Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Δ'-ΣΤ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Η"

Βρέθηκαν 12 Λήμματα [1 - 10]

ηγούμαι

  • Ρήμα, (η-γού-μαι), (αόρ. ηγήθηκα), [αρχ. ἡγοῦµαι]
  • (μτβ.) είμαι επικεφαλής, διευθύνω, διοικώ.:
  • Ο σημαιοφόρος ηγείται του τμήματος που παρελαύνει. Ηγείται ενός μικρού κόμματος στη Βουλή.
  • Συνών.: Αντίθ.: έπομαι, ακολουθώ Συνών: προηγούμαι, προπορεύομαι
  • Σύνθ.: προηγούμαι, αφηγούμαι, εξηγούμαι
  • Οικογ. Λέξ.: ηγούμενος, ηγεμόνας, ηγεμονικός, ηγεσία, ηγέτης

ήθος

  • (το), Ουσιαστικό, Ο37, (ή-θος, γεν. -ους,πληθ. -η, γεν. -ών), [αρχ. ἦθος (= χαρακτήρας)]
  • 1. ο τρόπος που ζει και συμπεριφέρεται ο άνθρωπος, ο ατομικός χαρακτήρας του. 2. (πληθ.) παραδοσιακοί κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς.:
  • 1. Είναι άτομο που ξεχωρίζει για την εργατικότητα και το ήθος του. 2. Πολλά από τα ήθη και έθιμα του ελληνικού λαού έχουν τις ρίζες τους στην αρχαία Ελλάδα.
  • Συνών.: Συνών: (2) συνήθειες, έθιμα
  • Σύνθ.: ηθοποιός, ηθογραφία, ηθολογία
  • Οικογ. Λέξ.: ηθικός, ηθικά (επίρρ.), ηθική, ηθικό (το), ηθικότητα
  • Προσδιορ.: (1) επιστημονικό, πολιτικό, (2) βάρβαρα (τα), αυστηρά (τα), χαλαρά (τα)

ηλεκτρισμός

  • (ο), Ουσιαστικό, Ο13, (η-λεκ-τρι-σμός), [αρχ. ἢλεκτρον]
  • (φυσ.) η μορφή ενέργειας που οφείλεται σε ροή ηλεκτρονίων και εκδηλώνεται με φωτεινά, θερμικά, μηχανικά ή μαγνητικά φαινόμενα.:
  • Ο ηλεκτρισμός συμβάλλει στη βιομηχανική ανάπτυξη μιας περιοχής.
  • Σύνθ.: εξηλεκτρισμός
  • Οικογ. Λέξ.: ήλεκτρο, ηλεκτρίζω, ηλεκτρικός, ηλεκτρόδιο
  • Προσδιορ.: στατικός, ατμοσφαιρικός, θετικός

ηλικία

  • (η), Ουσιαστικό, Ο19, (η-λι-κί-α, γεν. -ας, πληθ. -ες), [αρχ. ἡλικία < ἧλιξ (= συνοµίληκος)]
  • 1. το χρονικό διάστημα που πέρασε από τη στιγμή που γεννήθηκε κάποιος ως τη στιγμή που γίνεται λόγος γι' αυτόν. 2. οι περίοδοι ή τα στάδια της ζωής του ανθρώπου.:
  • 1. Η ηλικία της κόρης του είναι δέκα ετών. 2. Η σχολική ηλικία είναι μια περίοδος της ζωής μας, που θα μας μείνει αξέχαστη.
  • Οικογ. Λέξ.: ηλικιώνομαι, ηλικιωμένος
  • Προσδιορ.: (2) ώριμη, παιδική, εφηβική, νεανική, γεροντική
  • Φράσεις: Στο άνθος της ηλικίας
  • Επεξηγ.: στην περίοδο της νεότητας

ήμερος -η, -ο

  • Επίθετο, Ε2, έμψυχα και άψυχα, (ή-με-ρος), [αρχ. ἣµερος]
  • 1. (για ζώα) που είναι εξημερωμένα. 2. (για φυτά) που καλλιεργούνται από τον άνθρωπο. 3. (για τόπο) που έχει δεχτεί την επέμβαση του ανθρώπου.:
  • 1. Ο σκύλος και η γάτα είναι ήμερα ζώα. 2. Καλλιεργεί ήμερα μανιτάρια. 3. Προσπάθησε πολύ, για να κάνει αυτό τον τόπο ήμερο.
  • Συνών.: Αντίθ.: (1, 2) άγριος, (3) ακαλλιέργητος Συνών: (1) κατοικίδιος, (3) οργωμένος
  • Σύνθ.: ανήμερος
  • Οικογ. Λέξ.: ημερώνω, ημέρωμα
  • Φράσεις: Παροιμ.: Ήρθαν τ' άγρια να διώξουν τα ήμερα

ήπειρος

  • (η), Ουσιαστικό, Ο29, (ή-πει-ρος, γεν. -είρου, πληθ. -οι), [αρχ.ἢπειρος (= ξηρά γη)]
  • καθεμία από τις έξι μεγάλες γεωγραφικές περιφέρειες της γης.:
  • Η Ασία είναι η μεγαλύτερη ήπειρος της γης.
  • Συνών.: Συνών: στεριά, ξηρά
  • Σύνθ.: ηπειρογένεση
  • Οικογ. Λέξ.: ηπειρωτικός
  • Προσδιορ.: αφρικανική, ευρωπαϊκή, ασιατική, απέραντη, αχανής
  • Φράσεις: 1. Μαύρη ήπειρος 2. Γηραιά ήπειρος
  • Επεξηγ.: 1. η Αφρική 2. η Ευρώπη

ήρεμος -η, -ο

  • Επίθετο, Ε2, έμψυχα και άψυχα, (ή-ρε-μος), [µτγν. ἢρεµος < αρχ. ἠρεµῶ]
  • ακίνητος, ατάραχος, γαλήνιος.:
  • Είναι γενικά ένας ήρεμος άνθρωπος που σπάνια νευριάζει.
  • Συνών.: Αντίθ.: ταραγμένος Συνών: ήσυχος, πράος, νηφάλιος
  • Οικογ. Λέξ.: ηρεμώ, ήρεμα (επίρρ.), ηρεμία, ηρεμιστικός
  • Προσδιορ.: θάλασσα, πνεύμα, ύπνος, άνθρωπος, χαρακτήρας

ήρωας

  • (ο), Ουσιαστικό, Ο3, (ή-ρω-ας, γεν. -α,πληθ. -ες, γεν. -ώων), [αρχ. ἣρως]
  • 1. αυτός που ξεχωρίζει για το θάρρος και τις γενναίες πράξεις του. 2. μυθικό ή ιστορικό πρόσωπο στην αρχαιότητα που ξεχώριζε για την αρετή και την ανδρεία του. 3. το κεντρικό πρόσωπο σε ένα λογοτεχνικό, θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο.:
  • 1. Οι αγώνες των ηρώων του 1821 προκάλεσαν το θαυμασμό ολόκληρης της Ευρώπης. 2.Ο Ηρακλής ήταν ένας από τους ήρωες της μυθολογίας. 3. Ο Γιάννης Αγιάννης είναι ο κεντρικός ήρωας στους «Αθλίους» του Ουγκώ.
  • Συνών.: Συνών: (3) πρωταγωνιστής
  • Οικογ. Λέξ.: ηρώο, ηρωίδα, ηρωικός, ηρωικά (επίρρ.), ηρωισμός
  • Προσδιορ.: (1) εθνικός, (1,2) αθάνατος, (3) κλασικός, (2) μυθικός, αρχαίος, ομηρικός, (1, 3)αφανής, (1, 2, 3) κεντρικός

ησυχία

  • (η), Ουσιαστικό, Ο19, (η-συ-χί-α, γεν. -ας, πληθ. - ), [αρχ. ἡσυχία < ἣσυχος]
  • 1. έλλειψη θορύβου ή φασαρίας. 2. ηρεμία, γαλήνη.:
  • 1. Όταν άρχιζε το μάθημα, στην τάξη επικρατούσε απόλυτη ησυχία. 2. Στο χωριό του βρήκε επιτέλους την ησυχία που ζητούσε.
  • Συνών.: Αντίθ.: (1) φασαρία Συνών: (1) σιωπή, σιγή
  • Σύνθ.: ανησυχία
  • Οικογ. Λέξ.: ήσυχος, ήσυχα (επίρρ.), ησυχάζω, ησυχαστήριο
  • Προσδιορ.: (1, 2) απόλυτη, λίγη, (1) παράξενη, περίεργη, ύποπτη
  • Φράσεις: Ώρες κοινής ησυχίας
  • Επεξηγ.: ώρες κατά τις οποίες απαγορεύεται ο θόρυβος

ήττα

  • (η), Ουσιαστικό, Ο19, (ήτ-τα, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. -ών), [αρχ. ἧττα]
  • απώλεια μάχης ή οποιουδήποτε αγώνα, αποτυχία.:
  • Η ήττα της ομάδας επηρέασε ψυχολογικά τους αθλητές.
  • Συνών.: Αντίθ.: νίκη Συνών.: αποτυχία
  • Σύνθ.: ηττοπαθής, ηττοπάθεια
  • Οικογ. Λέξ.: ηττώμαι
  • Προσδιορ.: εκλογική, απροσδόκητη, οδυνηρή, ταπεινωτική, διπλωματική