Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Δ'-ΣΤ' Δημοτικού
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Υ"
ύβρις
- (η), ύβρη, Ουσιαστικό, Ο27, (ύ-βρις, γεν. -εως, πληθ. -εις), [αρχ. ὓβρις]
- 1. προσβολή της τιμής ή της αξιοπρέπειας κάποιου με λόγια ή πράξεις. 2. (αρχαία τραγωδία) η αλαζονική συμπεριφορά που φανερώνει ασέβεια και περιφρόνηση του μέτρου και των ορίων και οδηγεί στην τιμωρία του ήρωα.:
- 1. Μερικές φορές αντί για επιχειρήματα χρησιμοποιεί ύβρεις. 2. Στην αρχαία τραγωδία η ύβρις των ηρώων τιμωρείται από τη θεά Νέμεση.
- Συνών.: Συνών.: (1) βρισιά
- Οικογ. Λέξ.: υβρίζω, υβριστής, υβριστικός
- Προσδιορ.: (1) προσβλητική, βάναυση, βλάσφημη
υγεία
- (η), Ουσιαστικό, Ο19, (υ-γεί-α, γεν. -ας, πληθ. - ), [µτγν. ὑγεία < αρχ. ὑγίεια]
- καλή και φυσιολογική κατάσταση του οργανισμού.:
- Η μεσογειακή διατροφή συμβάλλει στην καλή υγεία του οργανισμού.
- Συνών.: Αντίθ.: αρρώστια, ασθένεια
- Σύνθ.: υγειονόμος
- Οικογ. Λέξ.: υγιής, υγιαίνω, υγιεινός, υγιεινή (η)
- Φράσεις: 1. είμαι υγιέστατος 2. ευχή που χρησιμοποιούμε σε πρόποση 3. να μας συμβούν παρόμοια ευχάριστα γεγονότα
υγρός, -ή, -ό
- Επίθετο, Ε1, άψυχα, (υ-γρός), [λόγ. < αρχ. ὑγρὸς]
- 1. που βρίσκεται σε ρευστή κατάσταση. 2. βρεγμένος, μουσκεμένος, νοτισμένος.:
- 1. Το πετρέλαιο και η βενζίνη ανήκουν στα υγρά καύσιμα. 2. Τα μάτια του ήταν υγρά από τη συγκίνηση.
- Σύνθ.: υγροβιότοπος
- Οικογ. Λέξ.: υγρό, υγραίνω, υγρασία
- Φράσεις: 1. το λ και το ρ 2. εύφλεκτο υγρό, πολεμικό όπλο των Βυζαντινών
ύδρευση
- (η), Ουσιαστικό, Ο28, (ύ-δρευ-ση, γεν. -ης, -εύσεως, πληθ. - ), [λόγ. < ελνστ. ὓδρευσις]
- τροφοδοσία μιας περιοχής με νερό.:
- Τα έργα ύδρευσης προκαλούν κυκλοφοριακά προβλήματα.
- Οικογ. Λέξ.: υδρεύομαι, υδρευτικός
υδρόγειος
- (η), Ουσιαστικό, Ο29, (υ-δρό-γει-ος), [< ὓδωρ + γῆ ]
- 1. η γήινη σφαίρα, η Γη. 2. σφαίρα που φέρνει στην επιφάνειά της έναν πολιτικό ή γεωφυσικό χάρτη της Γης και χρησιμοποιείται ως εποπτικό μέσο διδασκαλίας.:
- 1. Ταξίδεψε σε ολόκληρη την υδρόγειο. 2. Στο μάθημα της Γεωγραφίας οι μαθητές βρήκαν στην υδρόγειο του σχολείου τα κράτη της βαλκανικής χερσονήσου.
υιοθετώ
- Ρήμα, Ρ6, (υι-ο-θε-τώ), (αόρ. υιοθέτησα, παθ.αόρ. υιοθετήθηκα, παθ. μτχ. υιοθετημένος), [µτγν. υἱοθετῶ < υἱὸς + τίθηµι]
- 1. (μτβ.) αναγνωρίζω επίσημα ξένο παιδί ως δικό μου. 2. (μτβ.) (μτφ.) εγκρίνω και αποδέχομαι ξένες ενέργειες ή ιδέες ως δικές μου.:
- 1. Πολλοί ξένοι ηθοποιοί υιοθετούν παιδιά από χώρες του Τρίτου Κόσμου. 2. Όλοι οι καθηγητές υιοθέτησαν την πρόταση του διευθυντή για τη σχολική εκδρομή.
- Οικογ. Λέξ.: υιοθεσία, υιοθέτηση
ύμνος
- (ο), Ουσιαστικό, Ο14, (ύ-μνος, γεν. -ου, πληθ. -οι), [λόγ. < αρχ. ὓµνος]
- 1. άσμα που ψέλνεται προς τιμή Θεού, ήρωα ή αγίου. 2. τραγούδι, εγκωμιαστικό ποίημα. 3. (μτφ.) έπαινος, εγκώμιο.:
- 1. Ο Ακάθιστος Ύμνος είναι ύμνος με ευχαριστίες προς τη Θεοτόκο. 2. Τον «Ύµνο εις την Ελευθερίαν» έγραψε ο Δ. Σολωμός. 3. Η ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη αποτελεί ύμνο για τον ήλιο και τη θάλασσα της Ελλάδας.
- Συνών.: Συνών.: (3) εξύμνηση
- Σύνθ.: υμνολογώ, υμνογραφία
- Οικογ. Λέξ.: υμνώ, υμνητής
- Προσδιορ.: (1) τρισάγιος, (1, 2) πατριωτικός, (2) ομηρικός
- Φράσεις: Εθνικός Ύμνος
- Επεξηγ.: σύντομο επίσημα καθιερωμένο τραγούδι εθνικής ενότητας
υπακούω
- Ρήμα, (υ-πα-κού-ω), (αόρ. υπάκουσα), [λόγ. < αρχ. ὑπακούω]
- (μτβ.) εκτελώ την προσταγή ή συμβουλή κάποιου.:
- Οι στρατιώτες υπάκουσαν αμέσως στις διαταγές του αξιωματικού τους.
- Συνών.: Αντίθ.: απειθαρχώ Συνών.: πειθαρχώ
- Οικογ. Λέξ.: υπακοή, υπάκουος
υπάλληλος
- (ο), Ουσιαστικό, Ο16, (υ-πάλ-λη-λος, γεν. -ήλου, πληθ. -οι), [αρχ. ὑπάλληλος]
- αυτός που εκτελεί μια εργασία, η οποία, συνήθως, δεν είναι χειρωνακτική, έχει προϊστάμενο και αμείβεται με μηνιαίο μισθό.:
- Οι εκπαιδευτικοί είναι υπάλληλοι τουΥπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.
- Σύνθ.: εμποροϋπάλληλος, εργατοϋπάλληλος
- Οικογ. Λέξ.: υπαλληλία, υπαλληλικός, υπαλληλίκι (το)
- Προσδιορ.: δημόσιος, ιδιωτικός, μόνιμος, ευσυνείδητος
υπαναχωρώ
- Ρήμα, Ρ6, (υ-πα-να-χω-ρώ), (αόρ. υπαναχώ-ρησα), [λόγ. < αρχ. ὑπαναχωρῶ < ὑπὸ + ἀνὰ + χωρῶ]
- (αμτβ.) επιστρέφω σε προηγούμενη θέση ή άποψη, εγκαταλείποντας κάτι που υποστήριζα προηγουμένως.:
- Έλεγε ότι θα μας βοηθήσει οικονομικά, αλλά τελικά υπαναχώρησε.
- Συνών.: Αντίθ.: επιμένω Συνών.: υποχωρώ, ανακαλώ, αποκηρύσσω
- Οικογ. Λέξ.: υπαναχώρηση