Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Δ'-ΣΤ' Δημοτικού
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Ρ"
ραγδαίος, -α, -ο
- Επίθετο, Ε3, άψυχα, (ρα-γδαί-ος), [αρχ. ῥαγδαῖος < ῥάγδην (= βιαίως)]
- 1. που γίνεται με μεγάλη ορμή και δύναμη. 2. (μτφ.) που εκδηλώνεται ξαφνικά και με μεγάλη ταχύτητα.:
- 1. Αύριο θα εκδηλωθούν ραγδαίες βροχές και καταιγίδες σε ολόκληρη τη χώρα. 2. Εξαιτίας του παγετού σημειώθηκε ραγδαία αύξηση στις τιμές των οπωροκηπευτικών.
- Συνών.: Συνών.: (1) σφοδρός, ορμητικός
- Οικογ. Λέξ.: ραγδαία (επίρρ.)
- Προσδιορ.: (1) βροχή, (2) πτώση, ανάπτυξη, εξελίξεις (οι)
ραγίζω
- Ρήμα, Ρ4, (ρα-γί-ζω), (αόρ. ράγισα, παθ. μτχ. ραγισμένος), [µεσν. ραγίζω < αρχ. ῥήγνυµι]
- (μτβ., αμτβ.) προκαλώ ή παθαίνω ρωγμές.:
- Από το χθεσινό σεισμό ράγισαν μόνο μερικά τζάμια.
- Οικογ. Λέξ.: ράγισμα
- Φράσεις: Ράγισε η καρδιά μου
- Επεξηγ.: στενοχωριέμαι πολύ, λυπάμαι
ραδιενέργεια
- (η), Ουσιαστικό, Ο20, (ρα-δι-ε-νέρ-γει-α, γεν. -ας, πληθ. - ), [λόγ. ραδιενέργεια < µεταφρ. δάν. αγ-γλ. radioactivity]
- (φυσ.) η ακτινοβολία που εκπέμπουν ορισμένα χημικά στοιχεία, όταν οι ασταθείς πυρήνες τους διασπώνται σε απλούστερους.:
- Το ράδιο και το ουράνιο είναι από τα γνωστότερα χημικά στοιχεία που εκπέμπουν ραδιενέργεια.
- Οικογ. Λέξ.: ραδιενεργός
- Προσδιορ.: φυσική, τεχνητή
ρατσισμός
- (ο), Ουσιαστικό, Ο13, (ρα-τσι-σμός, γεν. -ού, πληθ. - ), [λόγ. < ιταλ. razzismo]
- η ιδεολογία εκείνων που πιστεύουν ότι η δική τους φυλή ή κοινωνική ομάδα είναι ανώτερη από τις άλλες.:
- Ο ρατσισμός οδηγεί στο φανατισμό και τη βία.
- Συνών.: Συνών.: φυλετισμός
- Οικογ. Λέξ.: ράτσα, ρατσιστής, ρατσιστικός, ρατσιστικά (επίρρ.)
- Προσδιορ.: φυλετικός, κοινωνικός
ρίζα
- (η), Ουσιαστικό, Ο19, (ρί-ζα ), [αρχ. ῥίζα]
- 1. το μέρος του φυτού που είναι μέσα στη γη. 2. (μτφ.) καθετί που αποτελεί την πρώτη αρχή και αιτία για ένα πράγμα ή ένα γεγονός. 3. καταγωγή. 4. (γραμμ.) το αμετάβλητο μέρος των κλιτών λέξεων, το θέμα. 5. (μαθημ.) ο αριθμός που, όταν πολλαπλασιάζεται με τον εαυτό του, δίνει τον αριθμό του οποίου ζητούμε τη ρίζα.:
- 1. Ο πλάτανος έχει βαθιές ρίζες. 2. Οι ρίζες του ελληνικού πολιτισμού χάνονται στα βάθη των αιώνων. 3. Οι ρίζες της οικογένειάς μου είναι από την Πόλη. 4. Στο ρήμα τρέφω η ρίζα είναι το «τρέφ-». 5. Το τέσσερα είναι η τετραγωνική ρίζα του δεκαέξι.
- Συνών.: Συνών.: (3) γενιά, αίμα
- Σύνθ.: ριζοσπάστης, σύρριζα
- Οικογ. Λέξ.: ριζά (τα), ριζίδιο, ριζικός, ριζικά (επίρρ.), ρίζωμα
- Προσδιορ.: (1) τρυφερή, (5) τετραγωνική
- Φράσεις: Ρίχνω ρίζες κάπου
- Επεξηγ.: στεριώνω, εγκαθίσταμαι κάπου
ρόλος
- (ο), Ουσιαστικό, Ο14, (ρό-λος), [µεταφρ. δάν. γαλλ. rôle]
- 1. το πρόσωπο που παριστάνει κάποιος ηθοποιός σε θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο. 2. (μτφ.) σημαντική επίδραση ή συμμετοχή κάποιου σε κάτι.:
- 1. Πρόκειται για μια πολύ γνωστή ηθοποιό, που είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλή. 2. Στην οικογένεια ο καθένας έχει το δικό του ρόλο.
- Προσδιορ.: (1) πρωταγωνιστικός, (2) αποφασιστικός
- Φράσεις: Δεν παίζει ρόλο
- Επεξηγ.: δεν έχει σημασία
ρυθμίζω
- Ρήμα, Ρ4, (ρυθ-μί-ζω), (αόρ. ρύθμισα, παθ. αόρ. ρυθμίστηκα, παθ. μτχ. ρυθμισμένος), [λόγ. < αρχ. ῥυθµίζω (= τακτοποιώ) < ῥυθµὸς]
- 1. (μτβ.) κάνω κάτι να λειτουργεί σωστά ή να αποδίδει καλύτερα. 2. (μτβ.) (μτφ.) τακτοποιώ, κανονίζω.:
- 1. Ρύθμισα το ρολόι μου στη σωστή ώρα. Οι φωτεινοί σηματοδότες ρυθμίζουν την κυκλοφορία των αυτοκινήτων. 2. Ρύθμισε αμέσως τις δουλειές που είχε και έτσι επέστρεψε γρηγορότερα στο σπίτι του.
- Συνών.: Αντίθ.: (1) απορρυθμίζω Συνών.: (2) διευθετώ
- Σύνθ.: μεταρρυθμίζω
- Οικογ. Λέξ.: ρυθμός, ρυθμικός, ρυθμικά (επίρρ.), ρυθμικότητα, ρύθμιση, ρυθμιστής, ρυθμιστικός, ρυθμιστικά (επίρρ.)
ρύπανση
- (η), Ουσιαστικό, Ο28, (ρύ-παν-ση, γεν. -ης, πληθ. - ), [λόγ. < µεσν. ρύπανσις < αρχ. ῥυπαίνω < ῥῦπος]
- μόλυνση του περιβάλλοντος από τη συσσώρευση βλαβερών ουσιών σε μεγαλύτερο βαθμό από τον κανονικό.:
- Η ρύπανση του περιβάλλοντος δημιουργεί προβλήματα στην υγεία του ανθρώπου.
- Σύνθ.: ηχορύπανση
- Οικογ. Λέξ.: ρύπος, ρυπαίνω, ρυπαντικός