Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Ξ"
ξάδελφος, ξαδέλφη
[ο], [η], ουσιαστικό O ξάδελφος ή η ξαδέλφη σου είναι το αγόρι (ο γιος) ή το κορίτσι (η κόρη) του θείου ή της θείας σου. Η Αλίκη, η κόρη της θείας Κατερίνας, είναι ξαδέλφη του Κώστα και της Αθηνάς. ξαδελφούλης, ξαδελφούλα, ξαδελφάκι ξά-δελ-φος Λέμε και ξάδερφος και ξαδέρφη. Στον πληθυντικό λέμε και τα ξαδέλφια ή τα ξαδέρφια. Λέμε επίσης και εξάδελφος, εξαδέλφη.
ξακουστός, ξακουστή, ξακουστό
επίθετο Όταν κάτι είναι ξακουστό, είναι γνωστό σε πάρα πολύ κόσμο. Oι ξένοι που έρχονται στην Ελλάδα επισκέπτονται την ξακουστή Ακρόπολη των Αθηνών. φημισμένος, διάσημος, άγνωστος ακούω ξα-κου-στός
ξανά
επίρρημα 1) Όταν κάνεις κάτι ξανά, το κάνεις άλλη μία φορά. 2) Μπορείς να βάλεις το ξανα- μπροστά από άλλες λέξεις για να δείξεις ότι αυτό που λένε οι λέξεις γίνεται μία φορά ακόμα. 1) «Κώστα, διάβασε το μάθημα ξανά, σε παρακαλώ» είπε η κυρία Μαργαρίτα». 2) Η Αθηνά ξανάγραψε την ορθογραφία για να τη μάθει καλά. ξα-νά
ξανθός, ξανθή, ξανθό
ξανθός, ξανθή/ξανθιά, ξανθό, επίθετο 1) Όταν κάποιος έχει ξανθά μαλλιά, τα μαλλιά του έχουν χρώμα προς το ανοιχτό κίτρινο ή χρυσαφί. 2) (σαν ουσιαστικό) Ξανθιά είναι η γυναίκα που έχει ξανθά μαλλιά. 2) «Κατερίνα, ποια είναι η ξανθιά που παίζει στο έργο;» ρώτησε ο θείος Σταμάτης. ξανθομάλλης, ξανθούλης, ξανθούλα, ξανθούλικος ξαν-θός
ξάπλα
[η], ουσιαστικό ξαπλώνω
ξαπλώνω
ρήμα 1) Όταν ξαπλώνεις, πέφτεις στο κρεβάτι για να κοιμηθείς ή για να ξεκουραστείς. 2) Στο έργο ο αστυνομικός έδωσε μία μπουνιά στον κλέφτη και τον ξάπλωσε κάτω. Τον έριξε κάτω 1) στέκομαι όρθιος O θείος Αλέκος αγαπάει πολύ την ξάπλα μπροστά στη τηλεόραση. Τον ξεκουράζει να είναι ξαπλωμένος. «Όλο ξαπλωτός κάθεσαι, θείε» τον πειράζει η Αθηνά. όρθιος ξα-πλώ-νω
ξαστεριά
[η], ουσιαστικό Όταν τη νύχτα έχει ξαστεριά, ο ουρανός είναι καθαρός χωρίς σύννεφα και γεμάτος αστέρια. συννεφιά Όταν έχει ξαστεριά, ο ουρανός είναι ξάστερος. αστέρι συννεφιασμένος ξα-στε-ριά
ξάστερος, ξάστερη, ξάστερο
επίθετο ξαστεριά
ξαφνιάζω
ξαφνιάζω, ξαφνιάζομαι, ρήμα 1) Όταν ξαφνιάζεις κάποιον, τον τρομάζεις, επειδή κάνεις ξαφνικά κάτι που δεν περιμένει. 2) Όλοι ξαφνιάστηκαν όταν έμαθαν για την εξαφάνιση της Ροζαλίας. Ένιωσαν έκπληξη. 1) Η Αθηνά είδε ξαφνικά το Νίκο μπροστά της και ξαφνιάστηκε. Δεν τον είχε ακούσει να μπαίνει στο δωμάτιο. ξαφνικός ξαφ-νιά-ζω
ξαφνικά
επίρρημα ξαφνικός