Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Ν"
νάνος
[ο], ουσιαστικό O νάνος είναι ένας πολύ κοντός άνθρωπος. Oι εφτά νάνοι αγαπούσαν και προστάτευαν τη Χιονάτη. νά-νος
νανουρίζω
νανουρίζω, νανουρίζομαι, ρήμα 1) Όταν νανουρίζεις ένα παιδί, του τραγουδάς σιγανά ένα τραγούδι και το κουνάς για να κοιμηθεί. 2) Όταν κάτι σε νανουρίζει, σε κάνει να θέλεις να κοιμηθείς. 2) «Η τηλεόραση με νανουρίζει και κοιμάμαι» είπε ο κύριος Μιχάλης. Το νανούρισμα είναι το τραγούδι που λέμε σ' ένα παιδί, καθώς το κουνάμε για να κοιμηθεί. να-νου-ρί-ζω
ναός
[ο], ουσιαστικό O ναός είναι ένα κτίριο όπου λατρεύουμε το Θεό. Η χριστιανική εκκλησία και το μουσουλμανικό τζαμί είναι ναοί. O Παρθενώνας είναι ο αρχαίος ναός της θεάς Αθηνάς. να-ός
ναυάγιο
[το], ουσιαστικό ναυαγώ
ναυαγός
[ο], [η], ουσιαστικό ναυαγώ
ναυαγώ
ρήμα 1) Όταν ένα πλοίο ναυαγεί, βυθίζεται στη θάλασσα. 2) Όταν ναυαγείς σ' ένα νησί, το πλοίο σου έχει ναυαγήσει, κι εσύ καταφέρνεις να κολυμπήσεις μέχρι τη στεριά. 1. O Tιτανικός χτύπησε πάνω σ' ένα παγόβουνο και ναυάγησε στον Ατλαντικό Ωκεανό. 1) O ναυαγός είναι κάποιος που έχει ναυαγήσει. 2) Το ναυάγιο είναι η βύθιση ενός πλοίου. 3) Ναυάγιο είναι και τα συντρίμμια ενός πλοίου που ναυάγησε. ναυ-α-γώ
ναυπηγείο
[το], ουσιαστικό πλοίο
ναύτης
[ο], ουσιαστικό O ναύτης είναι κάποιος που δουλεύει σ' ένα πλοίο και παίρνει διαταγές από τους ανωτέρους του, δηλαδή από τον πλοίαρχο ή τους αξιωματικούς. 1) O ναυτικός δουλεύει στο πλοίο και μπορεί να είναι ναύτης ή αξιωματικός. Στη δουλειά του χρησιμοποιεί ναυτικούς χάρτες. 2) Το ναυτικό μίας χώρας είναι όλα τα πλοία της μαζί. ναύ-της
ναυτικός
[ο], ουσιαστικό ναύτης
νεαρός, νεαρή, νεαρό
επίθετο νέος