Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Δ'-ΣΤ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Ρ"

Βρέθηκαν 8 Λήμματα [1 - 8]

ραγδαίος, -α, -ο

  • Επίθετο, Ε3, άψυχα, (ρα-γδαί-ος), [αρχ. ῥαγδαῖος < ῥάγδην (= βιαίως)]
  • 1. που γίνεται με μεγάλη ορμή και δύναμη. 2. (μτφ.) που εκδηλώνεται ξαφνικά και με μεγάλη ταχύτητα.:
  • 1. Αύριο θα εκδηλωθούν ραγδαίες βροχές και καταιγίδες σε ολόκληρη τη χώρα. 2. Εξαιτίας του παγετού σημειώθηκε ραγδαία αύξηση στις τιμές των οπωροκηπευτικών.
  • Συνών.: Συνών.: (1) σφοδρός, ορμητικός
  • Οικογ. Λέξ.: ραγδαία (επίρρ.)
  • Προσδιορ.: (1) βροχή, (2) πτώση, ανάπτυξη, εξελίξεις (οι)

ραγίζω

  • Ρήμα, Ρ4, (ρα-γί-ζω), (αόρ. ράγισα, παθ. μτχ. ραγισμένος), [µεσν. ραγίζω < αρχ. ῥήγνυµι]
  • (μτβ., αμτβ.) προκαλώ ή παθαίνω ρωγμές.:
  • Από το χθεσινό σεισμό ράγισαν μόνο μερικά τζάμια.
  • Οικογ. Λέξ.: ράγισμα
  • Φράσεις: Ράγισε η καρδιά μου
  • Επεξηγ.: στενοχωριέμαι πολύ, λυπάμαι

ραδιενέργεια

  • (η), Ουσιαστικό, Ο20, (ρα-δι-ε-νέρ-γει-α, γεν. -ας, πληθ. - ), [λόγ. ραδιενέργεια < µεταφρ. δάν. αγ-γλ. radioactivity]
  • (φυσ.) η ακτινοβολία που εκπέμπουν ορισμένα χημικά στοιχεία, όταν οι ασταθείς πυρήνες τους διασπώνται σε απλούστερους.:
  • Το ράδιο και το ουράνιο είναι από τα γνωστότερα χημικά στοιχεία που εκπέμπουν ραδιενέργεια.
  • Οικογ. Λέξ.: ραδιενεργός
  • Προσδιορ.: φυσική, τεχνητή

ρατσισμός

  • (ο), Ουσιαστικό, Ο13, (ρα-τσι-σμός, γεν. -ού, πληθ. - ), [λόγ. < ιταλ. razzismo]
  • η ιδεολογία εκείνων που πιστεύουν ότι η δική τους φυλή ή κοινωνική ομάδα είναι ανώτερη από τις άλλες.:
  • Ο ρατσισμός οδηγεί στο φανατισμό και τη βία.
  • Συνών.: Συνών.: φυλετισμός
  • Οικογ. Λέξ.: ράτσα, ρατσιστής, ρατσιστικός, ρατσιστικά (επίρρ.)
  • Προσδιορ.: φυλετικός, κοινωνικός

ρίζα

  • (η), Ουσιαστικό, Ο19, (ρί-ζα ), [αρχ. ῥίζα]
  • 1. το μέρος του φυτού που είναι μέσα στη γη. 2. (μτφ.) καθετί που αποτελεί την πρώτη αρχή και αιτία για ένα πράγμα ή ένα γεγονός. 3. καταγωγή. 4. (γραμμ.) το αμετάβλητο μέρος των κλιτών λέξεων, το θέμα. 5. (μαθημ.) ο αριθμός που, όταν πολλαπλασιάζεται με τον εαυτό του, δίνει τον αριθμό του οποίου ζητούμε τη ρίζα.:
  • 1. Ο πλάτανος έχει βαθιές ρίζες. 2. Οι ρίζες του ελληνικού πολιτισμού χάνονται στα βάθη των αιώνων. 3. Οι ρίζες της οικογένειάς μου είναι από την Πόλη. 4. Στο ρήμα τρέφω η ρίζα είναι το «τρέφ-». 5. Το τέσσερα είναι η τετραγωνική ρίζα του δεκαέξι.
  • Συνών.: Συνών.: (3) γενιά, αίμα
  • Σύνθ.: ριζοσπάστης, σύρριζα
  • Οικογ. Λέξ.: ριζά (τα), ριζίδιο, ριζικός, ριζικά (επίρρ.), ρίζωμα
  • Προσδιορ.: (1) τρυφερή, (5) τετραγωνική
  • Φράσεις: Ρίχνω ρίζες κάπου
  • Επεξηγ.: στεριώνω, εγκαθίσταμαι κάπου

ρόλος

  • (ο), Ουσιαστικό, Ο14, (ρό-λος), [µεταφρ. δάν. γαλλ. rôle]
  • 1. το πρόσωπο που παριστάνει κάποιος ηθοποιός σε θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο. 2. (μτφ.) σημαντική επίδραση ή συμμετοχή κάποιου σε κάτι.:
  • 1. Πρόκειται για μια πολύ γνωστή ηθοποιό, που είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλή. 2. Στην οικογένεια ο καθένας έχει το δικό του ρόλο.
  • Προσδιορ.: (1) πρωταγωνιστικός, (2) αποφασιστικός
  • Φράσεις: Δεν παίζει ρόλο
  • Επεξηγ.: δεν έχει σημασία

ρυθμίζω

  • Ρήμα, Ρ4, (ρυθ-μί-ζω), (αόρ. ρύθμισα, παθ. αόρ. ρυθμίστηκα, παθ. μτχ. ρυθμισμένος), [λόγ. < αρχ. ῥυθµίζω (= τακτοποιώ) < ῥυθµὸς]
  • 1. (μτβ.) κάνω κάτι να λειτουργεί σωστά ή να αποδίδει καλύτερα. 2. (μτβ.) (μτφ.) τακτοποιώ, κανονίζω.:
  • 1. Ρύθμισα το ρολόι μου στη σωστή ώρα. Οι φωτεινοί σηματοδότες ρυθμίζουν την κυκλοφορία των αυτοκινήτων. 2. Ρύθμισε αμέσως τις δουλειές που είχε και έτσι επέστρεψε γρηγορότερα στο σπίτι του.
  • Συνών.: Αντίθ.: (1) απορρυθμίζω Συνών.: (2) διευθετώ
  • Σύνθ.: μεταρρυθμίζω
  • Οικογ. Λέξ.: ρυθμός, ρυθμικός, ρυθμικά (επίρρ.), ρυθμικότητα, ρύθμιση, ρυθμιστής, ρυθμιστικός, ρυθμιστικά (επίρρ.)

ρύπανση

  • (η), Ουσιαστικό, Ο28, (ρύ-παν-ση, γεν. -ης, πληθ. - ), [λόγ. < µεσν. ρύπανσις < αρχ. ῥυπαίνω < ῥῦπος]
  • μόλυνση του περιβάλλοντος από τη συσσώρευση βλαβερών ουσιών σε μεγαλύτερο βαθμό από τον κανονικό.:
  • Η ρύπανση του περιβάλλοντος δημιουργεί προβλήματα στην υγεία του ανθρώπου.
  • Σύνθ.: ηχορύπανση
  • Οικογ. Λέξ.: ρύπος, ρυπαίνω, ρυπαντικός