Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Π"
παγάκι
[το], ουσιαστικό πάγος
παγίδα
[η], ουσιαστικό 1) Για να πιάσουμε ένα ποντίκι, ένα λαγό ή κάποιο άλλο ζώο, στήνουμε μία παγίδα. Συνήθως η παγίδα είναι κρυμμένη και δε φαίνεται, κι έτσι το ζώο πέφτει ή μπαίνει μέσα σ' αυτή. 2) Λέμε ότι ένας δρόμος είναι γεμάτος παγίδες για τους οδηγούς, όταν είναι γεμάτος κινδύνους που δε φαίνονται. 1) φάκα Μία ποντικοπαγίδα παγίδεψε την ουρά της Ροζαλίας. Την έπιασε. Η Ροζαλία παγιδεύτηκε. πα-γί-δα
παγιδεύω
παγιδεύομαι, ρήμα παγίδα
παγκάκι
[το], ουσιαστικό Το παγκάκι είναι ένα κάθισμα για τρία ή τέσσερα άτομα στις πλατείες, τα πεζοδρόμια και τις παιδικές χαρές. πα-γκά-κι
πάγκος
[ο], ουσιαστικό 1) O πάγκος είναι ένα κάθισμα, φτιαγμένο από μία σανίδα για να κάθονται πολλά άτομα. Στον πάγκο δεν υπάρχει πίσω μέρος για ν' ακουμπάμε την πλάτη μας. 2) O πάγκος της κουζίνας είναι μία μακρόστενη επιφάνεια. Πάνω στον πάγκο κόβουμε φρούτα και λαχανικά ή κάνουμε άλλες δουλειές. Στη λαϊκή αγορά οι πωλητές πουλούν φρούτα και λαχανικά πάνω σε πάγκους. πά-γκος Πού αλλού υπάρχουν πάγκοι;
παγκόσμιος, παγκόσμια, παγκόσμιο
επίθετο Σήμερα στο σχολείο της Αθηνάς τα παιδιά τραγούδησαν για την παγκόσμια ειρήνη, δηλαδή για την ειρήνη σ' ολόκληρο τον κόσμο. κόσμος πα-γκό-σμι-ος
παγοδρομία
[η], ουσιαστικό πάγος
παγοδρόμιο
[το], ουσιαστικό πάγος
παγόνι
[το], ουσιαστικό Το παγόνι είναι ένα μεγάλο πουλί με πολύχρωμη και μεγάλη ουρά που μοιάζει με βεντάλια. πα-γό-νι 'τα ζώα'
παγοπέδιλο
[το], ουσιαστικό πάγος