Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Χ"
χάδι
[το], ουσιαστικό χαϊδεύω
χαζεύω
ρήμα 1) Όταν χαζεύεις, δεν προσέχεις αλλά ασχολείσαι με θέματα ασήμαντα και περνάς την ώρα σου χωρίς να κάνεις κάτι χρήσιμο. 2) «O κύριος Μιχάλης χάζεψε και φωνάζει έτσι;», ρώτησε ο κύριος Δημήτρης. Φέρεται σαν χαζός. 1) O Νίκος χάζευε στο σχολείο και τώρα δεν μπορεί να λύσει τις ασκήσεις του. χασομερώ χάζεμα, χαζός χα-ζεύ-ω
χαζός, χαζή, χαζό
επίθετο Χαζό λέμε κάποιον που δεν είναι έξυπνος. «Δεν είμαι τόσο χαζός ν' αφήσω το κλουβί του Πιτσικόκου ανοιχτό» είπε ο Κώστας. «Μάλλον δεν έκλεισε καλά» συνέχισε. κουτός, ανόητος, έξυπνος χα-ζός -Τι έγινε τελικά με τον Πιτσικόκο; Ψάξε στις λέξεις ελεύθερος, πετώ, πηδώ, προετοιμάζω
χαϊδεύω
χαϊδεύω, χαϊδεύομαι, ρήμα 1) Όταν χαϊδεύεις κάποιον, τον ακουμπάς απαλά με το χέρι σου για να του δείξεις την αγάπη σου και το ενδιαφέρον σου. Του δίνεις χάδια. 2) «Τον Νίκο τον χάιδεψαν πολύ οι γονείς του κι έχει γίνει κακομαθημένος» είπε η Αθηνά. Του έκαναν όλα τα χατίρια. κανακεύω, παραχαϊδεύω χάιδεμα, χάδι χαϊ-δεύ-ω -Γιατί βάζουμε διαλυτικά στη λέξη χαϊδεύω και όχι στη λέξη χάιδεμα;
χαιρετισμός
[ο], ουσιαστικό χαιρετώ
χαιρετώ
χαιρετώ και χαιρετάω / χαιρετίζω, χαιρετιέμαι και χαιρετίζομαι, ρήμα 1) Χαιρετάς κάποιον με λέξεις ή με χειρονομίες, όταν τον συναντάς. Όταν χαιρετάς ένα φίλο σου, λες «γεια σου», ενώ όταν χαιρετάς τους μεγαλύτερους, λες «γεια σας ή χαίρετε». 2) O Νίκος και η Αθηνά συναντήθηκαν στο δρόμο μετά από καιρό και χαιρετήθηκαν με χαρά. Χαιρέτησαν ο ένας τον άλλο. Την πρώτη ημέρα που ανοίγουν τα σχολεία οι συμμαθητές ανταλλάσσουν φιλικούς χαιρετισμούς μεταξύ τους. χαι-ρε-τώ
χαίρομαι
ρήμα 1) Όταν χαίρεσαι, είσαι πολύ ευχαριστημένος κι αισθάνεσαι πολύ όμορφα. 2) O κύριος Γιάννης δεν μπόρεσε να χαρεί το κυριακάτικο πρωινό. Έπρεπε να πάει στο γραφείο του για μία δουλειά. Δεν μπόρεσε να το απολαύσει. 3) Η κυρία Μαργαρίτα έβλεπε την κόρη της στην παρέλαση και τη χαιρόταν. Την καμάρωνε. 1) Η Αθηνά χαίρεται, γιατί βρέθηκε η Ροζαλία. 1) ευχαριστιέμαι, λυπάμαι, στεναχωριέμαι Η Αθηνά είναι πολύ χαρούμενη που ξαναβρήκε τη γάτα της. O Κώστας αισθάνεται κι αυτός μεγάλη χαρά. χαί-ρο-μαι
χαίτη
[η], ουσιαστικό Η χαίτη είναι οι μακριές τρίχες που υπάρχουν στο πίσω μέρος του λαιμού του αλόγου. Χαίτη έχουν και άλλα ζώα. Το λιοντάρι έχει πολύ πλούσια χαίτη. χαί-τη -Ποιο άλλο ζώο εκτός από το λιοντάρι έχει χαίτη;
χαλάζι
[το], ουσιαστικό Όταν πέφτει χαλάζι, τότε πέφτουν στο έδαφος πολλές μπαλίτσες παγωμένου νερού που μοιάζουν με βροχή και είναι σκληρές σαν στραγάλια. χα-λά-ζι
χαλαρός, χαλαρή, χαλαρό
επίθετο Η ζώνη σου είναι χαλαρή, όταν δεν την έχεις σφίξει αρκετά. O κόμπος στο σκοινί ήταν χαλαρός και το μπαλόνι λύθηκε και έφυγε. σφιχτός O κόμπος χαλάρωσε και το σκοινί λύθηκε με αποτέλεσμα ο χαρταετός να μας φύγει. χαλάρωση σφίγγω χα-λα-ρός