, ρήμα
1) Όταν κάποιος οδηγεί ένα αυτοκίνητο, κάθεται στο τιμόνι του, το κάνει να κινείται και το πηγαίνει ακριβώς εκεί που θέλει. 2) Η Αθηνά οδήγησε την Ελένη στο μπάνιο του σπιτιού για να πλύνει τα χέρια της. Την πήγε μέχρι το μπάνιο. 3) Ξέρεις πού οδηγεί αυτό το μονοπάτι; Ρώτησε ο Κώστας το Νίκο.
O Κώστας και οι φίλοι του πήγαν στο δάσος και παραλίγο να χαθούν, γιατί δεν είχαν οδηγό να τους δείξει το δρόμο. Ευτυχώς περνούσε ένας οδηγός φορτηγού και τους έδωσε οδηγίες για το δρόμο.
ο-δη-γώ

οδοντίατρος

[ο], [η], οδοντογιατρός, ουσιαστικό
O οδοντίατρος είναι ο γιατρός που φροντίζει τα δόντια μας όταν χαλάσουν.
οδοντιατρείο
ο-δο-ντί-α-τρος

οδοντόβουρτσα

[η], ουσιαστικό
Με την οδοντόβουρτσα καθαρίζουμε τα δόντια μας.
δόντι
ο-δο-ντό-βουρ-τσα

οδοντόκρεμα

[η], ουσιαστικό
Βάζουμε την οδοντόκρεμα στην οδοντόβουρτσα για να καθαρίσουμε τα δόντια μας.
δόντι
ο-δο-ντό-κρε-μα

οδός

[η], ουσιαστικό
Η οδός είναι ο δρόμος όπου περπατάς ή κατοικείς.
οδικός
ο-δός
Η οδός είναι από τις λίγες λέξεις που τελειώνουν σε -ος και είναι θηλυκού γένους. Άλλες τέτοιες λέξεις είναι: η μέθοδος, η είσοδος, η έξοδος και η πρόοδος, η έρημος, η λεωφόρος.

οθόνη

[η], ουσιαστικό
1) Η οθόνη της τηλεόρασης είναι η επιφάνειά της. Είναι συνήθως από γυαλί κι εκεί βλέπουμε ό,τι δείχνει η τηλεόραση. Oθόνη έχει κι ο υπολογιστής. 2) «Εγώ πάλι προτιμώ τη μεγάλη οθόνη του σινεμά από την τηλεόραση» είπε η κυρία Μαργαρίτα.
1) O κύριος Γιάννης βρήκε τον Κώστα να κάθεται μπροστά στην οθόνη της τηλεόρασης και την Αθηνά μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή.
ο-θό-νη

οικία

[η], ουσιαστικό
Oικία λέμε το σπίτι.
1) Στην κουζίνα χρησιμοποιούμε οικιακές συσκευές για να κάνουμε οικιακές εργασίες. 2) Τις δουλειές του σπιτιού τις λέμε και οικιακά. 3) Μερικοί για τα οικιακά έχουν μία οικιακή βοηθό.
οι-κί-α