Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Δ'-ΣΤ' Δημοτικού
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Β"
βαδίζω
- Ρήμα, Ρ4, (βα-δί-ζω), (αόρ. βάδισα), [λόγ. < αρχ. βαδίζω < βάδην < βαίνω]
- 1. (αμτβ.) πηγαίνω με τα πόδια, περπατώ. 2. (αμτβ.) (μτφ.) κατευθύνομαι.:
- 1. Οι δυο φίλοι βάδιζαν για πολλή ώρα σιωπηλοί. 2. Βαδίζει σταθερά προς την επιτυχία.
- Συνών.: Συνών.: (1) βηματίζω, (2) οδεύω
- Σύνθ.: συμβαδίζω
- Οικογ. Λέξ.: βάδισμα, βαδιστής, βάδην (το)
βαθμός
- (ο), Ουσιαστικό, Ο13, (βαθ-μός), [λόγ. < αρχ. βαθµὸς (= σκαλοπάτι) < βαίνω]
- 1. μέτρο που δείχνει την επίδοση ή την ικανότητα κάποιου. 2. η σειρά που κατέχει κάποιος σε μια ιεραρχία. 3. συγγενική σχέση. 4. μονάδα μέτρησης για διάφορα μεγέθη. 5. (γραμμ.) οι τρεις μορφές των επιθέτων και των επιρρημάτων (παραθετικά).:
- 1. Τελείωσε το Λύκειο με πολύ καλούς βαθμούς. 2. Αποστρατεύτηκε με το βαθμό του συνταγματάρχη. 3. Πατέρας και γιος είναι μεταξύ τους συγγενείς πρώτου βαθμού. 4.Η θερμοκρασία έφτασε στους είκοσι βαθμούς Κελσίου. 5. Εκτός από το θετικό έχουμε το συγκριτικό και τον υπερθετικό βαθμό ενός επιθέτου.
- Συνών.: Συνών.: (1) μέτρο, (2) βαθμίδα, θέση, αξίωμα
- Σύνθ.: βαθμολογώ, βαθμολογία, βαθμολόγιο, βαθμολογητής, βαθμολόγηση, βαθμοθηρία, βαθμοφόρος, ισόβαθμος, χαμηλόβαθμος, υψηλόβαθμος
- Οικογ. Λέξ.: βαθμίδα, βαθμιαίος, βαθμιαία (επίρρ.)
- Προσδιορ.: (1, 5) θετικός, (1, 2, 4) κατώτατος, ανώτερος, χαμηλός
- Φράσεις: Ως ένα βαθμό
- Επεξηγ.: μέχρις ενός σημείου
βάρος
- (το), Ουσιαστικό, Ο37, (βά-ρος, γεν. -ους, πληθ. -η), [λόγ. < αρχ. βάρος]
- 1. (φυσ.) η φυσική ιδιότητα που έχουν όλα τα σώματα να πέφτουν από πάνω προς τα κάτω, όταν αφήνονται ελεύθερα ή να πιέζουν άλλα που βρίσκονται κάτω απ' αυτά. 2. ο αριθμός που μας δείχνει πόσο ζυγίζει ένα σώμα. 3. (μτφ.) κύρος, επιρροή.:
- 1. Από το βάρος του χιονιού κατέρρευσε η στέγη του σπιτιού μας. 2. Το βάρος του μωρού είναι τρία κιλά. 3. Τα λόγια του έχουν πάντα ιδιαίτερο βάρος.
- Σύνθ.: βαρόμετρο, απόβαρο, αντίβαρο, ισόβαρος
- Οικογ. Λέξ.: βαραίνω, βαρίδι, βαρύτητα, βαριά (επίρρ.)
- Προσδιορ.: (2) αβάσταχτο, ασήκωτο, καθαρό, μεικτό
- Φράσεις: 1. Πήρα βάρος 2. Άρση βαρών 3. Ρίχνω το βάρος σε κάτι
- Επεξηγ.: 1. πάχυνα 2. το άθλημα στο οποίο οι αθλητές σηκώνουν βάρη 3. αποδίδω σημασία
βάση
- (η), Ουσιαστικό, Ο27, (βά-ση, γεν. -ης, -εως, πληθ. -εις), [λόγ. < αρχ. βάσις (= στήριγµα) < βαίνω]
- 1. θεμέλιο, βάθρο. 2. το κάτω μέρος ενός σώματος ή σχήματος.:
- 1. Η πολυκατοικία που μένουμε έχει γερές βάσεις. 2. Η βάση του τριγώνου είναι δέκα εκατοστά.
- Συνών.: Αντίθ.: (2) κορυφή Συνών.: (1) υποστήριγμα, υπόβαθρο, υποδομή
- Σύνθ.: ανάβαση, κατάβαση, διάβαση, παράβαση, έκβαση, απόβαση, υπέρβαση, πρόσβαση, σύμβαση
- Οικογ. Λέξ.: βασίζομαι, βασικός, βασικά (επίρρ.), βάσιμος
- Προσδιορ.: (1, 2) γερή, στέρεα
- Φράσεις: 1. Δίνω βάση 2. Έπιασε τη βάση 3. Βάση δεδομένων
- Επεξηγ.: 1. προσέχω, εμπιστεύομαι 2. ο μικρότερος βαθμός επιτυχίας 3. οργανωμένη συλλογή πληροφοριών
βελτιώνω
- Ρήμα, Ρ1, (βελ-τι-ώ-νω), (αόρ. βελτίωσα, παθ.αόρ. βελτιώθηκα, παθ. μτχ. βελτιωμένος), [λόγ. βελτιώνω < αρχ. βελτιῶ < βελτίων (= καλύτερος)]
- (μτβ.) κάνω κάτι καλύτερο απ' ό,τι είναι, καλυτερεύω.:
- Οι μαθητές βελτίωσαν τη βαθμολογία τους.
- Συνών.: Αντίθ.: χειροτερεύω, επιδεινώνω Συνών: αναβαθμίζω
- Οικογ. Λέξ.: βελτίωση, βελτιώσιμος, βελτιωτικός
βήμα
- (το), Ουσιαστικό, Ο39, (βή-μα, γεν. -ατος, πληθ. -ατα, γεν. -άτων), [αρχ. βῆµα < βαίνω (= προχωρώ)]
- 1. η μετακίνηση του ενός ποδιού σε σχέση με το άλλο στο περπάτημα ή το χορό. 2. ο ιδιαίτερος τρόπος που περπατάει κάποιος. 3. η μικρή απόσταση. 4. το βάθρο απ' όπου εκφωνούνται ομιλίες.:
- 1. Έκανε τρία βήματα μπροστά. 2. Τον γνωρίζω από το βαρύ του βήμα. 3. Το σχολείο απέχει μόνο δυο βήματα από το σπίτι του. 4. Ο ομιλητής ανέβηκε στο βήμα, για να εκφωνήσει τον πανηγυρικό της ημέρας.
- Συνών.: Συνών.: (2) βηματισμός, βάδισμα, περπατησιά, (3) δρασκελιά, (4) έδρα
- Σύνθ.: βηματοδότης
- Οικογ. Λέξ.: βηματίζω, βηματισμός
- Προσδιορ.: (1) μετέωρο, διστακτικό, αποφασιστικό, (1, 2) γοργό, ρυθμικό
- Φράσεις: 1. Ακολουθώ κατά βήμα 2. Βήμα-βήμα 3. Το πρώτο βήμα
- Επεξηγ.: 1. μιμούμαι πιστά 2. σιγά-σιγά 3. η πρώτη προσπάθεια
βίος
- (ο), Ουσιαστικό, Ο14, (βί-ος, γεν. -ου, πληθ. -οι), [λόγ. < αρχ. βίος]
- η ζωή, η διάρκεια της ζωής, η βιογραφία.:
- Ο βίος του υπήρξε πολυτάραχος. Ο βίος πολλών συγγραφέων είναι ευρύτερα γνωστός.
- Σύνθ.: βιολογία, βιομηχανία, βιοπάλη, βιοτέχνης, έμβιος, υδρόβιος
- Οικογ. Λέξ.: βιώνω, βίωμα, βιώσιμος
- Φράσεις: 1. Δια βίου 2. Βίος και πολιτεία
- Επεξηγ.: 1. σε ολόκληρη τη ζωή 2. για κάποιον που έχει μια ταλαιπωρημένη ή περιπετειώδη ζωή
βοριάς
- (ο), Ουσιαστικό, Ο4, (βο-ριάς, γεν. -ιά πληθ. -ιάδες), [µεσν. βοριὰς < αρχ. βορέας]
- κρύος άνεμος που φυσάει από το βορρά προς το νότο.:
- Τα πλοία έμειναν δεμένα στο λιμάνι, επειδή φυσούσαν δυνατοί βοριάδες.
- Συνών.: Αντίθ: νοτιάς Συνών: τραμουντάνα
- Οικογ. Λέξ.: βορράς, βορινός
- Προσδιορ.: κρύος, παγωμένος, άγριος, τρελός
βουλευτής
- (ο), Ουσιαστικό, Ο6, (βου-λευ-τής, γεν. -ή, πληθ. -ές), [αρχ. βουλευτὴς < βουλεύω < βουλὴ]
- εκλεγμένος αντιπρόσωπος του λαού στη Βουλή.:
- Είναι εκλεγμένος βουλευτής για δεύτερη θητεία στο ελληνικό Κοινοβούλιο.
- Συνών.: Συνών: κοινοβουλευτικός, μέλος του κοινοβουλίου
- Σύνθ.: ευρωβουλευτής
- Οικογ. Λέξ.: βουλή, βουλευτικός
βράδυ
- (το), Ουσιαστικό, Ο36, (βρά-δυ, γεν. -ιού,πληθ. -ια, γεν. -ιών), [µεσν. βράδυ < αρχ. βραδύ, ουδ. του επιθ. βραδὺς]
- το χρονικό διάστημα από τη δύση του ηλίου μέχρι τα μεσάνυχτα και κατ' επέκταση το διάστημα της νύχτας.:
- Κάθε βράδυ πηγαίναμε περίπατο στη λίμνη.
- Συνών.: Συνών.: βραδιά
- Σύνθ.: βραδυπορώ, βραδυπορία, βραδυκίνητος
- Οικογ. Λέξ.: βραδιά, βραδιάζω, βραδινός
- Προσδιορ.: αξέχαστο, φθινοπωρινό, φεγγαρόλουστο