Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Δ'-ΣΤ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Ψ"

Βρέθηκαν 8 Λήμματα [1 - 8]

ψάρι

  • (το), Ουσιαστικό, Ο36, (ψά-ρι), [µεσν. < αρχ. ψάριον < ὂψον (= προσφάγι)]
  • σπονδυλωτό ζώο που ζει στο νερό, αναπνέει με βράγχια, έχει λέπια και αποτελεί μία από τις βασικές τροφές του ανθρώπου.:
  • Εκτός από τα θαλασσινά ψάρια υπάρχουν και τα ψάρια του γλυκού νερού.
  • Συνών.: Συνών.: ιχθύς
  • Σύνθ.: ψαραγορά, ψαρόβαρκα, ψαρονέφρι, ψαροταβέρνα, ψαρόσουπα, σκυλόψαρο
  • Οικογ. Λέξ.: ψαράς, ψαριά, ψάρεμα, ψαρεύω, ψαράδικο
  • Προσδιορ.: πελαγίσιο, σπαρταριστό
  • Φράσεις: 1. Ψήνω το ψάρι στα χείλη 2. Σαν το ψάρι έξω απ' το νερό Παροιμ.: Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό
  • Επεξηγ.: 1. βασανίζω, ταλαιπωρώ 2. για κάποιον που αισθάνεται ότι βρίσκεται έξω απ' το περιβάλλον του

ψάχνω

  • Ρήμα, Ρ1, (ψά-χνω), (αόρ. έψαξα, παθ. αόρ. ψάχτηκα, παθ. μτχ. ψαγμένος), [µεσν. ψάχνω < αρχ. ψαύω (= ψηλαφώ)]
  • 1. (μτβ.) προσπαθώ να βρω κάτι, γυρεύω. 2. (μτβ.) κάνω σωματική έρευνα σε κάποιον. 3. (αμτβ.) (μέσ.) προβληματίζομαι.:
  • 1. Ψάχνει να βρει την καταγωγή του παππού του. 2. Τον έψαξαν και βρήκαν επάνω του πολλά χρήματα. 3. Ακόμα ψάχνεται, γι' αυτό που θέλει τελικά να κάνει.
  • Συνών.: Αντίθ.: (1) βρίσκω Συνών.: (1, 3) αναζητώ
  • Οικογ. Λέξ.: ψάξιμο
  • Φράσεις: 1. Ψάχνω με το κερί 2. Ψάχνω ψύλλους στ' άχυρα 3. Στον ουρανό σ' έψαχνα και στη γη σε βρήκα
  • Επεξηγ.: 1. αναζητώ επίμονα 2. για κάτι που είναι αδύνατο να βρεθεί 3. για κάποιον που τον βρίσκεις εκεί που δεν το περιμένεις

ψελλίζω

  • Ρήμα, Ρ4, (ψελ-λί-ζω), (αόρ. ψέλλισα), [λόγ. < αρχ. ψελλίζω ( = τραυλίζω) <ψελλὸς]
  • (μτβ.) μιλώ με δυσκολία είτε από φυσική διαταραχή είτε από φόβο, τραυλίζω.:
  • Από την ταραχή του ψέλλισε μόνο μερικές λέξεις.
  • Οικογ. Λέξ.: ψέλλισμα

ψέμα

  • (το), Ουσιαστικό, Ο39, (ψέ-μα, γεν. -ατος, πληθ. -ατα), [µεσν. ψέµα < ελνστ. ψεῦµα < αρχ. ψεῦσµα]
  • καθετί που δεν είναι αληθινό ή πραγματικό.:
  • Κανείς δεν τον εμπιστεύεται, γιατί λέει συνεχώς ψέματα.
  • Συνών.: Αντίθ. αλήθεια Συνών.: ψευτιά, ψεύδος
  • Προσδιορ.: αθώο, πρωταπριλιάτικο, χοντρό
  • Φράσεις: 1. Τελείωσαν τα ψέματα 2. Μου φαίνεται σαν ψέμα
  • Επεξηγ.: 1. δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια 2. για κάτι που δεν το περίμενα

ψηφίζω

  • Ρήμα, Ρ4, (ψη-φί-ζω), (αόρ. ψήφισα, παθ. αόρ. ψηφίστηκα, παθ. μτχ. ψηφισμένος), [λόγ. < αρχ. ψηφίζω < ψῆφος]
  • 1. (μτβ.) δηλώνω την προτίμησή μου για την εκλογή κάποιου σε μία θέση. 2. (αμτβ.) ασκώ το εκλογικό μου δικαίωμα. 3. (μτβ.) επιδοκιμάζω, εγκρίνω.:
  • 1. Τον ψήφισαν πάλι για δήμαρχο της πόλης. 2. Για να ψηφίσει κάποιος, πρέπει να έχει συμπληρώσει το νόμιμο όριο ηλικίας. 3. Όλα τα κόμματα της Βουλής ψήφισαν την πρόταση νόμου για την προστασία του περιβάλλοντος.
  • Συνών.: Αντίθ. (3) καταψηφίζω Συνών.: (1) υπερψηφίζω
  • Σύνθ.: υπερψηφίζω, καταψηφίζω
  • Οικογ. Λέξ.: ψήφος, ψήφιση, ψήφισμα
  • Φράσεις: Ψηφίζω με τα δυο χέρια
  • Επεξηγ.: δείχνω την απόλυτη υποστήριξη σε υποψήφιο ή κόμμα

ψυχή

  • (η), Ουσιαστικό, Ο24, (ψυ-χή), [αρχ. ψυχὴ (= πνοή, ζωή) < ψύχω (= φυσώ)]
  • 1. το ένα από τα δύο, μαζί με το σώμα, βασικά στοιχεία της ανθρώπινης ύπαρξης. 2. ο ηθικός και συναισθηματικός εσωτερικός κόσμος του ανθρώπου σε αντίθεση με το νου, τη διάνοια. 3. (συνεκδ.) ο άνθρωπος. 4. (μτφ.) θάρρος, τόλμη, δύναμη.:
  • 1. Ο άνθρωπος αποτελείται από σώμα και ψυχή. 2. Βοηθάει όσο μπορεί τους φτωχούς, γιατί έχει καλή ψυχή. 3. Στο χωριό μου δε ζουν περισσότερες από πενήντα ψυχές. 4. Το 1940 οι Έλληνες πολέμησαν με ψυχή και ηρωισμό.
  • Συνών.: Αντίθ. (4) δειλία
  • Σύνθ.: ψυχαγωγία, ψυχανάλυση, ψυχασθενής, ψυχίατρος, ψυχολογία, ψυχοπαιδαγωγική, ψυχοσύνθεση, ψυχοσωματικός, ψυχοσάββατο
  • Οικογ. Λέξ.: ψυχικός, ψυχικό (το), ψύχωση, ψυχωμένος
  • Προσδιορ.: (1, 2, 4) αγνή, αθάνατη, (2, 4) αθώα, αδούλωτη, (2, 4) περήφανη, (1, 2) ρομαντική
  • Φράσεις: 1. Βγάζω την ψυχή κάποιου 2. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου 3. Με την ψυχή στο στόμα 4. Το λέει η ψυχή του
  • Επεξηγ.: 1. τον ταλαιπωρώ 2. για ανεξήγητη συμπεριφορά 3. με μεγάλο άγχος 4. είναι θαρραλέος

ψύχραιμος, -η, -ο

  • Επίθετο, Ε2, έμψυχα και άψυχα, (ψύ-χραι-μος), [λόγ. ψύχραιµος < ψυχρὸς + αἷµα]
  • το να παραμένει κανείς απαθής, ατάραχος και γαλήνιος μπροστά σε δύσκολες καταστάσεις.:
  • Αν γίνει σεισμός, πρέπει να φανείτε ψύχραιμοι και να εφαρμόσετε τα μέτρα προστασίας που γνωρίζετε.
  • Συνών.: Αντίθ.: ταραγμένος Συνών.: νηφάλιος, συγκρατημένος
  • Οικογ. Λέξ.: ψύχραιμα(επίρρ.), ψυχραιμία
  • Προσδιορ.: αντίδραση, στάση, αντιμετώπιση

ψυχρός, -ή, -ό

  • Επίθετο, Ε1, έμψυχα και άψυχα, (ψυ-χρός), [λόγ. < αρχ. ψυχρὸς < ψύχω]
  • 1. που έχει χαμηλή θερμοκρασία, κρύος. 2. (μτφ.) αυτός που δεν έχει ενθουσιασμό, απαθής, αδιάφορος.:
  • 1. Το κλίμα σε πολλές περιοχές της Ελλάδας είναι ιδιαίτερα ψυχρό. 2. Εμφανίζεται πάντοτε ως ένας ψυχρός και απότομος χαρακτήρας.
  • Συνών.: Αντίθ.: (1, 2) θερμός, ζεστός, (2) εγκάρδιος, ενθουσιώδης
  • Σύνθ.: ψυχρολουσία, ψύχραιμος, ψυχραιμία, ψυχροπολεμικός
  • Οικογ. Λέξ.: ψύχρα, ψυχραίνω, ψυχρότητα
  • Προσδιορ.: (1, 2) ατμόσφαιρα, βλέμμα, (2) υποδοχή