Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Δ'-ΣΤ' Δημοτικού
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Σ"
σάτιρα
- (η), Ουσιαστικό, Ο22, (σά-τι-ρα), [σάτιρα < λατιν. Satira < satura (= ποικιλία)]
- ποιητικό ή πεζό λογοτεχνικό είδος που διακωμωδεί με ειρωνικό τρόπο ελαττώματα και καταστάσεις.:
- Παρακολούθησα στο θέατρο μία ενδιαφέρουσα πολιτική σάτιρα.
- Σύνθ.: σατιρογράφος
- Οικογ. Λέξ.: σατιρίζω, σατιρικός
σαφήνεια
- (η), Ουσιαστικό, Ο20, (σα-φή-νει-α, γεν. -ας, πληθ. - ), [αρχ. σαφήνεια < σαφηνὴς < σαφὴς]
- η διατύπωση των σκέψεων, των ιδεών και των συναισθημάτων με απόλυτα κατανοητό τρόπο.:
- Οι σκέψεις του διακρίνονται για τη σαφήνεια και την καθαρότητά τους.
- Συνών.: Αντίθ.: ασάφεια, αοριστία Συνών.: καθαρότητα, διαύγεια
- Οικογ. Λέξ.: σαφής, (δια)σαφηνίζω
σέβομαι
- Ρήμα, Ρ2, (σέ-βο-μαι, παθ. αόρ. σεβάστηκα), [λόγ. < αρχ. σέβοµαι]
- 1. (μτβ.) εκτιμώ ιδιαίτερα κάποιον ή κάτι. 2. (μτβ.) τηρώ, υπακούω.:
- 1. Ακούει με προσοχή και σέβεται τις απόψεις των άλλων. 2. Οι παίκτες πρέπει να σέβονται τους κανόνες του παιχνιδιού.
- Συνών.: Αντίθ.: (1, 2) περιφρονώ,(2) αψηφώ Συνών.: (1) τιμώ, υπολήπτομαι
- Οικογ. Λέξ.: σέβας, σεβασμός, σεβάσμιος, Σεβασμιότατος, σεβαστός
- Φράσεις: Σέβομαι τον εαυτό μου
- Επεξηγ.: έχω σωστή συμπεριφορά, είμαι αξιοπρεπής
σειρά
- (η), Ουσιαστικό, Ο18, (σει-ρά), [λόγ. < ελνστ. σειρὰ (= γραµµή, ακολουθία)]
- 1. πρόσωπα, πράγματα ή άλλα στοιχεία που τοποθετούνται το ένα δίπλα στο άλλο ή το ένα μετά το άλλο. 2. (για κείμενο) γραμμή, στίχος.:
- 1. Τοποθετήσαμε τις καρέκλες στη σειρά για τη γιορτή του σχολείου. 2. Το κεντρικό άρθρο της σχολικής εφημερίδας αποτελείται από είκοσι σειρές.
- Συνών.: Συνών.: (2) αράδα
- Σύνθ.: οροσειρά
- Προσδιορ.: (1) αλφαβητική, αριθμητική, συντακτική
- Φράσεις: Βγαίνω από τη σειρά μου
- Επεξηγ.: βγαίνω από τον κανονικό ρυθμό της ζωής μου
σεισμός
- (ο), Ουσιαστικό, Ο13, (σει-σμός), [αρχ. σεισµὸς < σείω]
- 1. δόνηση του στερεού φλοιού της γης, που προκαλεί συνήθως καταστροφές. 2. (μτφ.) αναταραχή, μεγάλη φασαρία.:
- 1. Το επίκεντρο του σεισμού εντοπίστηκε στη θαλάσσια περιοχή του Ιονίου. 2. Έγινε πραγματικός σεισμός, μόλις μαθεύτηκε ότι η ομάδα τους κέρδισε τον ποδοσφαιρικό αγώνα.
- Συνών.: Συνών.: (1) εγκέλαδος, (2) χαμός
- Σύνθ.: σεισμογενής, σεισμολόγος, σεισμόπληκτος, σεισμοπαθής, σεισμογράφος, μετασεισμός
- Οικογ. Λέξ.: σεισμικός, σεισμικότητα
- Προσδιορ.: (1) εκτεταμένος, ηφαιστειογενής, τεκτονικός
σελήνη
- (η), Ουσιαστικό, Ο25, (σε-λή-νη, γεν. -ης, πληθ. - ), [αρχ. σελήνη < σέλας (= φως)]
- το κοντινότερο προς τη γη ουράνιο σώμα που περιστρέφεται γύρω από αυτήν και αποτελεί το φυσικό της δορυφόρο.:
- Η σελήνη περιφέρεται γύρω από τη Γη σε είκοσι επτά ημέρες, επτά ώρες και σαράντα τρία λεπτά.
- Συνών.: Συνών.: φεγγάρι
- Σύνθ.: πανσέληνος, σεληνάκατος, σεληνόφως
- Οικογ. Λέξ.: σεληνιακός
- Φράσεις: 1. Η σκοτεινή πλευρά της σελήνης 2. Σεληνιακό τοπίο
- Επεξηγ.: 1. η άγνωστη πλευρά ενός ζητήματος 2. ερημωμένος τόπος
σεμνός, -ή, -ό
- Επίθετο, Ε1, έμψυχα και άψυχα, (σε-μνός), [λόγ. < αρχ. σεµνὸς (= σεβαστός, µεγαλόπρεπος)]
- 1. σοβαρός, ευγενικός, αξιοπρεπής. 2. ντροπαλός, συνεσταλμένος.:
- 1. Ο φίλος σου είναι ιδιαίτερα σεμνός στη συμπεριφορά του προς τους άλλους. 2. Είναι τόσο σεμνός, που κοκκινίζει αμέσως μόλις του μιλήσεις.
- Συνών.: Αντίθ.: (1) άσεμνος, (2) αναιδής, θρασύς
- Σύνθ.: σεμνοπρεπής
- Οικογ. Λέξ.: σεμνά (επίρρ.), σεμνότητα
- Προσδιορ.: (1, 2) επιστήμονας, ομιλητής, νέος, κορίτσι
σηκώνω
- Ρήμα, Ρ1, (ση-κώ-νω), (αόρ. σήκωσα, παθ. αόρ. σηκώθηκα, παθ. μτχ. σηκωμένος), [µεσν. σηκώνω < µτγν. σηκῶ (= ζυγίζω, ισορροπώ) < σηκὸς (= ζύγι)]
- 1. (μτβ.) μετακινώ κάτι από κάτω προς τα πάνω, υψώνω. 2. (μτβ.) ξυπνώ κάποιον από τον ύπνο, αφυπνίζω. 3. (μτβ.) βαστώ ή μεταφέρω βάρος.:
- 1. Σήκωσε το βιβλίο που είχε πέσει στο πάτωμα και το έβαλε στη θέση του. 2. Αύριο να με σηκώσεις στις έξι το πρωί. 3. Ο αθλητής της άρσης βαρών σήκωσε στο σύνολο τριακόσια κιλά.
- Συνών.: Αντίθ.: (1) κατεβάζω
- Σύνθ.: ανασηκώνω, ξεσηκώνω
- Οικογ. Λέξ.: σήκωμα, σηκωμός, σηκωτός
- Φράσεις: 1. Σηκώνω κεφάλι, μπαϊράκι 2. Σηκώνω χέρι 3. Σηκώνω ψηλά τα χέρια 4. Δε σηκώνω τέτοια 5. Σηκώνω στο πόδι 6. Δε σηκώνω κεφάλι 7. Σηκώνω στο μάθημα
- Επεξηγ.: 1. απειθαρχώ 2. χτυπώ κάποιον 3. σταματώ κάθε προσπάθεια 4. δεν ανέχομαι προσβολές 5. αναστατώνω 6. εργάζομαι συνέχεια 7. εξετάζω
σημαίνω
- Ρήμα, Ρ1, (ση-μαί-νω), (αόρ. σήμανα, παθ. αόρ. σημάνθηκα, παθ. μτχ. σεσημασμένος), [αρχ. σηµαίνω < σῆµα]
- 1. (μτβ.) δηλώνω κάτι. 2. (μτβ.) είμαι σημαντικός, σπουδαίος. 3. (αμτβ.) βγάζω ήχο, ηχώ.:
- 1. Το ρήμα «παλιννοστώ» σημαίνει «επιστρέφω στην πατρίδα». 2. Αυτός ο άνθρωπος σημαίνει πολλά για την οικογένειά μας. 3. Το ρολόι της πλατείας σήμανε μεσάνυχτα.
- Συνών.: Συνών.: (3) χτυπώ
- Σύνθ.: επισημαίνω
- Οικογ. Λέξ.: σήμα, σημαντικός, σήμαντρο, σήμανση
- Φράσεις: Σήμανε η ώρα
- Επεξηγ.: ήρθε η κατάλληλη στιγμή
σιγά
- Επίρρημα, (σι-γά), [µεσν. σιγά < αρχ. επίρρ. σιγῆ ]
- 1. χαμηλόφωνα, όχι δυνατά. 2. χωρίς βιασύνη, αργά.:
- 1. Μιλούσε σιγά, για να μην ενοχλεί τους διπλανούς του. 2. Το λεωφορείο πήγαινε πολύ σιγά, με αποτέλεσμα να φτάσουμε στον προορισμό μας με καθυστέρηση.
- Συνών.: Αντίθ.: (1) δυνατά, μεγαλόφωνα, (2) γρήγορα Συνών.: (1) σιγανά
- Σύνθ.: σιγοτραγουδώ
- Οικογ. Λέξ.: σιγανά (επίρρ.), σιγανός, σιγαλιά
- Φράσεις: 1. Σιγά-σιγά 2. Σιγά τον πολυέλαιο / τα λάχανα
- Επεξηγ.: 1. σταδιακά, λίγο-λίγο 2. για κάτι ασήμαντο