Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Δ'-ΣΤ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Α"

Βρέθηκαν 158 Λήμματα [1 - 10]

άβουλος, -η, -ο

  • Επίθετο, Ε2, έμψυχα, (ά-βου-λος), [αρχ. βουλος < ἀ στερ. + βουλὴ (= γνώµη, σκέψη)]
  • αυτός που δεν έχει δική του θέληση, αποφασιστικότητα και πρωτοβουλία.:
  • Στις δύσκολες στιγμές είναι συνήθως άβουλος, δεν παίρνει αποφάσεις.
  • Συνών.: διστακτικός
  • Οικογ. Λέξ.: άβουλα (επίρρ.)
  • Προσδιορ.: χαρακτήρας, πλάσμα, πλήθος

αγανακτώ

  • αγαναχτώ, Ρήμα, Ρ6, (α-γα-να-κτώ), (αόρ. αγανάκτησα, παθ. μτχ. αγανακτισμένος), [αρχ. ἀγανακτῶ]
  • 1. (αμτβ.) θυμώνω, οργίζομαι. 2. (μτβ.) εκνευρίζω, εξοργίζω.:
  • 1. Οι επιβάτες αγανάκτησαν από τη μεγάλη καθυστέρηση του αεροπλάνου. 2. Μας αγανάκτησε με την αδικαιολόγητη επιμονή του.
  • Συνών.: (1) δυσφορώ, εξοργίζομαι, δυσανασχετώ
  • Οικογ. Λέξ.: αγανάκτηση

αγγελία

  • (η), Ουσιαστικό, Ο19, (αγ-γε-λί-α), [λόγ. < αρχ. ἀγγελία < ἂγγελος]
  • γραπτή ή προφορική είδηση, μήνυμα, πληροφορία.:
  • Διάβασα με χαρά την αγγελία του γάμου σου.
  • Συνών.: γνωστοποίηση, ανακοίνωση
  • Σύνθ.: αγγελιοφόρος, εξαγγελία, παραγγελία, προαναγγελία, εισαγγελία
  • Οικογ. Λέξ.: άγγελος, άγγελμα, αγγελτήριο
  • Προσδιορ.: έκτακτη, επίσημη, μικρή, χαρμόσυνη

αγέλη

  • (η), Ουσιαστικό, Ο25, (α-γέ-λη), [λόγ. < αρχ. γέλη < ἄγω (= οδηγώ)]
  • 1. κοπάδια από ζώα, που ζουν ή βόσκουν μαζί. 2. (μτφ.) πλήθος ανθρώπων που παρασύρεται εύκολα.:
  • 1.Το χειμώνα οι αγέλες των λύκων βρίσκουν πιο δύσκολα την τροφή τους. 2. Μερικές φορές το πλήθος συμπεριφέρεται σαν αγέλη.
  • Συνών.: Συνών: (2) μπουλούκι, μάζα

αγενής, -ής, -ές

  • Επίθετο, Ε9, έμψυχα, (α-γε-νής, γεν. -ούς και -ή, -ούς και -ή, -ούς και -ή, πληθ. -είς, -είς, -ή), [αρχ. ἀγενὴς < ἀ στερ. + γένος]
  • αυτός που δεν έχει τρόπους καλής συμπεριφοράς.:
  • Επειδή είναι αγενής, δεν κάνει εύκολα φίλους.
  • Συνών.: Αντίθ.: ευγενικός Συνών: αδιάκριτος, αναιδής
  • Οικογ. Λέξ.: αγενώς (επίρρ.), αγένεια

αγνοώ

  • Ρήμα, Ρ6, (α-γνο-ώ), (αόρ. αγνόησα, παθ. αόρ. αγνοήθηκα, παθ. μτχ. αγνοημένος), [αρχ. ἀγνοῶ < ἀ στερ. + γιγνώσκω]
  • 1. (μτβ.) δεν ξέρω, δε γνωρίζω. 2. (μτβ.) αδιαφορώ, δε δίνω σημασία, περιφρονώ κάποιον ή κάτι.:
  • 1. Αγνοεί την ιστορία του τόπου του. Αγνοώ ποιος είναι ο ιδιοκτήτης του διπλανού διαμερίσματος. Αγνοούν ότι κατάγονται από την ίδια περιοχή. 2. Μας είδε χτες στην πλατεία, αλλά μας αγνόησε εντελώς.
  • Συνών.: Αντίθ: (1) γνωρίζω, είμαι ενήμερος
  • Οικογ. Λέξ.: άγνοια
  • Φράσεις: Αγνοείται η τύχη του
  • Επεξηγ.: δεν υπάρχουν γι' αυτόν πληροφορίες

άγνωστος, -η, -ο

  • Επίθετο, Ε2, έμψυχα και άψυχα, (ά-γνω-στος), [αρχ. ἂγνωστος < ἀ στερ. + γνωστὸς]
  • αυτός που δεν τον ξέρουμε, που δεν τον έχουμε ξαναδεί.:
  • Ρωτούσε πληροφορίες για κάποιον άνθρωπο, που ήταν άγνωστος στο χωριό μας.
  • Συνών.: Αντίθ.: γνωστός Συνών.:ανεξακρίβωτος, ανεπιβεβαίωτος
  • Προσδιορ.: περιβάλλον, αίτια (τα), παράγοντας, πτυχή, προέλευση, πηγή
  • Φράσεις: 1. Ἂγνωσται αἱ βουλαὶ τοῦ Ὑψίστου 2. Άγνωστο κείμενο
  • Επεξηγ.: 1. όταν κάτι εξαρτάται από απροσδιόριστους παράγοντες 2. αδίδακτο κείμενο

αγορά

  • (η), Ουσιαστικό, Ο18, (α-γο-ρά), [αρχ. ἀγορὰ < ἀγείρω (= συναθροίζω)]
  • 1. η απόκτηση αγαθών με χρήματα. 2. καθορισμένος χώρος και τόπος στον οποίο γίνονται αγοραπωλησίες.:
  • 1. Η αγορά των επίπλων του σπιτιού μας έγινε με δόσεις. 2. Όλη η οικογένεια επισκέφτηκε τη λαϊκή αγορά της πόλης.
  • Συνών.: Αντίθ.: (1) πώληση Συνών.: (1) προμήθεια, (2) παζάρι
  • Σύνθ.: λαχαναγορά, ψαραγορά, κτηματαγορά, αγορανομία, αγοραπωλησία
  • Οικογ. Λέξ.: αγοράζω, αγοραστής, αγοραστός, αγορεύω, αγόρευση
  • Προσδιορ.: (1, 2) φτηνή, ακριβή, χρηματιστηριακή, (1) λαχειοφόρος (2) λαϊκή
  • Φράσεις: Μαύρη αγορά
  • Επεξηγ.: για παράνομη πώληση

αγορεύω

  • Ρήμα, Ρ2, (α-γο-ρεύ-ω), (αόρ. αγόρευσα), [λόγ. < αρχ. ἀγορεύω < ἀγορὰ]
  • (αμτβ.) μιλώ σε δημόσια συγκέντρωση, βγάζω λόγο.:
  • Ο δικηγόρος αγόρευε για δύο ολόκληρες ώρες στην αίθουσα του δικαστηρίου.
  • Σύνθ.: απαγορεύω, αναγορεύω, υπαγορεύω
  • Οικογ. Λέξ.: αγορά, αγορητής, αγόρευση

αγροίκος, -α, -ο

  • Επίθετο, Ε3, έμψυχα, (αγ-ροί-κος), [αρχ. ἀγροῖκος < ἀγρὸς + οἷκος]
  • αυτός που συμπεριφέρεται με άσχημο τρόπο, ο άξεστος, ο ακαλλιέργητος.:
  • Είναι αγροίκος και προσβάλλει συνεχώς τους άλλους.
  • Συνών.: Συνών.: τραχύς