Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Δ'-ΣΤ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Ω"

Βρέθηκαν 9 Λήμματα [1 - 9]

ωδείο

  • (το), Ουσιαστικό, Ο32, (ω-δεί-ο), [λόγ. < αρχ. ὠδεῖον < ὠδὴ (= τραγούδι)]
  • 1. σχολή όπου διδάσκεται μουσική. 2. (στην αρχαιότητα) οικοδόμημα που έμοιαζε με θέατρο και χρησίμευε για μουσικές εκδηλώσεις.:
  • 1. Κάνει πέντε χρόνια μαθήματα πιάνου στο Δημοτικό Ωδείο. 2. Το Ωδείο του Ηρώδου του Αττικού βρίσκεται στην Ακρόπολη των Αθηνών.
  • Οικογ. Λέξ.: ωδή, ωδικός
  • Προσδιορ.: (1) κρατικό, ιδιωτικό, Δημοτικό, Εθνικό

ώθηση

  • (η), Ουσιαστικό, Ο25, (ώ-θη-ση, γεν. -ης, -ήσεως, πληθ. -ήσεις), [λόγ. < ελνστ. ὢθησις < ὠθῶ]
  • 1. σπρώξιμο. 2. (μτφ.) παρακίνηση για δράση, παρότρυνση, ενθάρρυνση.:
  • 1. Κάθε σώμα που βυθίζεται στο νερό δέχεται μια ώθηση προς τα επάνω. 2. Οι νέες τεχνολογίες στη γεωργία έδωσαν ώθηση στη βελτίωση της παραγωγής.
  • Οικογ. Λέξ.: ωθώ, ωθητικός

ωκεανός

  • (ο), Ουσιαστικό, Ο13, (ω-κε-α-νός), [λόγ. < ελνστ. ὠκεανὸς (= η µεγάλη εξωτερική θάλασσα)]
  • 1. μεγάλη θαλάσσια έκταση που διαχωρίζει τις ηπείρους. 2. (μτφ.) καθετί απέραντο και αχανές.:
  • 1. Οι Ωκεανοί είναι πέντε: Ατλαντικός, Ειρηνικός, Νότιος Παγωμένος, Αρκτικός και Ινδικός. 2. Το διαδίκτυο προσφέρει έναν ωκεανό γνώσεων σε όποιον ξέρει να το αξιοποιήσει.
  • Σύνθ.: ωκεανογράφος, ωκεανογραφία, ωκεανολογία
  • Οικογ. Λέξ.: ωκεάνιος, Ωκεανία (= Αυστραλία και Ν. Ζηλανδία)
  • Φράσεις: Σταγόνα στον ωκεανό
  • Επεξηγ.: για κάτι εντελώς ασήμαντο

ωμός, -ή, -ό

  • Επίθετο, Ε1, έμψυχα και άψυχα, (ω-μός), [αρχ. ὠµὸς]
  • 1. που δεν έχει ψηθεί, δεν έχει μαγειρευτεί. 2. (μτφ.) αυτός που είναι σκληρός, άγριος, απάνθρωπος.:
  • 1. Προτιμάει να τρώει το κρέας σχεδόν ωμό παρά καλοψημένο. 2. Μερικές φορές αντιμετωπίζει τους άλλους με ωμό και βίαιο τρόπο.
  • Συνών.: Αντίθ.: (1) ψητός Συνών.: (2) άσπλαχνος
  • Οικογ. Λέξ.: ωμά (επίρρ.), ωμότητα
  • Φράσεις: 1. Ωμή αλήθεια Παροιμ.: Ούτε ωμός, ούτε ψημένος, ούτε και τηγανισμένος
  • Επεξηγ.: καθαρή αλήθεια, χωρίς εξωραϊσμό

ώριμος -η, -ο

  • Επίθετο, Ε2, έμψυχα και άψυχα, (ώ-ρι-μος), [αρχ. ὣριµος < ὣρα]
  • 1. (για καρπό) που έχει φτάσει σε πλήρη ανάπτυξη και είναι έτοιμος για συγκομιδή και κατανάλωση. 2. (για ανθρώπους, μτφ.) αυτός που βρίσκεται στην ακμή της ηλικίας του και έχει αποκτήσει την ικανότητα να κρίνει και να αποφασίζει με σοβαρότητα και υπευθυνότητα.:
  • 1. Τα σταφύλια ήταν ώριμα για τρύγο από πολύ νωρίς εφέτος. 2. Τον εμπιστεύομαι, γιατί είναι πια ώριμος να αποφασίζει για όλα τα ζητήματα μόνος του.
  • Συνών.: Αντίθ.: (1)άγουρος, αγίνωτος, (2) ανώριμος Συνών.: (1) γινωμένος
  • Οικογ. Λέξ.: ωριμάζω, ωρίμανση, ωρίμασμα, ωριμότητα
  • Προσδιορ.: (1) φρούτα

ως

  • Επίρρημα & Πρόθεση), [λόγ. < αρχ. ὡς]
  • Α. (επίρρ.) 1. (αναφορικό) καθώς, όπως. 2. (τροπικό) (για ιδιότητα) σαν, ως. Β. (πρόθ.) 1. ως, έως. 2. (για ποσό) περίπου.:
  • Α. 1. Τέτοια ώρα, ως συνήθως, διαβάζει τα μαθήματά του. 2. Διορίστηκε ως νηπιαγωγός στην Ιθάκη. Β. 1. Το κτήμα φτάνει ως την κορυφή του λόφου. Δουλεύει από το πρωί ως το βράδυ. 2. Το σπίτι του απέχει ως πεντακόσια μέτρα από το σχολείο.
  • Φράσεις: 1. Ως εδώ και μη παρέκει 2. Ως επί το πλείστον 3. Ως εκ τούτου 4. Ως ακολούθως / εξής 5. Ως είθισται
  • Επεξηγ.: 1. μέχρι εδώ και όχι παραπέρα 2. τις πιο πολλές φορές 3. για το λόγο αυτό 4. όπως παρακάτω 5. όπως συνηθίζεται

ωτορινολαρυγγολόγος

  • (ο), Ουσιαστικό, Ο14, (ω-το-ρι-νο-λα-ρυγ-γο-λό-γος), [λόγ. < γαλλ. otorhinolaryngologie < αρχ. ὦτα + ῥὶς (= µύτη) + λάρυξ (= λάρυγγας)]
  • ο γιατρός που ασχολείται με τις παθήσεις των αυτιών, της μύτης και του λάρυγγα.:
  • Επισκέφτηκε τον ωτορινολαρυγγολόγο, γιατί πονούσε έντονα το αυτί του.
  • Συνών.: Συνών.: ωριλά (< ωτορινολαρυγγολόγος)
  • Οικογ. Λέξ.: ωτορινολαρυγγολογία

ωφέλιμος -η, -ο

  • Επίθετο, Ε2, έμψυχα και άψυχα, (ω-φέ-λι-μος), [αρχ. ὠφέλιµος < ὠφελῶ]
  • αυτός που είναι προς το καλό ή το συμφέρον κάποιου.:
  • Τα φρούτα και τα λαχανικά είναι ωφέλιμα για την υγεία του ανθρώπου.
  • Συνών.: Αντίθ.: ανώφελος, άχρηστος Συνών.: επωφελής, χρήσιμος
  • Οικογ. Λέξ.: ωφελώ, ωφέλεια, ωφέλημα, ωφελιμισμός, ωφελιμότητα
  • Προσδιορ.: βιβλίο, φορτίο, ενέργεια
  • Φράσεις: 1. Το τερπνόν μετά του ωφελίμου 2. Ωφέλιμο φορτίο
  • Επεξηγ.: 1. για κάτι ευχάριστο και χρήσιμο μαζί 2. το βάρος που επιτρέπεται να μεταφέρει ένα μεταφορικό μέσο

ωχρός, -ή, -ό

  • Επίθετο, Ε2, έμψυχα και άψυχα, (ω-χρός), [λόγ. < αρχ. ὠχρὸς]
  • αυτός που έχει το χρώμα της ώχρας, κιτρινωπός, χλωμός, άτονος.:
  • Έγινε ωχρός από το φόβο που πήρε.
  • Συνών.: Συνών.: κίτρινος
  • Σύνθ.: κάτωχρος, ωχροπρόσωπος
  • Οικογ. Λέξ.: ώχρα, ωχριώ
  • Προσδιορ.: πρόσωπο