Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Δ'-ΣΤ' Δημοτικού
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Η"
ηγούμαι
- Ρήμα, (η-γού-μαι), (αόρ. ηγήθηκα), [αρχ. ἡγοῦµαι]
- (μτβ.) είμαι επικεφαλής, διευθύνω, διοικώ.:
- Ο σημαιοφόρος ηγείται του τμήματος που παρελαύνει. Ηγείται ενός μικρού κόμματος στη Βουλή.
- Συνών.: Αντίθ.: έπομαι, ακολουθώ Συνών: προηγούμαι, προπορεύομαι
- Σύνθ.: προηγούμαι, αφηγούμαι, εξηγούμαι
- Οικογ. Λέξ.: ηγούμενος, ηγεμόνας, ηγεμονικός, ηγεσία, ηγέτης
ήθος
- (το), Ουσιαστικό, Ο37, (ή-θος, γεν. -ους,πληθ. -η, γεν. -ών), [αρχ. ἦθος (= χαρακτήρας)]
- 1. ο τρόπος που ζει και συμπεριφέρεται ο άνθρωπος, ο ατομικός χαρακτήρας του. 2. (πληθ.) παραδοσιακοί κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς.:
- 1. Είναι άτομο που ξεχωρίζει για την εργατικότητα και το ήθος του. 2. Πολλά από τα ήθη και έθιμα του ελληνικού λαού έχουν τις ρίζες τους στην αρχαία Ελλάδα.
- Συνών.: Συνών: (2) συνήθειες, έθιμα
- Σύνθ.: ηθοποιός, ηθογραφία, ηθολογία
- Οικογ. Λέξ.: ηθικός, ηθικά (επίρρ.), ηθική, ηθικό (το), ηθικότητα
- Προσδιορ.: (1) επιστημονικό, πολιτικό, (2) βάρβαρα (τα), αυστηρά (τα), χαλαρά (τα)
ηλεκτρισμός
- (ο), Ουσιαστικό, Ο13, (η-λεκ-τρι-σμός), [αρχ. ἢλεκτρον]
- (φυσ.) η μορφή ενέργειας που οφείλεται σε ροή ηλεκτρονίων και εκδηλώνεται με φωτεινά, θερμικά, μηχανικά ή μαγνητικά φαινόμενα.:
- Ο ηλεκτρισμός συμβάλλει στη βιομηχανική ανάπτυξη μιας περιοχής.
- Σύνθ.: εξηλεκτρισμός
- Οικογ. Λέξ.: ήλεκτρο, ηλεκτρίζω, ηλεκτρικός, ηλεκτρόδιο
- Προσδιορ.: στατικός, ατμοσφαιρικός, θετικός
ηλικία
- (η), Ουσιαστικό, Ο19, (η-λι-κί-α, γεν. -ας, πληθ. -ες), [αρχ. ἡλικία < ἧλιξ (= συνοµίληκος)]
- 1. το χρονικό διάστημα που πέρασε από τη στιγμή που γεννήθηκε κάποιος ως τη στιγμή που γίνεται λόγος γι' αυτόν. 2. οι περίοδοι ή τα στάδια της ζωής του ανθρώπου.:
- 1. Η ηλικία της κόρης του είναι δέκα ετών. 2. Η σχολική ηλικία είναι μια περίοδος της ζωής μας, που θα μας μείνει αξέχαστη.
- Οικογ. Λέξ.: ηλικιώνομαι, ηλικιωμένος
- Προσδιορ.: (2) ώριμη, παιδική, εφηβική, νεανική, γεροντική
- Φράσεις: Στο άνθος της ηλικίας
- Επεξηγ.: στην περίοδο της νεότητας
ήμερος -η, -ο
- Επίθετο, Ε2, έμψυχα και άψυχα, (ή-με-ρος), [αρχ. ἣµερος]
- 1. (για ζώα) που είναι εξημερωμένα. 2. (για φυτά) που καλλιεργούνται από τον άνθρωπο. 3. (για τόπο) που έχει δεχτεί την επέμβαση του ανθρώπου.:
- 1. Ο σκύλος και η γάτα είναι ήμερα ζώα. 2. Καλλιεργεί ήμερα μανιτάρια. 3. Προσπάθησε πολύ, για να κάνει αυτό τον τόπο ήμερο.
- Συνών.: Αντίθ.: (1, 2) άγριος, (3) ακαλλιέργητος Συνών: (1) κατοικίδιος, (3) οργωμένος
- Σύνθ.: ανήμερος
- Οικογ. Λέξ.: ημερώνω, ημέρωμα
- Φράσεις: Παροιμ.: Ήρθαν τ' άγρια να διώξουν τα ήμερα
ήπειρος
- (η), Ουσιαστικό, Ο29, (ή-πει-ρος, γεν. -είρου, πληθ. -οι), [αρχ.ἢπειρος (= ξηρά γη)]
- καθεμία από τις έξι μεγάλες γεωγραφικές περιφέρειες της γης.:
- Η Ασία είναι η μεγαλύτερη ήπειρος της γης.
- Συνών.: Συνών: στεριά, ξηρά
- Σύνθ.: ηπειρογένεση
- Οικογ. Λέξ.: ηπειρωτικός
- Προσδιορ.: αφρικανική, ευρωπαϊκή, ασιατική, απέραντη, αχανής
- Φράσεις: 1. Μαύρη ήπειρος 2. Γηραιά ήπειρος
- Επεξηγ.: 1. η Αφρική 2. η Ευρώπη
ήρεμος -η, -ο
- Επίθετο, Ε2, έμψυχα και άψυχα, (ή-ρε-μος), [µτγν. ἢρεµος < αρχ. ἠρεµῶ]
- ακίνητος, ατάραχος, γαλήνιος.:
- Είναι γενικά ένας ήρεμος άνθρωπος που σπάνια νευριάζει.
- Συνών.: Αντίθ.: ταραγμένος Συνών: ήσυχος, πράος, νηφάλιος
- Οικογ. Λέξ.: ηρεμώ, ήρεμα (επίρρ.), ηρεμία, ηρεμιστικός
- Προσδιορ.: θάλασσα, πνεύμα, ύπνος, άνθρωπος, χαρακτήρας
ήρωας
- (ο), Ουσιαστικό, Ο3, (ή-ρω-ας, γεν. -α,πληθ. -ες, γεν. -ώων), [αρχ. ἣρως]
- 1. αυτός που ξεχωρίζει για το θάρρος και τις γενναίες πράξεις του. 2. μυθικό ή ιστορικό πρόσωπο στην αρχαιότητα που ξεχώριζε για την αρετή και την ανδρεία του. 3. το κεντρικό πρόσωπο σε ένα λογοτεχνικό, θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο.:
- 1. Οι αγώνες των ηρώων του 1821 προκάλεσαν το θαυμασμό ολόκληρης της Ευρώπης. 2.Ο Ηρακλής ήταν ένας από τους ήρωες της μυθολογίας. 3. Ο Γιάννης Αγιάννης είναι ο κεντρικός ήρωας στους «Αθλίους» του Ουγκώ.
- Συνών.: Συνών: (3) πρωταγωνιστής
- Οικογ. Λέξ.: ηρώο, ηρωίδα, ηρωικός, ηρωικά (επίρρ.), ηρωισμός
- Προσδιορ.: (1) εθνικός, (1,2) αθάνατος, (3) κλασικός, (2) μυθικός, αρχαίος, ομηρικός, (1, 3)αφανής, (1, 2, 3) κεντρικός
ησυχία
- (η), Ουσιαστικό, Ο19, (η-συ-χί-α, γεν. -ας, πληθ. - ), [αρχ. ἡσυχία < ἣσυχος]
- 1. έλλειψη θορύβου ή φασαρίας. 2. ηρεμία, γαλήνη.:
- 1. Όταν άρχιζε το μάθημα, στην τάξη επικρατούσε απόλυτη ησυχία. 2. Στο χωριό του βρήκε επιτέλους την ησυχία που ζητούσε.
- Συνών.: Αντίθ.: (1) φασαρία Συνών: (1) σιωπή, σιγή
- Σύνθ.: ανησυχία
- Οικογ. Λέξ.: ήσυχος, ήσυχα (επίρρ.), ησυχάζω, ησυχαστήριο
- Προσδιορ.: (1, 2) απόλυτη, λίγη, (1) παράξενη, περίεργη, ύποπτη
- Φράσεις: Ώρες κοινής ησυχίας
- Επεξηγ.: ώρες κατά τις οποίες απαγορεύεται ο θόρυβος
ήττα
- (η), Ουσιαστικό, Ο19, (ήτ-τα, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. -ών), [αρχ. ἧττα]
- απώλεια μάχης ή οποιουδήποτε αγώνα, αποτυχία.:
- Η ήττα της ομάδας επηρέασε ψυχολογικά τους αθλητές.
- Συνών.: Αντίθ.: νίκη Συνών.: αποτυχία
- Σύνθ.: ηττοπαθής, ηττοπάθεια
- Οικογ. Λέξ.: ηττώμαι
- Προσδιορ.: εκλογική, απροσδόκητη, οδυνηρή, ταπεινωτική, διπλωματική