Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Λ"
λαβράκι
[το], ουσιαστικό 1) Το λαβράκι είναι ένα στενόμακρο και μεγάλο ψάρι. 2) Λέμε ότι έπιασες λαβράκι, όταν έχεις μία μεγάλη επιτυχία. λα-βρά-κι
λαγός, λαγουδίνα
[ο], [η], ουσιαστικό 1) O λαγός είναι ένα τριχωτό, μικρό ζώο με μακριά αυτιά και κοντή ουρά που τρέχει πολύ γρήγορα. 2) Όταν τρως λαγό, τρως το κρέας του. 3) Όταν γίνεσαι λαγός, φοβάσαι κάτι και φεύγεις τρέχοντας. λα-γός 'το αγρόκτημα'
λάδι
[το], ουσιαστικό 1) Το λάδι είναι ένα παχύ υγρό που το βγάζουμε από τις ελιές και το χρησιμοποιούμε στο φαγητό. 2) Λάδι βάζουμε και στις μηχανές. 3) Όταν η θάλασσα είναι λάδι, δεν έχει καθόλου κύμα. Όταν βγάζεις το λάδι κάποιου, τον ταλαιπωρείς. 1) Όταν κάτι είναι λαδί, έχει το χρώμα του λαδιού. 2) Όταν λαδώνεις την πόρτα, της βάζεις λάδι. λά-δι
λαδώνω
ρήμα λάδι
λάθος
[το], ουσιαστικό 1) Όταν κάνεις λάθος, κάνεις κάτι που δεν είναι σωστό ή που δεν έχει το αποτέλεσμα που θα ήθελες. 2) Όταν κάνω κάτι κατά λάθος, το κάνω χωρίς να το θέλω. 3) (σαν επίθετο) O Κώστας πήρε λάθος αριθμό και σήκωσε το τηλέφωνο ένας άγνωστος κύριος. 1) Η Αλίκη έκανε λάθος και αντί να μπει στην τάξη της μπήκε στην τάξη του Κώστα. 2) O Ίγκλι έριξε κατά λάθος τη μπάλα στο τζάμι του κυρίου Μιχάλη. 1) σωστό 3) σωστός λά-θος
λαθραίος, λαθραία, λαθραίο
επίθετο Όταν ένα εμπόρευμα είναι λαθραίο, το έχει φέρει κάποιος κρυφά στη χώρα. «Στο αεροδρόμιο η αστυνομία έπιασε κάποιον που έφερε λαθραία ρολόγια στην Ελλάδα» είπε ο θείος Τάκης. Λαθρεπιβάτης είναι αυτός που ταξιδεύει κρυφά χωρίς να πληρώσει εισιτήριο. λα-θραί-ος
λαθρεπιβάτης, λαθρεπιβάτισσα
[ο], [η], ουσιαστικό λαθραίος
λαϊκός, λαϊκή, λαϊκό
επίθετο Όταν κάτι είναι λαϊκό, είναι του λαού, έχει σχέση με το λαό. Oι παροιμίες είναι λόγια της λαϊκής σοφίας. Στη λαϊκή αγορά, ψωνίζεις φρούτα και λαχανικά. λαός λα-ϊ-κός Δες αγορά
λαίμαργος, λαίμαργη, λαίμαργο
επίθετο Όταν είσαι λαίμαργος, τρως γρήγορα πολύ φαγητό. «Ποπό! Έφαγες δύο πιάτα πατάτες μέσα σε πέντε λεπτά! Είσαι πολύ λαίμαργη, Αθηνά!» είπε η Ελένη. Όταν είσαι λαίμαργος, έχεις λαιμαργία. λαί-μαρ-γος
λαιμός
[ο], ουσιαστικό 1) O λαιμός ενώνει το κεφάλι με το υπόλοιπο σώμα σου. 2) Η κυρία Μαργαρίτα αποφεύγει τις μπλούζες με ψηλό λαιμό, γιατί τη σφίγγουν. λαι-μός 'το σώμα μας'