Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Δ'-ΣΤ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Ι"

Βρέθηκαν 16 Λήμματα [1 - 10]

ιδανικός -ή, -ό

  • Επίθετο, Ε1, έμψυχα και άψυχα, (ι-δα-νι-κός), [µτγν. ἰδανικὸς < ἰδανὸς < ὁρῶ]
  • 1. ο καλύτερος που θα μπορούσε να βρεθεί. 2. που υπάρχει μόνο ως ιδέα, ο ιδεατός, άψογος, τέλειος. 3. (ουδ. ιδανικό) σπουδαίος σκοπός για τον οποίο αγωνίζεται ένας άνθρωπος ή ένα σύνολο ανθρώπων.:
  • 1. Η σημερινή ημέρα είναι ιδανική για εκδρομή. 2. Πολλοί συγγραφείς ύμνησαν την ιδανική ομορφιά. 3. Για να πραγματοποιηθεί το ιδανικό της δημοκρατίας είναι απαραίτητος ο διάλογος.
  • Συνών.: Αντίθ.: (2) υπαρκτός, πραγματικός Συνών: (1, 2) ιδεώδης, υποδειγματικός
  • Οικογ. Λέξ.: ιδανικό (το), (εξ)ιδανικεύω, ιδανικά (επίρρ.)
  • Προσδιορ.: (1, 2) τόπος, κόσμος
  • Φράσεις: Τα ιδανικά
  • Επεξηγ.: ο υψηλός πνευματικός ή ηθικός στόχος

ιδέα

  • (η), Ουσιαστικό, Ο19, (ι-δέ-α), [αρχ. ἰδέα < ἰδεῖν < ὁρῶ (= βλέπω)]
  • 1. η παράσταση κάθε αντικειμένου που σχηματίζεται στο νου. 2. γνώμη, άποψη, κρίση. 3. ιδανικό.:
  • 1. Δεν έχω ιδέα για το χρώμα που έχει η ζέβρα. 2. Σχημάτισα καλή ιδέα για το άτομό σου. 3. Η ιδέα της ελευθερίας ξεσήκωσε τους Έλληνες το 1821.
  • Σύνθ.: ιδεολογία, ανίδεος
  • Οικογ. Λέξ.: ιδεατός, ιδεώδης, ιδεαλιστής
  • Προσδιορ.: (1, 2) ριζοσπαστική, φιλελεύθερη, κυρίαρχη, κοινωνική, προοδευτική, (1, 2) υποκειμενική, πρωτότυπη
  • Φράσεις: 1. Έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του 2. Κατεβάζω ιδέες
  • Επεξηγ.: 1. θεωρεί ότι είναι σπουδαίος 2. είμαι επινοητικός

ιδιαίτερος, -η, -ο

  • ιδιαίτερος, -έρα, -ο, Επίθετο, Ε2, έμψυχα και άψυχα, (ι-δι-αί-τε-ρος, γεν. -ου, -ης (-έρας), -ου, πληθ. -οι, -ες, -α), [αρχ. ἰδιαίτερος < ἲδιος]
  • που ανήκει σε κάποιον, εξαιρετικός, ξεχωριστός.:
  • Αυτός ο μαθητής διακρίνεται για τις ιδιαίτερες ικανότητές του.
  • Οικογ. Λέξ.: ιδιαιτέρως (=χωριστά) (επίρρ.), ιδιαίτερα (= κυρίως) (επίρρ.), ιδιαιτερότητα
  • Προσδιορ.: πατρίδα, αδυναμία, προτίμηση
  • Φράσεις: 1. Ιδιαίτερη πατρίδα 2. Ιδιαιτέρα γραμματέας 3. Τα ιδιαίτερα
  • Επεξηγ.: 1. τόπος καταγωγής 2. προσωπική γραμματέας 3. οι προσωπικές υποθέσεις

ίδρυμα

  • (το), Ουσιαστικό, Ο40, (ί-δρυ-μα, γεν. -ατος, πληθ. -ατα), [αρχ. ἳδρυµα < ἱδρύω]
  • οργανισμός που έχει επιστημονικό ή φιλανθρωπικό σκοπό.:
  • Το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού φροντίζει για τη διάδοση της ελληνικής γλώσσας σε ολόκληρο τον κόσμο.
  • Οικογ. Λέξ.: ιδρυματικός, ιδρυματισμός
  • Προσδιορ.: δημόσιο, ιδιωτικό, φιλανθρωπικό, επιστημονικό, μορφωτικό, νοσηλευτικό
  • Φράσεις: Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα (Α.Ε.Ι.)
  • Επεξηγ.: το Πανεπιστήμιο

ικανοποίηση

  • (η), Ουσιαστικό, Ο28, (ι-κα-νο-ποί-η-ση,γεν. -ης, -ήσεως, πληθ. -ήσεις), [λόγ. ἱκανοποίησις < ἱκανοποιῶ ]
  • 1. το συναίσθημα της έντονης ευχαρίστησης που νιώθει κάποιος από μια επιτυχία ή από την πραγματοποίηση μιας επιθυμίας. 2. υλική ή ηθική αποκατάσταση ζημίας ή προσβολής.:
  • 1. Ο δάσκαλος διαπιστώνει με μεγάλη ικανοποίηση την πρόοδο των μαθητών του. 2. Ζήτησε ικανοποίηση για τη βλάβη που του προξένησαν στο αυτοκίνητο.
  • Συνών.: Αντίθ.: (1) απογοήτευση Συνών: (1) χαρά
  • Οικογ. Λέξ.: ικανοποιώ, ικανοποιητικός
  • Προσδιορ.: (1, 2) ηθική, ψυχική, (2) επαγγελματική

ικανός, -ή, -ό

  • Επίθετο, Ε1, έμψυχα και άψυχα, (ι-κα-νός), [αρχ. ἱκανὸς (= αρ-κετός)]
  • 1. αυτός που μπορεί να κάνει κάτι καλά, ο επιδέξιος. 2. αρκετός, επαρκής.:
  • 1. Είναι ικανός να λύσει οποιαδήποτε άσκηση Φυσικής. 2. Για να πραγματοποιηθεί η εκδρομή, πρέπει να συμπληρωθεί ικανός αριθμός μαθητών.
  • Συνών.: Αντίθ.: ανίκανος Συνών: (1) άξιος, (2) ικανοποιητικός
  • Σύνθ.: ικανοποιώ, ικανοποίηση, ανικανοποίητος
  • Οικογ. Λέξ.: ικανότητα
  • Προσδιορ.: (1) άνθρωπος, μαθητής, (2) ποσότητα
  • Φράσεις: Ικανός για όλα
  • Επεξηγ.: για αδίστακτο άνθρωπο

ικετεύω

  • Ρήμα, Ρ2, (ι-κε-τεύ-ω), (αόρ. ικέτεψα), [αρχ. ἱκετεύω < ἱκέτης]
  • (μτβ.) παρακαλώ θερμά, ζητώ βοήθεια.:
  • Σας ικετεύω να με βοηθήσετε να αντιμετωπίσω αυτή τη δύσκολη στιγμή που περνάω.
  • Συνών.: Συνών: θερμοπαρακαλώ, εκλιπαρώ
  • Οικογ. Λέξ.: ικεσία, ικέτης, ικετευτικός, ικετευτικά (επίρρ.)

ιός

  • (ο), Ουσιαστικό, Ο13, (ι-ός), [αρχ. ἰὸς (= δηλητήριο)]
  • 1. μικροοργανισμός που αναπτύσσεται σε ζωντανά κύτταρα και προκαλεί λοιμώδη νοσήματα. 2. (μτφ.) μικρό πρόγραμμα ή κώδικας που καταστρέφει προγράμματα ή μέρη του υπολογιστή.:
  • 1. Ο ιός της γρίπης είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος για τους ηλικιωμένους. 2. Έχασα όλα μου τα αρχεία στον υπολογιστή εξαιτίας κάποιου νέου ιού.
  • Οικογ. Λέξ.: ιογενής

ίππος

  • (ο), Ουσιαστικό, Ο14, (ίπ-πος), [αρχ. ἳππος (= το άλογο)]
  • 1. το άλογο. 2. μονάδα μέτρησης της δύναμης μιας μηχανής.:
  • 1. Ο δούρειος ίππος ήταν το τέχνασμα που επινόησε ο Οδυσσέας για την άλωση της Τροίας. 2. Αγόρασα ένα αυτοκίνητο που έχει κινητήρα εκατό ίππων.
  • Σύνθ.: ιππόδρομος, ιπποδύναμη, ιπποκόμος, έφιππος
  • Οικογ. Λέξ.: ιππεύω, ιππικός, ιππασία, ιππότης, ιππέας
  • Προσδιορ.: (2) φορολογήσιμος

ισορροπία

  • (η), Ουσιαστικό, Ο19, (ι-σορ-ρο-πί-α), [αρχ. ἰσορροπία < ἰσόρροπος]
  • 1. (φυσ.) η κατάσταση ενός υλικού σώματος στο οποίο ενεργούν δύο αντίθετες δυνάμεις, από τις οποίες η μία εξουδετερώνει την άλλη. 2. (μτφ.) η ψυχική υγεία και ηρεμία.:
  • 1. Ο ακροβάτης περπατούσε σε τεντωμένο σκοινί κρατώντας την ισορροπία του. 2. Για να ξαναβρείς την ισορροπία σου, χρειάζεσαι οπωσδήποτε λίγες ημέρες ξεκούρασης.
  • Συνών.: Αντίθ.: ανισορροπία Σύνθ.: ανισορροπία
  • Οικογ. Λέξ.: ισορροπώ, ισόρροπος, ισορρόπηση, ισορροπιστής, ισορροπημένος
  • Φράσεις: Λεπτή ισορροπία
  • Επεξηγ.: αυτή που είναι εύκολο να διαταραχτεί