Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Α"
άβολος, άβολη, άβολο
επίθετο Όταν κάτι είναι άβολο, δε νιώθουμε καλά να το χρησιμοποιούμε. «Αυτή η καρέκλα είναι μικρή και άβολη για το θείο Αλέκο» είπε ο Κώστας. O θείος έχει μεγάλα πόδια και δε βολεύεται. κουραστικός, βολικός, άνετος O θείος Αλέκος αισθανόταν άβολα, επειδή δε χωρούσε στην πολυθρόνα. ά-βο-λος
άγαλμα
[το], ουσιαστικό Το άγαλμα είναι ένα κομμάτι μάρμαρο, μέταλλο ή άλλο υλικό που το έχουμε κάνει να μοιάζει με άνθρωπο, ζώο ή πράγμα. «Η Αθήνα έχει πολλά μουσεία» είπε η Αθηνά στο θείο Tάκη. «Άλλα έχουν αρχαία ελληνικά αγάλματα και άλλα αγάλματα νεότερων καλλιτεχνών». γλυπτό ά-γαλ-μα
αγανακτώ
ρήμα Όταν αγανακτείς με κάτι, θυμώνεις πολύ, γιατί δεν είναι σωστό. Η Αθηνά αγανάκτησε όταν είδε τα παιδιά της γειτονιάς να φέρονται άσχημα στο σκύλο του κυρίου Μιχάλη. θυμώνω, εκνευρίζομαι Ένιωσε αγανάκτηση με τη συμπεριφορά των παιδιών απέναντι στο σκύλο. Ήταν αγανακτισμένη. α-γα-να-κτώ
αγάπη
[η], ουσιαστικό αγαπώ
αγαπώ
αγαπώ και αγαπάω, αγαπιέμαι, ρήμα 1) Όταν αγαπάς κάποιον, νιώθεις όμορφα συναισθήματα γι' αυτόν και σου αρέσει να είσαι μαζί του. 2) Όταν αγαπάς κάτι, σου αρέσει πάρα πολύ. 2) O Κώστας αγαπάει πολύ το ποδόσφαιρο. Του αρέσει να πηγαίνει μαζί με το Νίκο στο γήπεδο. μισώ 1) Όταν αγαπάς κάποιον, νιώθεις αγάπη γι' αυτόν. 2) Όταν αγαπάς πολύ κάτι, είναι το αγαπημένο σου. 3) Όταν κάποιος είναι αγαπητός, είναι ευχάριστος και τον αγαπούν οι άλλοι άνθρωποι. α-γα-πώ
άγγελος
[ο], ουσιαστικό 1) Oι άγγελοι φέρνουν τα μηνύματα του Θεού στους ανθρώπους. 2) Όταν κάποιος είναι άγγελος, είναι πολύ καλός άνθρωπος. 1) O θείος Αλέκος λέει ότι οι άγγελοι είναι αόρατοι κι έχουν φτερούγες στην πλάτη τους. «Κοίτα το μωράκι της θείας Κατερίνας» είπε η Αθηνά. Το πρόσωπό του είναι αγγελικό. Μοιάζει με πρόσωπο αγγέλου. άγ-γε-λος
αγγίζω
αγγίζω, αγγίζομαι, ρήμα Όταν αγγίζεις κάτι, το ακουμπάς με το χέρι σου απαλά. Η θεία Κατερίνα άγγιξε το μάγουλο του Δημητράκη με αγάπη. ακουμπώ, πιάνω O Δημητράκης χάρηκε με το άγγιγμα της μητέρας του. αγ-γί-ζω
αγγούρι
[το], ουσιαστικό Το αγγούρι είναι ένα μακρύ πράσινο λαχανικό. Το τρώμε ωμό και συνήθως το βάζουμε σε σαλάτες. αγ-γού-ρι
αγελάδα
[η], ουσιαστικό Η αγελάδα είναι ένα μεγάλο ζώο που ζει στο αγρόκτημα. Το αρμέγουμε και μας δίνει γάλα. α-γε-λά-δα 'το αγρόκτημα'
αγέλη
[η], ουσιαστικό Η αγέλη είναι πολλά ίδια ζώα που ζουν μαζί. O θείος Αλέκος λέει ότι το χειμώνα έξω από το χωριό του οι λύκοι ζουν σε αγέλες. κοπάδι α-γέ-λη