Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Δ'-ΣΤ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Ζ"

Βρέθηκαν 8 Λήμματα [1 - 8]

ζενίθ

  • (το), Ουσιαστικό, άκλ., (ζε-νίθ), [λόγ. < γαλλ. zénith]
  • 1. το νοητό σημείο του ουρανού που βρίσκεται πάνω από το κεφάλι του παρατηρητή. 2. (μτφ.) το ανώτατο σημείο μιας εξέλιξης, το μεσουράνημα.:
  • 1. Ο ήλιος βρίσκεται στο ζενίθ της διαδρομής του. 2. Τον 5ο π.Χ. αιώνα ο πολιτισμός της Αθήνας βρέθηκε στο ζενίθ της ακμής του.
  • Συνών.: Αντίθ.: (1, 2) ναδίρ Συνών.: (2) αποκορύφωμα

ζεστός -ή, -ό

  • Επίθετο, Ε1, έμψυχα και άψυχα, (ζε-στός), [ελνστ. ζεστὸς < αρχ. ζέω (= βράζω)]
  • 1. αυτός που έχει υψηλή θερμοκρασία. 2. (μτφ.) αυτός που δημιουργεί φιλική και εγκάρδια ατμόσφαιρα.:
  • 1. Το καλοκαίρι είναι η πιο ζεστή εποχή του έτους. 2. (μτφ.) αυτός που δημιουργεί φιλική και εγκάρδια ατμόσφαιρα.
  • Συνών.: 1. Το καλοκαίρι είναι η πιο ζεστή εποχή του έτους. 2. Είναι ένας ζεστός άνθρωπος, που σε κάνει να νιώθεις ευχάριστα.
  • Προσδιορ.: (2) άνθρωπος, ατμόσφαιρα
  • Φράσεις: 1. Ζεστό χρήμα 2. Παίρνω κάτι στα ζεστά
  • Επεξηγ.: 1. το χρήμα που παίρνει κανείς αμέσως και χωρίς κρατήσεις 2. ασχολούμαι με μεγάλη όρεξη

ζήλια

  • (η), Ουσιαστικό, Ο19, (ζή-λια, γεν. -ας,πληθ. -ες, γεν. - ), [µεσν. ζήλια < ζηλῶ ]
  • το δυσάρεστο συναίσθημα που νιώθει κάποιος για κάτι που έχουν οι άλλοι και στερείται ο ίδιος.:
  • Τον τρώει συνέχεια η ζήλια για την προκοπή του γείτονά του.
  • Συνών.: Συνών.: φθόνος, ζηλοτυπία, ζηλοφθονία
  • Σύνθ.: ζηλοφθονώ
  • Οικογ. Λέξ.: ζηλεύω, ζηλευτός, ζηλευτά (επίρρ.), ζηλιάρης
  • Προσδιορ.: ακατανόητη, ανυπόφορη

ζημιώνω

  • Ρήμα, Ρ1, (ζη-μι-ώ-νω), (αόρ. ζημίωσα, παθ. αόρ. ζημιώθηκα, παθ. μτχ. ζημιωμένος), [µεσν. ζηµιώνω < αρχ. ζηµιῶ ]
  • (μτβ.) προκαλώ σε κάποιον κυρίως οικονομική βλάβη.:
  • Τα υπερβολικά έξοδα ζημίωσαν την επιχείρηση.
  • Συνών.: Αντίθ.: κερδίζω Συνών.: βλάπτω
  • Σύνθ.: αποζημιώνω
  • Οικογ. Λέξ.: ζημιά

ζητώ

  • Ρήμα, (ζη-τώ), (αόρ. ζήτησα, παθ. αόρ. ζητήθηκα), [αρχ. ζητῶ ]
  • 1. (μτβ.) ψάχνω να βρω κάτι, γυρεύω. 2. (μτβ.) απαιτώ, έχω την αξίωση να πάρω κάτι από κάποιον.:
  • 1. Ζητούσε να βρει τη διεύθυνση κατοικίας που διέμενε ο φίλος του. 2. Ζητώ να μου δώσεις αυτά που μου οφείλεις.
  • Συνών.: Συνών.: (1) αναζητώ
  • Σύνθ.: αναζητώ, επιζητώ, αποζητώ, συζητώ
  • Οικογ. Λέξ.: ζήτημα, ζήτηση, ζητιάνος
  • Φράσεις: 1. Ζητώ το χέρι 2. Το ζητούμενο
  • Επεξηγ.: 1. ζητώ να παντρευτώ κάποια 2. το αντικείμενο έρευνας

ζυγίζω

  • Ρήμα, Ρ4, (ζυ-γί-ζω), (αόρ. ζύγισα, παθ. αόρ. ζυγίστηκα, παθ. μτχ. ζυγισμένος), [µεσν. ζυγίζω < αρχ. ζυγὸς]
  • 1. (μτβ.) βρίσκω με τη ζυγαριά το βάρος ενός αντικειμένου. 2. (μτβ.) (μτφ.) εκτιμώ, υπολογίζω την αξία κάποιου. 3. (αμτβ.) είμαι υπολογίσιμος.:
  • 1. Περιμένω να ζυγίσω τα μήλα που αγόρασα. 2. Τον ζύγισα καλά και κατάλαβα ότι είναι ένας πολύ ικανός άνθρωπος. 3. Τα λόγια του ζύγισαν πολύ στην τελική απόφαση.
  • Συνών.: Συνών.:(1) ζυγιάζω, (2) κρίνω, (3) βαραίνω, επηρεάζω
  • Σύνθ.: καλοζυγίζω, ισοζυγίζω
  • Οικογ. Λέξ.: ζύγιση, ζύγισμα, ζυγιστικά (τα)

ζωή

  • (η), Ουσιαστικό, Ο24, (ζω-ή), [αρχ. ζωὴ < ζῶ ]
  • 1. το σύνολο των λειτουργιών, όπως η αναπνοή, η αναπαραγωγή, η θρέψη κ.ά., που διαφοροποιούν τα έμβια όντα (ανθρώπους, ζώα, φυτά) από τα άψυχα αντικείμενα. 2. το χρονικό διάστημα από τη γέννηση ως το θάνατο ενός ζωντανού οργανισμού. 3. η ζωντάνια, η ενεργητικότητα. 4. ο τρόπος και οι συνθήκες που ζει κάποιος.:
  • 1. Η αναπνοή δείχνει ότι ένας οργανισμός βρίσκεται στη ζωή. 2. Πέρασε όλη του τη ζωή με πολλές στερήσεις. 3. Οι νέοι άνθρωποι είναι γεμάτοι ζωή και ανησυχίες. 4. Η καθιστική ζωή κάνει κακό στην υγεία.
  • Συνών.: Αντίθ.: θάνατος Συνών.: (2) βίος, (3) ζωτικότητα
  • Σύνθ.: ζωογόνος, ζωοδότης, μακροζωία
  • Οικογ. Λέξ.: ζωηρός, ζωηράδα, ζωηρότητα, ζωηρεύω
  • Προσδιορ.: (4) ειρηνική, ελεύθερη, κοινωνική, κοσμική, νομαδική, οικογενειακή, πνευματική, πολιτική, σχολική
  • Φράσεις: 1. Ζωή σε λόγου σας / σε σας 2. Ζωή και κότα 3. Ζωή χαρισάμενη 4. Κάνω τη ζωή κάποιου ποδήλατο / πατίνι
  • Επεξηγ.: 1. συλλυπητήρια ευχή σε συγγενείς νεκρού 2. ξένοιαστη ζωή 3. ευτυχισμένη ζωή 4. ταλαιπωρώ, βασανίζω

ζωηρός -ή, -ό

  • Επίθετο, Ε1, έμψυχα και άψυχα, (ζω-η-ρός), [µεσν. ζωηρὸς < ζωὴ]
  • 1. (για πρόσωπα) αυτός που έχει ζωντάνια, ο δραστήριος, ο ενεργητικός, ο ανήσυχος. 2. (μτφ.) (για πράγματα) έντονος.:
  • 1. Πρόκειται για ένα ζωηρό και δραστήριο άτομο. 2. Φοράει μια μπλούζα με ζωηρά χρώματα.
  • Συνών.: Αντίθ.: (1) ήσυχος, φρόνιμος, πειθαρχημένος Συνών.: (1) απειθάρχητος, ανυπάκουος
  • Σύνθ.: ζωηρόχρωμος
  • Οικογ. Λέξ.: ζωή, ζωηρότητα, ζωηράδα, ζωηρεύω
  • Προσδιορ.: (1) παιδί, (2) ενδιαφέρον, χρώμα