Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Δ'-ΣΤ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Δ"

Βρέθηκαν 23 Λήμματα [1 - 10]

δανείζω

  • Ρήμα, Ρ4, (δα-νεί-ζω), (αόρ. δάνεισα, παθ.αόρ. δανείστηκα, παθ. μτχ. δανεισμένος), [αρχ. δανείζω < δάνειον < δάνος (=δώρο)]
  • (μτβ.) δίνω χρήματα ή άλλα πράγματα με τη συμφωνία να μου επιστραφούν.:
  • Δάνεισε το βιβλίο της Ιστορίας στο συμμαθητή του.
  • Οικογ. Λέξ.: δάνειο, δανεικός, δανεισμός, δανειστής, δανειστικός

δέηση

  • (η), Ουσιαστικό, Ο28, (δέ-η-ση, γεν. -ης, -ήσεως, πληθ. -ήσεις,γεν. -ήσεων), [αρχ. δέησις < δέω - δέοµαι (= έχω ανάγκη, χρειάζοµαι)]
  • προσευχή που απευθύνεται στο Θεό με συγκεκριμένη παράκληση.:
  • Στον εορτασμό για την απελευθέρωση της πόλης έγινε επιμνημόσυνη δέηση και κατάθεση στεφάνων στο μνημείο των πεσόντων.
  • Συνών.: Συνών: ικεσία
  • Οικογ. Λέξ.: δέομαι
  • Προσδιορ.: κατανυκτική, επιμνημόσυνη, εσπερινή

δέχομαι

  • Ρήμα, Ρ3, (δέ-χο-μαι), (παθ. αόρ. δέχτηκα παθ. μτχ. ενεστ. δεχόμενος), [αρχ. δέχοµαι]
  • 1. (μτβ.) παίρνω κάτι που μου προσφέρουν. 2. (μτβ.) παραδέχομαι, αναγνωρίζω, συμφωνώ. 3. (μτβ.) ανέχομαι την άδικη συμπεριφορά κάποιου. 4. (μτβ.) υποδέχομαι, φιλοξενώ, επιτρέπω την είσοδο.:
  • 1. Δέχτηκε με χαρά τα δώρα που του έκαναν. 2. Δέχομαι ότι έχεις δίκιο για το θέμα που συζητήσαμε. 3. Δε δέχομαι να μου μιλάς με τέτοιον τρόπο. 4. Δέχτηκε με ευγένεια όλους τους καλεσμένους του.
  • Συνών.: Αντίθ.: (2) αρνούμαι, απορρίπτω Συνών.: (1) παραλαμβάνω, (2) επιδοκιμάζω, εγκρίνω, (3) υπομένω
  • Σύνθ.: αποδέχομαι, παραδέχομαι, καταδέχομαι, διαδέχομαι, καλοδέχομαι
  • Οικογ. Λέξ.: δέκτης, δεκτός, δεκτικός, δεκτικότητα, δεξαμενή, δεξίωση, δεξιότητα, δοχείο

δήλωση

  • (η), Ουσιαστικό, Ο28, (δή-λω-ση, γεν. -ης, -ώσεως, πληθ. -ώσεις, γεν. -ώσε-ων), [αρχ. δήλωσις < δηλῶ ]
  • 1. το να γίνεται κάτι γνωστό, φανερό. 2. επίσημη γραπτή ανακοίνωση προς τις αρμόδιες αρχές.:
  • 1. Έκανε στο κοινό δηλώσεις στους δημοσιογράφους για την οικονομική κατάσταση της χώρας 2. Κατέθεσε δήλωση στην εφορία για τα εισοδήματά του.
  • Συνών.: Συνών.: (1) γνωστοποίηση
  • Σύνθ.: εκδήλωση, διαδήλωση
  • Οικογ. Λέξ.: δηλώνω, δηλωμένος, δηλωτικός
  • Προσδιορ.: (2) φορολογική,υπεύθυνη

δημοκρατία

  • (η), Ουσιαστικό, Ο19, (δη-μο-κρα-τί-α), [λόγ. < αρχ. δηµοκρατία < δῆµος + κρατῶ (= εξουσιάζω)]
  • πολίτευμα σύμφωνα με το οποίο η εξουσία πηγάζει από το λαό και ασκείται με βάση τη βούληση της πλειοψηφίας.:
  • Η αρχαία Αθήνα είναι ο τόπος που γεννήθηκε η δημοκρατία.
  • Συνών.: Αντίθ.: μοναρχία, ολιγαρχία, απολυταρχία, τυραννία, δικτατορία, φασισμός
  • Οικογ. Λέξ.: δημοκράτης, δημοκρατικός, δημοκρατικότητα
  • Φράσεις: 1. Προεδρευομένη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία 2. Άμεση δημοκρατία
  • Επεξηγ.: 1. ο Πρόεδρος εκλέγεται από τους βουλευτές και είναι ο ρυθμιστής του πολιτεύματος 2. οι αποφάσεις λαμβάνονται απευθείας από τους πολίτες, χωρίς τη μεσολάβηση αντιπροσώπων

διαίρεση

  • (η), Ουσιαστικό, Ο28, (δι-αί-ρε-ση, γεν. -ης, -έσεως, πληθ. -έσεις, γεν. -έσεων), [λόγ. < αρχ. διαίρεσις < διαιρῶ]
  • 1. ο χωρισμός σε μέρη. 2. (μαθημ.) μία από τις τέσσερις πράξεις της αριθμητικής, με την οποία χωρίζουμε ένα ποσό σε ίσα μέρη.:
  • 1. Η διαίρεση της περιουσίας έγινε σε όλα τα αδέρφια. 2. Το αποτέλεσμα της διαίρεσης ονομάζεται πηλίκο.
  • Συνών.: Συνών: (1) διαχωρισμός, διαμελισμός
  • Οικογ. Λέξ.: διαιρέτης, διαιρετός, διαιρετέος, διαιρέσιμος
  • Προσδιορ.: (2) δεκαδική, τριαδική , (1) φυσική
  • Φράσεις: Ατελής διαίρεση
  • Επεξηγ.: αυτή που αφήνει υπόλοιπο

διακήρυξη

  • (η), Ουσιαστικό, Ο28, (δια-κή-ρυ-ξη, γεν. -ης, -ύξεως, πληθ. -ύξεις, γεν. -ύξεων), [µτγν. διακήρυξις < διακηρύττω]
  • 1. η επίσημη ανακοίνωση θέσεων, αρχών, αποφάσεων. 2. διεθνής συμφωνία μεταξύ δύο κρατών.:
  • 1. Η ιδρυτική διακήρυξη του νέου κόμματος. 2. Υπογράφτηκε διακήρυξη φιλίας και συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών.
  • Συνών.: Συνών.: (1) ανακοίνωση, κοινοποίηση, γνωστοποίηση
  • Προσδιορ.: (1) προεκλογική, (1, 2) πολιτική, ιδεολογική

διάλειμμα

  • (το), Ουσιαστικό, Ο40, (διά-λειμ-μα, γεν. -είμματος πληθ. -είμματα, γεν. -άτων), [αρχ. διάλειµµα < διαλείπω]
  • προσωρινή διακοπή, παύση.:
  • Οι εργάτες έκαναν διάλειμμα για φαγητό.
  • Προσδιορ.: απαραίτητο, ευχάριστο, σύντομο, μουσικό
  • Φράσεις: Κατά διαλείμματα
  • Επεξηγ.: από καιρό σε καιρό

διάλογος

  • (ο), Ουσιαστικό, Ο16, (διά-λο-γος, γεν. -όγου πληθ. -οι), [λόγ. < αρχ. διάλογος]
  • συζήτηση, συνομιλία ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα.:
  • Τα προβλήματα στο σχολείο λύνονται πιο εύκολα με διάλογο και συνεννόηση.
  • Συνών.: Αντίθ.: (1) μονόλογος Συνών.: στιχομυθία
  • Οικογ. Λέξ.: διαλογίζομαι, διαλογικός
  • Προσδιορ.: γόνιμος, ειλικρινής, εποικοδομητικός, έντονος
  • Φράσεις: Διάλογος κωφών
  • Επεξηγ.: για έλλειψη πραγματικού διαλόγου, όπου ο καθένας επιμένει στις απόψεις του

διαμαρτύρομαι

  • Ρήμα, Ρ3, (δια-μαρ-τύ-ρο-μαι), (παθ. αόρ. διαμαρτυρήθηκα), [αρχ. διαµαρτύροµαι]
  • (αμτβ.) εκφράζω έντονα παράπονα ή αντίθεση για κάτι που είναι άδικο ή παράνομο.:
  • Οι κάτοικοι διαμαρτυρήθηκαν για την υποβάθμιση του περιβάλλοντος στην περιοχή τους.
  • Συνών.: Συνών.: παραπονούμαι