Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Δ'-ΣΤ' Δημοτικού
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Μ"
μαγνήτης
- (ο), Ουσιαστικό, Ο5, (μα-γνή-της), [µεσν. < αρχ. επίθ. µαγνῆτις (λίθος)]
- 1. είδος ορυκτού σιδήρου που έχει την ιδιότητα να έλκει μέταλλα. 2. (μτφ.) καθετί που τραβάει την προσοχή και γοητεύει.:
- 1. Μάζεψε τις καρφίτσες με ένα μαγνήτη. 2. Οι ταινίες κινούμενων σχεδίων είναι μαγνήτης για τα παιδιά.
- Σύνθ.: μαγνητόφωνο, ηλεκτρομαγνήτης
- Οικογ. Λέξ.: μαγνητίζω, μαγνητικός, μαγνητισμός
- Προσδιορ.: ορυκτός, φυσικός, τεχνητός, ισχυρός (1)
μάζα
- (η), Ουσιαστικό, Ο19, (μά-ζα, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. -ών), [αρχ. µάζα < µάσσω]
- 1. (φυσ.) η ποσότητα της ύλης που περιέχεται σ' ένα σώμα. 2. πλήθος κόσμου, λαός.:
- 1. Πρόκειται για ένα σώμα με μάζα διακοσίων γραμμαρίων. 2. Ο λόγος του συγκινεί τις μάζες.
- Οικογ. Λέξ.: μαζί, μαζικός, μαζικά (επίρρ.), μαζικότητα, μαζεύω, μάζεμα, μάζωμα
- Προσδιορ.: (1) άμορφη, (2) άβουλη, λαϊκή
μάθηση
- (η), Ουσιαστικό, Ο28, (μά-θη-ση, γεν. -ης, -ήσεως, πληθ. -ήσεις), [λόγ. < αρχ. µάθησις < µανθάνω]
- η σταδιακή απόκτηση γνώσεων και η ανάπτυξη δεξιοτήτων με συστηματική μελέτη και άσκηση.:
- Η μάθηση συνεχίζεται σε ολόκληρη τη ζωή του ανθρώπου.
- Οικογ. Λέξ.: μαθαίνω, μάθημα, μαθητής
- Προσδιορ.: δημιουργική, γόνιμη, εποικοδομητική
μαίνομαι
- Ρήμα, (μαί-νο-μαι), (παρατ. μαινόμουν, παθ. μτχ. μαινόμενος), [αρχ. µαίνοµαι]
- 1. (αμτβ.) είμαι γεμάτος οργή, κάνω σαν τρελός. 2. (αμτβ.) (μτφ.) εκδηλώνομαι με μεγάλη ορμή και ένταση.:
- 1. Μπήκε μαινόμενος στο γραφείο και άρχισε να φωνάζει δυνατά. 2. Η πυρκαγιά μαίνεται ανεξέλεγκτη στο δάσος από το πρωί.
- Συνών.: Συνών: (1) οργίζομαι
- Οικογ. Λέξ.: μανία
μακρύς, -ιά, -ύ
- Επίθετο, Ε6, άψυχα, (μα-κρύς, γεν. -ιού, -ιάς, -ιού, πληθ. -ιοί, -ιές, -ιά), [µεσν. < αρχ. µακρὺς]
- 1. που έχει μεγάλο μήκος. 2. που έχει μεγάλη διάρκεια.:
- 1. Φοράει πάντα μια μακριά φούστα. 2. Οι μακριές χειμωνιάτικες νύχτες δεν περνούσαν ποτέ εύκολα.
- Συνών.: Αντίθ.: (1) κοντός, (2) σύντομος Συνών.: (2) παρατεταμένος, μακρόχρονος
- Σύνθ.: μακρόστενος, μακροπρόθεσμος, ξέμακρος
- Οικογ. Λέξ.: μακραίνω, μακριά (επίρρ.)
μανία
- (η), Ουσιαστικό, Ο19, (μα-νί-α, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. -ιών), [αρχ. µανία < µαίνοµαι]
- 1. ψυχική και πνευματική διαταραχή. 2. έντονο πάθος για κάτι. 3. μεγάλη οργή, βιαιότητα. 4. πολύ μεγάλη ένταση, ορμή.:
- 1. Πάσχει από μανία καταδίωξης. 2. Έχει μεγάλη μανία με το ψάρεμα. 3. Ο εχθρός πολεμούσε με φοβερή μανία. 4. Η βάρκα δεν άντεξε στη μανία του αέρα.
- Συνών.: Συνών.: (1) παραφροσύνη, τρέλα
- Σύνθ.: μεγαλομανία, μυθομανία, ξενομανία
- Οικογ. Λέξ.: μανιάζω, μανιώδης, μανιακός
- Προσδιορ.: (2) αγοραστική, καταναλωτική, ασυγκράτητη
- Φράσεις: Γίνομαι πυρ και μανία
- Επεξηγ.: γίνομαι έξω φρενών, θυμώνω πολύ
μαντεύω
- Ρήμα, Ρ2, (μα-ντεύ-ω), (αόρ. μάντεψα), [αρχ. µαντεύοµαι < µάντις]
- 1. (μτβ.) προβλέπω όσα πρόκειται να συμβούν στο μέλλον. 2. (μτβ.) συμπεραίνω, πιθανολογώ.:
- 1. Υποστηρίζει ότι μπορεί να μαντέψει το μέλλον. 2. Μπορείτε να μαντέψετε αυτό που ακολούθησε ύστερα από μια τέτοια ομιλία.
- Συνών.: Συνών.: (1) προφητεύω, χρησμοδοτώ, προλέγω
- Οικογ. Λέξ.: μάντης, μαντεία, μαντείο, μαντική, μάντεμα
μάρτυρας
- (ο, η), Ουσιαστικό, Ο3, (μάρ-τυ-ρας, γεν. -α, -ος, πληθ. -ες), [µεσν. < αρχ. µάρτυς]
- 1. το πρόσωπο που είναι παρών σ' ένα γεγονός. 2. αυτός που καταθέτει σε δικαστήριο για ορισμένη υπόθεση. 3. όποιος βασανίστηκε ή θανατώθηκε για τη θρησκευτική του πίστη ή δεινοπάθησε για την ιδεολογία του.:
- 1. Ήμουνα μάρτυρας σ' ένα φοβερό ατύχημα. 2. Ο μάρτυρας απάντησε στις ερωτήσεις των δικαστών. 3. Ο Άγιος Στέφανος είναι ένας από τους μάρτυρες της χριστιανικής θρησκείας.
- Σύνθ.: εθνομάρτυρας, πρωτομάρτυρας, ψευδομάρτυρας
- Οικογ. Λέξ.: μαρτυρώ, μαρτυρία, μαρτύριο, μαρτυρικός
- Προσδιορ.: (1, 2) αναξιόπιστος, αυτήκοος, αυτόπτης, (2) ύποπτος
- Φράσεις: Μάρτυς μου ο Θεός
- Επεξηγ.: για επιβεβαίωση της ειλικρίνειάς μου
μάταιος, -η, -ο
- Επίθετο, Ε2, άψυχα, (μά-ται-ος), [αρχ. µάταιος < µάτην (= µάταιος κόπος)]
- που δε φέρνει αποτέλεσμα, άσκοπος, ανώφελος.:
- Οι προσπάθειες που έκανε ήταν όλες μάταιες.
- Συνών.: Συνών.: χαμένος, περιττός
- Σύνθ.: ματαιόδοξος, ματαιοπονία
- Οικογ. Λέξ.: μάταια (επίρρ.), ματαίως (επίρρ.), ματαιώνω, ματαίωση, ματαιότητα
- Προσδιορ.: αγώνας, θυσία, αναζήτηση, λόγος, κόπος
- Φράσεις: Επί ματαίῳ
- Επεξηγ.: χωρίς σκοπό ή προοπτική
μάτι
- (το), Ουσιαστικό, Ο36, (μά-τι, γεν. -ού, πληθ. -α), [µεσν. µάτιν < αρχ. ὀµµάτιον]
- 1. το όργανο της όρασης, ο οφθαλμός. 2. μάτιασμα. 3. (μτφ.) οι οφθαλμοί των βλαστών στα φυτά.:
- 1. Έχει πράσινα μάτια. 2. Έβαλε φυλαχτό, για να μην τον πιάνει το μάτι. 3. Αφήνει σε κάθε κλωνάρι και από ένα μάτι.
- Συνών.: Συνών.: (2) βασκανιά
- Σύνθ.: γαλανομάτης, πονόματος, κατάματα, ανοιχτομάτης
- Οικογ. Λέξ.: ματάκι, ματιά, ματιάζω, μάτιασμα
- Προσδιορ.: (1) άγρυπνο
- Φράσεις: 1. Τα μάτια σου δεκατέσσερα 2. Δεν πιστεύω στα μάτια μου
- Επεξηγ.: 1. να είσαι προσεκτικός 2. για έντονη έκπληξη