Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Σ"
σαββατοκύριακο
[το], ουσιαστικό Το σαββατοκύριακο είναι οι δύο τελευταίες μέρες της εβδομάδας, το Σάββατο και η Κυριακή. σαβ-βα-το-κύ-ρια-κο Oι δάσκαλοι δουλεύουν το Σαββατοκύριακο; Oι νοσοκόμες; Oι αστυνομικοί;
σαγιονάρα
[η], ουσιαστικό Oι σαγιονάρες είναι πλαστικές καλοκαιρινές παντόφλες. Tις φοράμε συνήθως στην παραλία. σα-γιο-νά-ρα
σαγόνι
[το], ουσιαστικό 1) Σαγόνι λέμε το μέρος του προσώπου που είναι κάτω από το στόμα. 2) Τα σαγόνια είναι δύο κόκαλα στο κάτω μέρος του προσώπου, πάνω και κάτω από το στόμα. Στα σαγόνια φυτρώνουν τα δόντια. πιγούνι σα-γό-νι
σαΐνι
[το], ουσιαστικό Λέμε σαΐνι κάποιον που είναι πάρα πολύ έξυπνος. σα-ΐ-νι
σαΐτα
[η], ουσιαστικό 1) Φτιάχνουμε σαΐτες από χαρτί. Μοιάζουν με βέλη και τις πετάμε ο ένας στον άλλον. 2) Όταν κάποιος τρέχει πολύ γρήγορα, λέμε πως τρέχει σαν σαΐτα. σα-ΐ-τα
σάκα
[η], ουσιαστικό Σάκα λέμε την τσάντα που κρατούν οι μαθητές, όταν πηγαίνουν στο σχολείο. σχολική τσάντα σακί, σακούλα, σάκος σά-κα
σακάκι
[το], ουσιαστικό Το σακάκι είναι ένα αντρικό ή γυναικείο ρούχο που φοράμε στο πάνω μέρος του σώματός μας, πάνω από μπλούζα ή πουκάμισο. Έχει συνήθως μακριά μανίκια, φτάνει μέχρι τη μέση ή μέχρι τους γοφούς και κουμπώνει μπροστά. σα-κά-κι
σακί
[το], ουσιαστικό 1) Το σακί είναι ένας μικρός σάκος. Μέσα στο σακί βάζουμε διάφορα πράγματα, όπως πατάτες, χώμα και άμμο. 2) Ένα σακί σιτάρι είναι τόσο σιτάρι, όσο χωράει ένα σακί. τσουβάλι σάκος, σακούλα σα-κί
σάκος
[ο], ουσιαστικό O σάκος είναι μία τσάντα από πανί, πλαστικό ή δέρμα. Κλείνει στο πάνω μέρος της μ' ένα κορδόνι ή ένα φερμουάρ. Στον ταξιδιωτικό σάκο βάζουμε τα πράγματά μας, όταν ταξιδεύουμε. Στον ταχυδρομικό σάκο βάζει ο ταχυδρόμος τα γράμματα και τα πακέτα που μας φέρνει. τσουβάλι σακί, σακούλα σά-κος
σακούλα
[η], ουσιαστικό Oι σακούλες είναι οι πλαστικές ή χάρτινες τσάντες που μας δίνουν στα μαγαζιά για να βάζουμε τα ψώνια μας. σακί, σάκος σα-κού-λα