Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Γ"

Βρέθηκαν 137 Λήμματα [1 - 10]

γαβγίζω

ρήμα
Όταν ένας σκύλος γαβγίζει, κάνει γαβ γαβ. Είναι ο δικός του τρόπος να φωνάζει.
Το γάβγισμα είναι η φωνή που βγάζει ένας σκύλος.
γα-βγί-ζω

γάιδαρος

[ο], ουσιαστικό
O γάιδαρος είναι ένα μεγάλο ζώο με μεγάλα αυτιά. Μοιάζει με άλογο αλλά είναι πιο μικρός και το τρίχωμά του είναι σκούρο γκρι ή καφέ. Σε μερικά χωριά χρησιμοποιούν ακόμη το γάιδαρο για να μεταφέρουν βαριά πράγματα ή για να πάνε κάπου. Όταν ο γάιδαρος φωνάζει, γκαρίζει.
γάι-δα-ρος
'το αγρόκτημα'
Λέμε και το γαϊδούρι.

γάλα

[το], ουσιαστικό
1) Όταν αρμέγουμε τις αγελάδες, τις κατσίκες ή τα πρόβατα, παίρνουμε το γάλα τους που είναι άσπρο. Είναι νόστιμο και το πίνουμε για να έχουμε γερά κόκαλα και δόντια. 2) Η Αθηνά έχει καστανά μαλλιά και δέρμα άσπρο σαν το γάλα. Έχει πάρα πολύ άσπρο και καθαρό δέρμα. 3) Λέμε ότι κάποιος έχει και του πουλιού το γάλα, όταν τα έχει όλα, ακόμα κι αυτά που τα βρίσκει κανείς πολύ δύσκολα.
γά-λα

γαλάζιος, γαλάζια, γαλάζιο

επίθετο
1) Όταν κάτι είναι γαλάζιο, έχει ανοιχτό μπλε χρώμα, όπως ο ουρανός όταν δεν έχει σύννεφα. 2) (σαν ουσιαστικό) Το γαλάζιο είναι το αγαπημένο χρώμα του Κώστα.
γαλανός
γα-λά-ζιος
'τα χρώματα'

γαλανός, γαλανή, γαλανό

επίθετο
Όταν κάποιος έχει γαλανά μάτια, τα μάτια του έχουν ανοιχτό μπλε χρώμα, όπως ο ουρανός που δεν έχει σύννεφα.
γαλάζιος
γαλάζιος
γα-λα-νός
Προσοχή! Λέμε γαλανός ή γαλάζιος ουρανός, γαλανά ή γαλάζια μάτια, γαλανή ή γαλάζια θάλασσα. Για ένα ύφασμα, για ένα ρούχο ή για ένα χρώμα στη ζωγραφική λέμε μόνο γαλάζιο.

γαλοπούλα

[η], ουσιαστικό
Η γαλοπούλα είναι ένα μεγάλο πουλί με ψηλό κόκκινο λαιμό και μαύρα, άσπρα ή κόκκινα φτερά. Τρώμε το κρέας της που μοιάζει με το κρέας του κοτόπουλου.
γα-λο-πού-λα
'το αγρόκτημα'

γάμος

[ο], ουσιαστικό
Όταν ένας άντρας και μία γυναίκα θέλουν να παντρευτούν, κάνουν γάμο στην εκκλησία ή στο δημαρχείο.
γαμπρός
γά-μος
Δες νύφη, γαμπρός, παντρεύομαι

γάμπα

[η], ουσιαστικό
Η γάμπα είναι το μέρος του ποδιού που βρίσκεται κάτω από το γόνατο και πάνω από τον αστράγαλο.
γά-μπα
'το σώμα μας'

γαμπρός

[ο], ουσιαστικό
1) Όταν γίνεται γάμος, ο άντρας που παντρεύεται είναι ο γαμπρός και η γυναίκα η νύφη. 2) Όταν κάποιος είναι γαμπρός κάποιου άλλου, είναι παντρεμένος με την κόρη του ή με την αδερφή του.
γάμος
γα-μπρός

γάντι

[το], ουσιαστικό
Όταν κρυώνουν τα χέρια μας, φοράμε γάντια για να τα ζεστάνουμε. Τα γάντια είναι μάλλινα ή δερμάτινα.
γά-ντι
'τα ρούχα'