Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Δ'-ΣΤ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Ξ"

Βρέθηκαν 11 Λήμματα [1 - 10]

ξαφνιάζω

  • Ρήμα, Ρ4, (ξαφ-νιά-ζω), (αόρ. ξάφνιασα, παθ.αόρ. ξαφνιάστηκα,παθ. μτχ. ξαφνιασμένος), [µεσν. ξαφνίζω < ξαφνίζω < ἒξαφνα]
  • (μτβ.) προκαλώ σε κάποιον έκπληξη ή φόβο.:
  • Μας ξάφνιασε η απόφασή του να φύγει στο εξωτερικό.
  • Οικογ. Λέξ.: ξάφνιασμα, ξαφνικός, ξαφνικά (επίρρ.)

ξενιτιά

  • (η), Ουσιαστικό, Ο18, (ξε-νι-τιά, γεν. -άς, πληθ. - ), [µεσν. ξενιτιὰ < ελνστ. ξενιτεία]
  • η ξένη χώρα, η διαμονή σε ξένο τόπο.:
  • Συνών.: Συνών.: αλλοδαπή, ξένα (τα), αποδημία
  • Οικογ. Λέξ.: ξενιτεύομαι, ξενιτεμός

ξένος, -η, -ο

  • Επίθετο, Ε1, έμψυχα και άψυχα, (ξέ-νος), [αρχ. ξένος]
  • 1. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλη χώρα και μένει σε άλλη, ο αλλοδαπός. 2. αυτός που φιλοξενείται σε σπίτι άλλου. 3. αυτός που δεν έχει σχέση με κάποιον ή κάτι, άσχετος.:
  • 1. Τα τελευταία χρόνια εργάζονται πολλοί ξένοι στην Ελλάδα. 2. Σήμερα έχω ξένους στο σπίτι μου. 3. Είναι ξένος προς την υπόθεση αυτή.
  • Συνών.: Αντίθ.: (1) ιθαγενής, ντόπιος Συνών.: (1) αλλοεθνής, (2) μουσαφίρης, φιλοξενούμενος
  • Σύνθ.: ξεναγός, ξενοδόχος, ξενόγλωσσος, ξενόφερτος, φιλόξενος
  • Οικογ. Λέξ.: ξενίζω, ξενικός, ξένιος, ξενώνας
  • Προσδιορ.: (1) γλώσσα, αντιπροσωπεία, ταινία, παίκτης

ξερός, -ή, -ό

  • Επίθετο, Ε1, άψυχα, (ξε-ρός), [µεσν. ξερὸς < αρχ.ξηρὸς]
  • 1. που δεν έχει νερό ή υγρασία, ο στεγνός. 2. που δεν έχει καθόλου βλάστηση. 3. (μτφ.) για κάτι απότομο, σύντομο.:
  • 1. Το φθινόπωρο τα ξερά φύλλα των δέντρων σκεπάζουν τη γη. 2. Η Μάνη είναι ένας ξερός και ορεινός, αλλά όμορφος τόπος. 3. Μας είπε μια ξερή καλημέρα κι έφυγε αμέσως.
  • Συνών.: Αντίθ.: (1) υγρός, βρεγμένος Συνών: (1, 2) ξηρός, (1) άνυδρος
  • Σύνθ.: ξεροβόρι, ξεροκέφαλος, ξεροκόμματο, ξερονήσι, ξεροψήνω
  • Οικογ. Λέξ.: ξέρα (η), ξερά(επίρρ.), ξεραΐλα, ξεραίνω
  • Προσδιορ.: (1) κλίμα, ψωμί, (3) πυροβολισμός
  • Φράσεις: Έμεινε ξερός Παροιμ.: Κοντά στα ξερά καίγονται και τα χλωρά
  • Επεξηγ.: άναυδος, άφωνος

ξέρω

  • Ρήμα, (ξέ-ρω), (παρατ. ήξερα), [µεσν. ξεύρω / (ἠ)ξεύρω < αρχ. ἐξευρίσκω]
  • 1. (μτβ.) γνωρίζω, μου είναι κάτι γνωστό. 2. (μτβ.) μαθαίνω, πληροφορούμαι.:
  • 1. Ο Γιάννης ξέρει πολύ καλά το μάθημα της Ιστορίας. Ξέρω πού βρίσκεται η αλήθεια γι'αυτό το ζήτημα. 2. Ξέρεις ότι το σχολείο μας θα πάει εκδρομή στη Ρόδο;
  • Συνών.: Αντίθ.: (1) αγνοώ
  • Σύνθ.: πολυξέρω
  • Φράσεις: Ένας θεός ξέρει Παροιμ.: Όσα ξέρει ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος
  • Επεξηγ.: για κάτι που δεν μπορεί να το ξέρει κανείς

ξεχνώ

  • Ρήμα, Ρ5, (ξε-χνώ), (αόρ.ξέχασα, παθ. αόρ. ξεχάστηκα, παθ. μτχ. ξεχασμένος), [µεσν. ξεχνῶ < ξεχάνω]
  • 1. (μτβ.) δε θυμάμαι, λησμονώ. 2. (αμτβ.) (μέσ.) δεν καταλαβαίνω όσα συμβαίνουν γύρω μου, αφαιρούμαι.:
  • 1. Ξέχασα τον αριθμό του τηλεφώνου που μου έδωσες. 2. Ξεχάστηκα στην αγορά και έχασα το λεωφορείο.
  • Συνών.: Αντίθ.: (1) θυμάμαι
  • Οικογ. Λέξ.: ξεχασιάρης, αξέχαστος

ξεχωρίζω

  • Ρήμα, Ρ4, (ξε-χω-ρί-ζω), (αόρ. ξεχώρισα, παθ.αόρ. ξεχωρίστηκα, παθ. μτχ. ξεχωρισμένος), [µεσν. < µτγν. ἐκχωρίζω]
  • 1. (μτβ.) βάζω κάτι χωριστά από τα άλλα. 2. (μτβ.) προτιμώ, κάνω διάκριση. 3. (μτβ.) διακρίνω, αντιλαμβάνομαι με την όραση ή την ακοή. 4. (αμτβ.) διακρίνομαι, διαφέρω.:
  • 1. Ξεχώρισε τα σκούρα ρούχα και τα έβαλε στο πλυντήριο. 2. Φέρεται δίκαια και δεν ξεχωρίζει κανένα από τα παιδιά του. 3. Τον ξεχώριζες αμέσως από το παράξενο βάδισμά του. 4. Στη δουλειά ξεχωρίζει για την εργατικότητά του.
  • Συνών.: Συνών: (1, 2) διαχωρίζω, (3) αναγνωρίζω, (4) υπερτερώ
  • Οικογ. Λέξ.: ξέχωρος, ξέχωρα (επίρρ.), ξεχώρισμα, ξεχωριστός, ξεχωριστά (επίρρ.)
  • Φράσεις: Ξεχώρισε η ήρα απ' το σιτάρι
  • Επεξηγ.: ξεχώρισε το καλό απ' το κακό

ξίδι

  • (το), Ουσιαστικό, Ο36, (ξί-δι, γεν. -ιού, πληθ. -ια), [µεσν. ξίδιον < υποκορ. του αρχ. ὂξος (= ξίδι)]
  • υγρό με ξινή γεύση που παρασκευάζεται συνήθως από κρασί.:
  • Βάζει πάντοτε ξίδι στη σαλάτα.
  • Συνών.: Συνών: όξος
  • Σύνθ.: λαδόξιδο
  • Οικογ. Λέξ.: ξιδάτος
  • Προσδιορ.: ξεθυμασμένο
  • Φράσεις: Να πιει ξίδι!
  • Επεξηγ.: να ξεθυμώσει

ξοδεύω

  • Ρήμα, Ρ2, (ξο-δεύ-ω), (αόρ.ξόδεψα, παθ. αόρ. ξοδεύτηκα, παθ. μτχ. ξοδε(υ)μένος), [µεσν. < µτγν. ξοδεύω (= αναχωρώ, φεύγω) < ἒξοδος]
  • 1. (μτβ.) δίνω ένα χρηματικό ποσό, για να αγοράσω κάτι 2. (μτβ.) χρησιμοποιώ ένα αγαθό, για να ικανοποιήσω κάποια ανάγκη μου.:
  • 1. Ξόδεψε πολλά χρήματα, για να αγοράσει το σπίτι του. 2. Φέτος ξοδέψαμε πολύ πετρέλαιο για θέρμανση.
  • Συνών.: Συνών: (1) δαπανώ, πληρώνω, (2) καταναλώνω
  • Σύνθ.: καταξοδεύομαι
  • Οικογ. Λέξ.: ξόδεμα, ξόδιασμα, ξοδευτής

ξυπνώ

  • Ρήμα, Ρ5, (ξυ-πνώ), (αόρ. ξύπνησα), [µεσν. ξυπνῶ < µτγν. ξυπνῶ < ἐκ + ὑπνῶ ]
  • 1. (αμτβ.) σταματώ να κοιμάμαι 2. (μτβ.) διακόπτω τον ύπνο κάποιου. 3. (αμτβ.) (μτφ.) αρχίζω να καταλαβαίνω σωστά όσα συμβαίνουν.:
  • 1. Ξύπνησα αργά κι άργησα να πάω στο σχολείο. 2. Θέλω να με ξυπνήσεις αύριο στις οχτώ. 3. Ξύπνα και δες ότι αυτός ο άνθρωπος δε σου λέει την αλήθεια!
  • Συνών.: Συνών: (2) αφυπνίζω
  • Οικογ. Λέξ.: ξύπνημα, ξυπνητός, ξυπνητήρι