Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Β"
βαγόνι
[το], ουσιαστικό Το βαγόνι ενός τρένου είναι το μέρος όπου κάθονται και μεταφέρονται οι επιβάτες. Ένα τρένο έχει δύο, ή περισσότερα βαγόνια και μία μηχανή που τα σέρνει. βα-γό-νι
βαδίζω
ρήμα Όταν βαδίζεις, περπατάς, δηλαδή προχωράς βάζοντας το ένα πόδι μπροστά από το άλλο. Η θεία του κυρίου Μιχάλη δεν μπορεί να βαδίσει χωρίς μπαστούνι. βα-δί-ζω
βάζο
[το], ουσιαστικό 1) Το βάζο είναι ένα δοχείο που το γεμίζουμε με νερό για να βάλουμε μέσα λουλούδια. 2) Το βάζο είναι κι ένα γυάλινο δοχείο που μέσα του βάζουμε τρόφιμα. 2) Η Αθηνά άνοιξε το βάζο με το γλυκό κι άρχισε να τρώει. 1) ανθοδοχείο βά-ζο
βάζω
ρήμα 1) Όταν βάζεις κάτι κάπου, του αλλάζεις θέση. 2) Όταν βάζεις τα ρούχα σου, τα φοράς. 3) Όταν η ομάδα σου βάζει τα περισσότερα γκολ στο ποδόσφαιρο, κερδίζει. 4) Λέμε ότι το βάζεις στα πόδια, όταν τρέχεις μακριά από κάτι που σε φοβίζει. 5) O Κώστας γκρίνιαξε, γιατί η κυρία Μαργαρίτα τον έβαλε να διαβάσει όλα τα μαθήματά του προτού πάει να παίξει ποδόσφαιρο. Τον υποχρέωσε να διαβάσει, ενώ ο Κώστας δεν ήθελε. 1) Πριν πάει για ύπνο, η Αθηνά παίρνει όλα της τα παιχνίδια από το σαλόνι και τα βάζει στο δωμάτιό της. 1) τοποθετώ βά-ζω
βαθμός
[ο], ουσιαστικό 1) Oι βαθμοί του θερμόμετρου δείχνουν αν έχουμε πυρετό ή όχι ή αν κάνει ζέστη ή όχι. 2) Oι βαθμοί στο σχολείο είναι αριθμοί που δείχνουν πόσο καλά ξέρουμε τα μαθήματά μας. 1) «Το θερμόμετρο θα φτάσει τους 35 βαθμούς» είπε ο κύριος Δημήτρης. Θα έχει ζέστη. 2) O Κώστας παίρνει πάντα πολύ καλούς βαθμούς στην ορθογραφία. βαθ-μός
βάθος
[το], ουσιαστικό βαθύς
βαθύς, βαθιά, βαθύ
επίθετο 1) Όταν το νερό είναι βαθύ, η απόσταση από την επιφάνεια μέχρι το βυθό είναι μεγάλη. 2) Τρώμε τη σούπα σε βαθύ πιάτο. 3) Όταν ένα χρώμα είναι βαθύ, είναι πολύ σκούρο. 4) Η Σταχτοπούτα και ο πρίγκιπας έζησαν ευτυχισμένοι μέχρι τα βαθιά τους γεράματα. 3) Τα κυπαρίσσια έχουν βαθύ πράσινο χρώμα. 1) ρηχός 2) ρηχός 3) σκούρο, ανοιχτό, φωτεινό Η Αθηνά δεν ξέρει να κολυμπάει ακόμα καλά. Όταν το βάθος της θάλασσας είναι μεγάλο, φοβάται, γιατί δεν πατάει. βα-θύς 'αντίθετα'
βαλίτσα
[η], ουσιαστικό Όταν θέλουμε να ταξιδέψουμε, παίρνουμε μαζί μας μία βαλίτσα με ρούχα. Oι βαλίτσες έχουν χερούλι για να τις κρατάμε στο χέρι και καμιά φορά ρόδες για να τις σέρνουμε όταν είναι βαριές. βα-λί-τσα
βάλτος
[ο], ουσιαστικό O βάλτος είναι ένα μέρος με ακίνητα νερά και πολλή λάσπη. Μέσα στη λάσπη φυτρώνουν καλαμιές και ζουν βατράχια και πολλά κουνούπια. βάλ-τος
βαμβάκι
[το], ουσιαστικό Το βαμβάκι είναι φυτό που φυτρώνει σε ζεστές χώρες όπως η Ελλάδα. O καρπός του είναι φουντωτός, άσπρος, απαλός και πολύ ελαφρύς. Με το βαμβάκι φτιάχνουμε βαμβακερά υφάσματα αλλά το χρησιμοποιούμε και για να καθαρίσουμε πληγές. βαμ-βά-κι