Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Δ'-ΣΤ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Θ"

Βρέθηκαν 20 Λήμματα [1 - 10]

θάμνος

  • (ο), Ουσιαστικό, Ο14, (θά-μνος), [αρχ. θάµνος < επίρρ. θαµὰ (= συχνά)]
  • πολυετές φυτό χωρίς κορμό, με μικρό ύψος και κλαδιά που φυτρώνουν χαμηλά στη βάση του.:
  • Η τριανταφυλλιά και η λυγαριά είναι θάμνοι.
  • Σύνθ.: θαμνόφυτος
  • Οικογ. Λέξ.: θαμνώδης
  • Προσδιορ.: καλλωπιστικός

θάρρος

  • (το), Ουσιαστικό, Ο37, (θάρ-ρος, γεν. -ους, πληθ. - ), [αρχ. θάρρος < θάρσος]
  • έλλειψη φόβου, τόλμη, αποφασιστικότητα.:
  • Αντιμετωπίζει με θάρρος και γενναιότητα τις δυσκολίες της ζωής.
  • Συνών.: Αντίθ.: δειλία, φόβος, ατολμία Συνών.: γενναιότητα, σθένος
  • Οικογ. Λέξ.: θαρρώ, θαρρετός, θαρρετά (επίρρ.), θαρραλέος
  • Προσδιορ.: μεγάλο, πατριωτικό

θαύμα

  • (το), Ουσιαστικό, Ο39, (θαύ-μα, γεν. -ατος, πληθ. -ατα), [αρχ. θαῦµα]
  • 1. καθετί που γίνεται ξεπερνώντας τους φυσικούς νόμους και που δεν έχει λογική ή επιστημονική εξήγηση. 2. καθετί που προκαλεί θαυμασμό και κατάπληξη.:
  • 1. Το θαύμα της ανάστασης του Λαζάρου γιορτάζεται την παραμονή των Βαΐων. 2. Το αρχιτεκτονικό θαύμα της Ακρόπολης συγκινεί ολόκληρη την ανθρωπότητα.
  • Σύνθ.: θαυματοποιός
  • Οικογ. Λέξ.: θαυμάζω, θαυμάσιος, θαυμασμός, θαυμαστός, θαυμαστής, θαυμαστικό (το)
  • Φράσεις: 1. Ως εκ θαύματος 2. Ω του θαύματος!
  • Επεξηγ.: 1. απρόσμενα 2. προς μεγάλη έκπληξη

θέα

  • (η), Ουσιαστικό, Ο19, (θέ-α, γεν. -ας, πληθ. -), [αρχ. θέα]
  • 1. παρατήρηση, κοίταγμα. 2. αυτό που βλέπουμε κοιτάζοντας από ψηλά ή από μακριά.:
  • 1. Στη θέα του Παρθενώνα αισθάνθηκα εθνική υπερηφάνεια. 2. Από το Σούνιο έχει κανείς ωραία θέα.
  • Συνών.: Συνών.: (1) αντίκρισμα, (2) θέαμα
  • Σύνθ.: Αμφιθέα, Καλλιθέα, Λευκοθέα, Δωροθέα,Τερψιθέα
  • Οικογ. Λέξ.: θέαμα, θεατής, θέαση
  • Προσδιορ.: (1, 2) πανοραμική, μαγευτική

θέατρο

  • (το), Ουσιαστικό, Ο34, (θέ-α-τρο ), [λόγ. < αρχ. θέατρον < θεῶµαι < θέα]
  • 1. η τέχνη με την οποία αναπαριστάνονται από ηθοποιούς πάνω στη σκηνή διάφορα γεγονότα. 2. κλειστός ή ανοιχτός χώρος όπου παρουσιάζονται θεατρικές παραστάσεις. 3. (μτφ.) τόπος όπου συμβαίνει κάποιο σπουδαίο γεγονός.:
  • 1. Σπούδασε θέατρο και κλασική φιλολογία. 2. Παρακολουθήσαμε μια εξαιρετική παράσταση στο αρχαίο θέατρο των Φιλίππων. 3. Η Μακεδονία υπήρξε θέατρο πολεμικών συγκρούσεων κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.
  • Σύνθ.: αμφιθέατρο, θεατρόφιλος, θεατράνθρωπος, θεατρολογία
  • Οικογ. Λέξ.: θεατρικός, θεατρικότητα, θεατρίνος, θεατρινισμός
  • Προσδιορ.: (2) αρχαίο, κλασικό, μοντέρνο, κρατικό, δημοτικό, περιφερειακό
  • Φράσεις: 1. Θέατρο σκιών 2. Παίζω / κάνω θέατρο 3. Γίνομαι θέατρο
  • Επεξηγ.: 1. ο Καραγκιόζης 2. προσποιούμαι, κοροϊδεύω 3. γελοιοποιούμαι

θέμα

  • (το), Ουσιαστικό, Ο39, (θέ-μα, γεν. -ατος, πληθ. -ατα), [µτγν. θέµα < αρχ.τίθηµι]
  • 1. ζήτημα, υπόθεση που μας απασχολεί. 2. ερώτημα που δίνεται σε εξετάσεις για απάντηση. 3. (γραμμ.) το αμετάβλητο τμήμα της λέξης που δηλώνει και την κύρια σημασία.:
  • 1. Το θέμα που μας απασχόλησε ήταν η μόλυνση του περιβάλλοντος. 2. Το πρώτο θέμα των εξετάσεων ήταν πολύ δύσκολο. 3. Στη λέξη παιδεία το θέμα είναι παιδ- και το επίθημα -εία.
  • Σύνθ.: θεματογραφία, θεματολογία, θεματοφύλακας, ανάθεμα
  • Οικογ. Λέξ.: θεματικός
  • Προσδιορ.: (1, 2) άλυτο, επίκαιρο, (3) ενεστωτικό, (1) επίμαχο, φιλοσοφικό

θεραπεύω

  • Ρήμα, Ρ2, (θε-ρα-πεύ-ω), (αόρ. θεράπευσα, παθ. αόρ. θεραπεύτηκα, παθ. μτχ. θεραπευμένος), [αρχ. θεραπεύω < θεράπων]
  • 1. (αμτβ.) (μέσ.) γιατρεύομαι. 2. (μτβ.) αποκαθιστώ μια ζημιά, βελτιώνω μια κατάσταση.:
  • 1. Η αρρώστια του θεραπεύεται σήμερα πιο εύκολα παρά στο παρελθόν. 2. Η πολιτεία προσπαθεί να θεραπεύσει τις πληγές που άφησε πίσω του ο σεισμός.
  • Συνών.: Συνών.: (2) επανορθώνω
  • Σύνθ.: αποθεραπεύω
  • Προσδιορ.: θεραπεία, θεραπευτής, θεραπευτικός, θεραπευτήριο, θεραπεύσιμος

θερίζω

  • Ρήμα, Ρ4, (θε-ρί-ζω), (αόρ.θέρισα, παθ. αόρ. θερίστηκα, παθ. μτχ. θερισμένος), [αρχ. θερίζω < θέρος (= καλοκαίρι)]
  • 1. (μτβ.) κόβω στάχυα ή χόρτα. 2. (μτβ.) (μτφ.) απολαμβάνω τις συνέπειες της προσπάθειας που κατέβαλα. 3. (μτβ.) (μτφ.) προκαλώ αθρόους θανάτους, εξολοθρεύω.:
  • 1.Τον Ιούνιο θερίζουμε τα σιτηρά. 2. Θερίζει τους καρπούς των κόπων μιας ολόκληρης ζωής. 3. Θέρισε τον εχθρό με τα πολυβόλα.
  • Συνών.: Συνών.: (2) δρέπω, (3) εξοντώνω, αφανίζω
  • Οικογ. Λέξ.: θέρος, θερισμός, θέρισμα, θεριστής, θεριστικός

θερμός, -ή, -ό

  • Επίθετο, Ε1, έμψυχα και άψυχα, (θερ-μός), [αρχ. θερµὸς]
  • 1. που έχει υψηλή θερμοκρασία. 2. (μτφ.) έντονος, ζωηρός, εγκάρδιος.:
  • 1. Τα χελιδόνια ταξιδεύουν κάθε φθινόπωρο για τις θερμές χώρες. 2. Η συζήτηση που έγινε ανάμεσά μας ήταν ιδιαίτερα θερμή.
  • Συνών.: Αντίθ.: ( 1) κρύος, ψυχρός, παγωμένος Συνών.: (1, 2) ζεστός
  • Σύνθ.: θερμοκρασία, θερμοκήπιο, θερμοσίφωνας, θερμοστάτης, θερμοπληξία, ένθερμος
  • Οικογ. Λέξ.: θέρμη, θερμά (επίρρ.), θερμαίνω, θερμότητα, θερμαστής, θερμάστρα
  • Προσδιορ.: (2) επεισόδιο,υποδοχή, παράκληση, ενδιαφέρον, ευχές (οι), συγχαρητήρια (τα), (1) χώρες

θέση

  • (η), Ουσιαστικό, Ο27, (θέ-ση, γεν. -ης, -εως, πληθ. -εις), [αρχ. θέσις < τίθηµι (= θέτω)]
  • 1. το μέρος όπου βρίσκεται ή τοποθετείται κάτι. 2. το κάθισμα σε μεταφορικά μέσα, αίθουσες κ.λπ.. 3. άποψη, γνώμη. 4. κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος.:
  • 1. Ξαναέβαλε τα βιβλία στη θέση που βρίσκονταν. 2. Σηκώθηκε να προσφέρει τη θέση του σ' έναν ηλικιωμένο. 3. Οι θέσεις του για τα ζητήματα της παιδείας είναι γνωστές σε όλους. 4. Έχασε τη δουλειά του και τώρα βρίσκεται σε δύσκολη θέση.
  • Σύνθ.: έκθεση, σύνθεση, ανάθεση, διάθεση, μετάθεση, κατάθεση, αντίθεση, επίθεση
  • Οικογ. Λέξ.: θέτω
  • Προσδιορ.: (2, 4) προνομιακή, (4) πλεονεκτική, (2) αριθμημένη, (3) επίκαιρη
  • Φράσεις: 1. Κρατάω τη θέση μου 2. Είμαι σε θέση να … 3. Παίρνω θέση σε κάτι
  • Επεξηγ.: 1. φέρομαι με αξιοπρέπεια 2. μπορώ να … 3. εκφράζω την άποψή μου