Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Δ'-ΣΤ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Υ"

Βρέθηκαν 34 Λήμματα [1 - 10]

ύβρις

  • (η), ύβρη, Ουσιαστικό, Ο27, (ύ-βρις, γεν. -εως, πληθ. -εις), [αρχ. ὓβρις]
  • 1. προσβολή της τιμής ή της αξιοπρέπειας κάποιου με λόγια ή πράξεις. 2. (αρχαία τραγωδία) η αλαζονική συμπεριφορά που φανερώνει ασέβεια και περιφρόνηση του μέτρου και των ορίων και οδηγεί στην τιμωρία του ήρωα.:
  • 1. Μερικές φορές αντί για επιχειρήματα χρησιμοποιεί ύβρεις. 2. Στην αρχαία τραγωδία η ύβρις των ηρώων τιμωρείται από τη θεά Νέμεση.
  • Συνών.: Συνών.: (1) βρισιά
  • Οικογ. Λέξ.: υβρίζω, υβριστής, υβριστικός
  • Προσδιορ.: (1) προσβλητική, βάναυση, βλάσφημη

υγεία

  • (η), Ουσιαστικό, Ο19, (υ-γεί-α, γεν. -ας, πληθ. - ), [µτγν. ὑγεία < αρχ. ὑγίεια]
  • καλή και φυσιολογική κατάσταση του οργανισμού.:
  • Η μεσογειακή διατροφή συμβάλλει στην καλή υγεία του οργανισμού.
  • Συνών.: Αντίθ.: αρρώστια, ασθένεια
  • Σύνθ.: υγειονόμος
  • Οικογ. Λέξ.: υγιής, υγιαίνω, υγιεινός, υγιεινή (η)
  • Φράσεις: 1. είμαι υγιέστατος 2. ευχή που χρησιμοποιούμε σε πρόποση 3. να μας συμβούν παρόμοια ευχάριστα γεγονότα

υγρός, -ή, -ό

  • Επίθετο, Ε1, άψυχα, (υ-γρός), [λόγ. < αρχ. ὑγρὸς]
  • 1. που βρίσκεται σε ρευστή κατάσταση. 2. βρεγμένος, μουσκεμένος, νοτισμένος.:
  • 1. Το πετρέλαιο και η βενζίνη ανήκουν στα υγρά καύσιμα. 2. Τα μάτια του ήταν υγρά από τη συγκίνηση.
  • Σύνθ.: υγροβιότοπος
  • Οικογ. Λέξ.: υγρό, υγραίνω, υγρασία
  • Φράσεις: 1. το λ και το ρ 2. εύφλεκτο υγρό, πολεμικό όπλο των Βυζαντινών

ύδρευση

  • (η), Ουσιαστικό, Ο28, (ύ-δρευ-ση, γεν. -ης, -εύσεως, πληθ. - ), [λόγ. < ελνστ. ὓδρευσις]
  • τροφοδοσία μιας περιοχής με νερό.:
  • Τα έργα ύδρευσης προκαλούν κυκλοφοριακά προβλήματα.
  • Οικογ. Λέξ.: υδρεύομαι, υδρευτικός

υδρόγειος

  • (η), Ουσιαστικό, Ο29, (υ-δρό-γει-ος), [< ὓδωρ + γῆ ]
  • 1. η γήινη σφαίρα, η Γη. 2. σφαίρα που φέρνει στην επιφάνειά της έναν πολιτικό ή γεωφυσικό χάρτη της Γης και χρησιμοποιείται ως εποπτικό μέσο διδασκαλίας.:
  • 1. Ταξίδεψε σε ολόκληρη την υδρόγειο. 2. Στο μάθημα της Γεωγραφίας οι μαθητές βρήκαν στην υδρόγειο του σχολείου τα κράτη της βαλκανικής χερσονήσου.

    υιοθετώ

    • Ρήμα, Ρ6, (υι-ο-θε-τώ), (αόρ. υιοθέτησα, παθ.αόρ. υιοθετήθηκα, παθ. μτχ. υιοθετημένος), [µτγν. υἱοθετῶ < υἱὸς + τίθηµι]
    • 1. (μτβ.) αναγνωρίζω επίσημα ξένο παιδί ως δικό μου. 2. (μτβ.) (μτφ.) εγκρίνω και αποδέχομαι ξένες ενέργειες ή ιδέες ως δικές μου.:
    • 1. Πολλοί ξένοι ηθοποιοί υιοθετούν παιδιά από χώρες του Τρίτου Κόσμου. 2. Όλοι οι καθηγητές υιοθέτησαν την πρόταση του διευθυντή για τη σχολική εκδρομή.
    • Οικογ. Λέξ.: υιοθεσία, υιοθέτηση

    ύμνος

    • (ο), Ουσιαστικό, Ο14, (ύ-μνος, γεν. -ου, πληθ. -οι), [λόγ. < αρχ. ὓµνος]
    • 1. άσμα που ψέλνεται προς τιμή Θεού, ήρωα ή αγίου. 2. τραγούδι, εγκωμιαστικό ποίημα. 3. (μτφ.) έπαινος, εγκώμιο.:
    • 1. Ο Ακάθιστος Ύμνος είναι ύμνος με ευχαριστίες προς τη Θεοτόκο. 2. Τον «Ύµνο εις την Ελευθερίαν» έγραψε ο Δ. Σολωμός. 3. Η ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη αποτελεί ύμνο για τον ήλιο και τη θάλασσα της Ελλάδας.
    • Συνών.: Συνών.: (3) εξύμνηση
    • Σύνθ.: υμνολογώ, υμνογραφία
    • Οικογ. Λέξ.: υμνώ, υμνητής
    • Προσδιορ.: (1) τρισάγιος, (1, 2) πατριωτικός, (2) ομηρικός
    • Φράσεις: Εθνικός Ύμνος
    • Επεξηγ.: σύντομο επίσημα καθιερωμένο τραγούδι εθνικής ενότητας

    υπακούω

    • Ρήμα, (υ-πα-κού-ω), (αόρ. υπάκουσα), [λόγ. < αρχ. ὑπακούω]
    • (μτβ.) εκτελώ την προσταγή ή συμβουλή κάποιου.:
    • Οι στρατιώτες υπάκουσαν αμέσως στις διαταγές του αξιωματικού τους.
    • Συνών.: Αντίθ.: απειθαρχώ Συνών.: πειθαρχώ
    • Οικογ. Λέξ.: υπακοή, υπάκουος

    υπάλληλος

    • (ο), Ουσιαστικό, Ο16, (υ-πάλ-λη-λος, γεν. -ήλου, πληθ. -οι), [αρχ. ὑπάλληλος]
    • αυτός που εκτελεί μια εργασία, η οποία, συνήθως, δεν είναι χειρωνακτική, έχει προϊστάμενο και αμείβεται με μηνιαίο μισθό.:
    • Οι εκπαιδευτικοί είναι υπάλληλοι τουΥπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.
    • Σύνθ.: εμποροϋπάλληλος, εργατοϋπάλληλος
    • Οικογ. Λέξ.: υπαλληλία, υπαλληλικός, υπαλληλίκι (το)
    • Προσδιορ.: δημόσιος, ιδιωτικός, μόνιμος, ευσυνείδητος

    υπαναχωρώ

    • Ρήμα, Ρ6, (υ-πα-να-χω-ρώ), (αόρ. υπαναχώ-ρησα), [λόγ. < αρχ. ὑπαναχωρῶ < ὑπὸ + ἀνὰ + χωρῶ]
    • (αμτβ.) επιστρέφω σε προηγούμενη θέση ή άποψη, εγκαταλείποντας κάτι που υποστήριζα προηγουμένως.:
    • Έλεγε ότι θα μας βοηθήσει οικονομικά, αλλά τελικά υπαναχώρησε.
    • Συνών.: Αντίθ.: επιμένω Συνών.: υποχωρώ, ανακαλώ, αποκηρύσσω
    • Οικογ. Λέξ.: υπαναχώρηση