Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Δ'-ΣΤ' Δημοτικού
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Ζ"
ζενίθ
- (το), Ουσιαστικό, άκλ., (ζε-νίθ), [λόγ. < γαλλ. zénith]
- 1. το νοητό σημείο του ουρανού που βρίσκεται πάνω από το κεφάλι του παρατηρητή. 2. (μτφ.) το ανώτατο σημείο μιας εξέλιξης, το μεσουράνημα.:
- 1. Ο ήλιος βρίσκεται στο ζενίθ της διαδρομής του. 2. Τον 5ο π.Χ. αιώνα ο πολιτισμός της Αθήνας βρέθηκε στο ζενίθ της ακμής του.
- Συνών.: Αντίθ.: (1, 2) ναδίρ Συνών.: (2) αποκορύφωμα
ζεστός -ή, -ό
- Επίθετο, Ε1, έμψυχα και άψυχα, (ζε-στός), [ελνστ. ζεστὸς < αρχ. ζέω (= βράζω)]
- 1. αυτός που έχει υψηλή θερμοκρασία. 2. (μτφ.) αυτός που δημιουργεί φιλική και εγκάρδια ατμόσφαιρα.:
- 1. Το καλοκαίρι είναι η πιο ζεστή εποχή του έτους. 2. (μτφ.) αυτός που δημιουργεί φιλική και εγκάρδια ατμόσφαιρα.
- Συνών.: 1. Το καλοκαίρι είναι η πιο ζεστή εποχή του έτους. 2. Είναι ένας ζεστός άνθρωπος, που σε κάνει να νιώθεις ευχάριστα.
- Προσδιορ.: (2) άνθρωπος, ατμόσφαιρα
- Φράσεις: 1. Ζεστό χρήμα 2. Παίρνω κάτι στα ζεστά
- Επεξηγ.: 1. το χρήμα που παίρνει κανείς αμέσως και χωρίς κρατήσεις 2. ασχολούμαι με μεγάλη όρεξη
ζήλια
- (η), Ουσιαστικό, Ο19, (ζή-λια, γεν. -ας,πληθ. -ες, γεν. - ), [µεσν. ζήλια < ζηλῶ ]
- το δυσάρεστο συναίσθημα που νιώθει κάποιος για κάτι που έχουν οι άλλοι και στερείται ο ίδιος.:
- Τον τρώει συνέχεια η ζήλια για την προκοπή του γείτονά του.
- Συνών.: Συνών.: φθόνος, ζηλοτυπία, ζηλοφθονία
- Σύνθ.: ζηλοφθονώ
- Οικογ. Λέξ.: ζηλεύω, ζηλευτός, ζηλευτά (επίρρ.), ζηλιάρης
- Προσδιορ.: ακατανόητη, ανυπόφορη
ζημιώνω
- Ρήμα, Ρ1, (ζη-μι-ώ-νω), (αόρ. ζημίωσα, παθ. αόρ. ζημιώθηκα, παθ. μτχ. ζημιωμένος), [µεσν. ζηµιώνω < αρχ. ζηµιῶ ]
- (μτβ.) προκαλώ σε κάποιον κυρίως οικονομική βλάβη.:
- Τα υπερβολικά έξοδα ζημίωσαν την επιχείρηση.
- Συνών.: Αντίθ.: κερδίζω Συνών.: βλάπτω
- Σύνθ.: αποζημιώνω
- Οικογ. Λέξ.: ζημιά
ζητώ
- Ρήμα, (ζη-τώ), (αόρ. ζήτησα, παθ. αόρ. ζητήθηκα), [αρχ. ζητῶ ]
- 1. (μτβ.) ψάχνω να βρω κάτι, γυρεύω. 2. (μτβ.) απαιτώ, έχω την αξίωση να πάρω κάτι από κάποιον.:
- 1. Ζητούσε να βρει τη διεύθυνση κατοικίας που διέμενε ο φίλος του. 2. Ζητώ να μου δώσεις αυτά που μου οφείλεις.
- Συνών.: Συνών.: (1) αναζητώ
- Σύνθ.: αναζητώ, επιζητώ, αποζητώ, συζητώ
- Οικογ. Λέξ.: ζήτημα, ζήτηση, ζητιάνος
- Φράσεις: 1. Ζητώ το χέρι 2. Το ζητούμενο
- Επεξηγ.: 1. ζητώ να παντρευτώ κάποια 2. το αντικείμενο έρευνας
ζυγίζω
- Ρήμα, Ρ4, (ζυ-γί-ζω), (αόρ. ζύγισα, παθ. αόρ. ζυγίστηκα, παθ. μτχ. ζυγισμένος), [µεσν. ζυγίζω < αρχ. ζυγὸς]
- 1. (μτβ.) βρίσκω με τη ζυγαριά το βάρος ενός αντικειμένου. 2. (μτβ.) (μτφ.) εκτιμώ, υπολογίζω την αξία κάποιου. 3. (αμτβ.) είμαι υπολογίσιμος.:
- 1. Περιμένω να ζυγίσω τα μήλα που αγόρασα. 2. Τον ζύγισα καλά και κατάλαβα ότι είναι ένας πολύ ικανός άνθρωπος. 3. Τα λόγια του ζύγισαν πολύ στην τελική απόφαση.
- Συνών.: Συνών.:(1) ζυγιάζω, (2) κρίνω, (3) βαραίνω, επηρεάζω
- Σύνθ.: καλοζυγίζω, ισοζυγίζω
- Οικογ. Λέξ.: ζύγιση, ζύγισμα, ζυγιστικά (τα)
ζωή
- (η), Ουσιαστικό, Ο24, (ζω-ή), [αρχ. ζωὴ < ζῶ ]
- 1. το σύνολο των λειτουργιών, όπως η αναπνοή, η αναπαραγωγή, η θρέψη κ.ά., που διαφοροποιούν τα έμβια όντα (ανθρώπους, ζώα, φυτά) από τα άψυχα αντικείμενα. 2. το χρονικό διάστημα από τη γέννηση ως το θάνατο ενός ζωντανού οργανισμού. 3. η ζωντάνια, η ενεργητικότητα. 4. ο τρόπος και οι συνθήκες που ζει κάποιος.:
- 1. Η αναπνοή δείχνει ότι ένας οργανισμός βρίσκεται στη ζωή. 2. Πέρασε όλη του τη ζωή με πολλές στερήσεις. 3. Οι νέοι άνθρωποι είναι γεμάτοι ζωή και ανησυχίες. 4. Η καθιστική ζωή κάνει κακό στην υγεία.
- Συνών.: Αντίθ.: θάνατος Συνών.: (2) βίος, (3) ζωτικότητα
- Σύνθ.: ζωογόνος, ζωοδότης, μακροζωία
- Οικογ. Λέξ.: ζωηρός, ζωηράδα, ζωηρότητα, ζωηρεύω
- Προσδιορ.: (4) ειρηνική, ελεύθερη, κοινωνική, κοσμική, νομαδική, οικογενειακή, πνευματική, πολιτική, σχολική
- Φράσεις: 1. Ζωή σε λόγου σας / σε σας 2. Ζωή και κότα 3. Ζωή χαρισάμενη 4. Κάνω τη ζωή κάποιου ποδήλατο / πατίνι
- Επεξηγ.: 1. συλλυπητήρια ευχή σε συγγενείς νεκρού 2. ξένοιαστη ζωή 3. ευτυχισμένη ζωή 4. ταλαιπωρώ, βασανίζω
ζωηρός -ή, -ό
- Επίθετο, Ε1, έμψυχα και άψυχα, (ζω-η-ρός), [µεσν. ζωηρὸς < ζωὴ]
- 1. (για πρόσωπα) αυτός που έχει ζωντάνια, ο δραστήριος, ο ενεργητικός, ο ανήσυχος. 2. (μτφ.) (για πράγματα) έντονος.:
- 1. Πρόκειται για ένα ζωηρό και δραστήριο άτομο. 2. Φοράει μια μπλούζα με ζωηρά χρώματα.
- Συνών.: Αντίθ.: (1) ήσυχος, φρόνιμος, πειθαρχημένος Συνών.: (1) απειθάρχητος, ανυπάκουος
- Σύνθ.: ζωηρόχρωμος
- Οικογ. Λέξ.: ζωή, ζωηρότητα, ζωηράδα, ζωηρεύω
- Προσδιορ.: (1) παιδί, (2) ενδιαφέρον, χρώμα