Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Δ'-ΣΤ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Τ"

Βρέθηκαν 48 Λήμματα [1 - 10]

ταιριάζω

  • Ρήμα, Ρ1, (ται-ριά-ζω), (αόρ. ταίριασα, παθ.αόρ. ταιριάστηκα, παθ. μτχ. ταιριασμένος), [µεσν. ταιριάζω < ταίρι]
  • 1.(μτβ.) δημιουργώ ένα αρμονικό σύνολο από ανόμοια πράγματα. 2. (αμτβ.) (γ΄ πρόσ.) είναι σωστό, αρμόζει.:
  • 1. Αγόρασα ένα κόκκινο μπλουζάκι, για να το ταιριάσω με την μπλε φούστα. 2. Στους ηλικιωμένους ταιριάζει να μιλάμε πάντα με σεβασμό.
  • Συνών.: Συνών.: (1) συνταιριάζω, συνδυάζω, (2) πρέπει
  • Οικογ. Λέξ.: ταίριασμα, ταιριασμένος, ταιριαστός
  • Φράσεις: 1. Ταιριάζουν τα χνώτα μας 2. Τα ταιριάξαμε
  • Επεξηγ.: 1. συμφωνούμε 2. τα συμφωνήσαμε

τακτικός, -ή, -ό

  • ταχτικός, Επίθετο, Ε1, έμψυχα και άψυχα, (τα-κτι-κός), [λόγ. < αρχ. τάσσω]
  • 1. αυτός που γίνεται με ορισμένη τάξη και σε ορισμένο χρόνο. 2. ακριβής, συνεπής, μεθοδικός. 3. αυτός που έχει μόνιμη θέση.:
  • 1. Τα πλοία κάνουν τακτικά δρομολόγια από τον Πειραιά για την Κρήτη. 2. Είναι πάντοτε τακτικός και επιμελής μαθητής. 3. Είναι τακτικός υπάλληλος του Ταχυδρομείου.
  • Συνών.: Αντίθ.: (1) άτακτος, (3) προσωρινός, έκτακτος
  • Οικογ. Λέξ.: τακτική, τακτικά (επίρρ.), τακτικότητα
  • Προσδιορ.: (1) συγκοινωνία, (1, 2) αναγνώστης
  • Φράσεις: 1. Τακτικά αριθμητικά 2. Τακτικός στρατός
  • Επεξηγ.: 1. φανερώνουν τη σειρά που κατέχει κάποιος 2. ο μόνιμος και οργανωμένος στρατός

ταλαιπωρώ

  • Ρήμα, Ρ6, (τα-λαι-πω-ρώ), (αόρ. ταλαιπώρη-σα, παθ. αόρ. ταλαι-πωρήθηκα, παθ. μτχ. ταλαιπωρημένος), [λόγ. < αρχ. ταλαιπωρῶ ]
  • (μτβ.) κάνω κάποιον να υποφέρει σωματικά ή ψυχικά.:
  • Αυτό το ζήτημα ταλαιπώρησε ολόκληρη την οικογένεια.
  • Συνών.: Συνών.: βασανίζω, τυραννώ
  • Σύνθ.: καταταλαιπωρώ
  • Οικογ. Λέξ.: ταλαίπωρος, ταλαιπωρία

ταμείο

  • (το), Ουσιαστικό, Ο32, (τα-μεί-ο), [µτγν. ταµεῖον < αρχ. ταµιεῖον < ταµιεύω]
  • 1. η αρμόδια υπηρεσία για την είσπραξη και την πληρωμή χρημάτων. 2. γραφείο όπου γίνονται εισπράξεις και πληρωμές από τον ταμία. 3. χρηματοκιβώτιο.:
  • 1. Το Δημόσιο Ταμείο εισπράττει τα δημόσια έσοδα και πληρώνει τα δημόσια έξοδα. 2. Το ταμείο του θεάτρου ανοίγει δύο ώρες,προτού να αρχίσει η παράσταση. 3. Το κεντρικό ταμείο της Τράπεζας ανοίγει και κλειδώνει με συγκεκριμένο κωδικό.
  • Οικογ. Λέξ.: ταμίας, ταμειακός, ταμιευτήριο
  • Προσδιορ.: (1) ασφαλιστικό, διεθνές, νομισματικό
  • Φράσεις: 1. Σπάει ταμεία 2. Κλείνω ταμείο
  • Επεξηγ.: 1. έχει μεγάλη εισπρακτική επιτυχία 2. κάνω απολογισμό εισόδων και εξόδων

τάξη

  • (η), Ουσιαστικό, Ο27, (τά-ξη, γεν. -ης, -εως, πληθ. -εις), [αρχ. τάξις < τάσσω (= ορίζω)]
  • 1. η τακτοποίηση των πραγμάτων στη σωστή θέση. 2. το σύνολο των μαθητών που παρακολουθούν τα μαθήματα που αντιστοιχούν σ' ένα σχολικό έτος. 3. η αίθουσα διδασκαλίας. 4. κάθε σύνολο ανθρώπων με ίδια κοινωνική και οικονομική κατάσταση ή κοινό επάγγελμα.:
  • 1. Έχει πάντοτε μεγάλη τάξη στο δωμάτιό του. 2. Η Tρίτη τάξη πήγε σήμερα εκδρομή. 3. Η τάξη μας είναι μεγάλη και φωτεινή. 4. Στην αρχαία Σπάρτη υπήρχε η τάξη των ειλώτων.
  • Συνών.: Αντίθ.: (1) αταξία, ακαταστασία Συνών.: διάταξη, τοποθέτηση
  • Σύνθ.: ένταξη, παράταξη, σύνταξη
  • Οικογ. Λέξ.: ταξικός
  • Προσδιορ.: (1) απόλυτη, παραδειγματική, (4) αγροτική, εργατική, επαγγελματική
  • Φράσεις: 1. Πρῶτος τῇ τάξει 2. Πρώτης τάξεως
  • Επεξηγ.: 1. ο ανώτερος στην ιεραρχία 2. εκλεκτός

ταξίδι

  • (το), Ουσιαστικό, Ο36, (τα-ξί-δι, γεν. -ιού, πληθ. -ια), [µεσν. < ελνστ. ταξίδιον (= εκστρατεία) < υποκορ. του αρχ. τάξις]
  • η μετακίνηση από έναν τόπο σε κάποιον άλλο με μεταφορικό μέσο.:
  • Μόλις επέστρεψε από ένα ταξίδι, που είχε κάνει στα νησιά του Β. Αιγαίου.
  • Σύνθ.: καλοτάξιδος
  • Οικογ. Λέξ.: ταξιδεύω, ταξιδευτής, ταξιδιάρης, ταξιδιάρικος, ταξιδιώτης, ταξιδιωτικός
  • Προσδιορ.: αεροπορικό, επαγγελματικό, αξέχαστο, σύντομο, κουραστικό, παρθενικό
  • Φράσεις: 1. Ταξίδι του μέλιτος 2. Ταξίδι αστραπή
  • Επεξηγ.: 1. το γαμήλιο ταξίδι που κάνουν οι νεόνυμφοι 2. πολύ σύντομο

ταπεινός, -ή, -ό

  • Επίθετο, Ε1, έμψυχα, (τα-πει-νός), [λόγ. < αρχ. ταπεινὸς]
  • αυτός που δεν είναι αλαζόνας, ο σεμνός.:
  • Στη ζωή του παρέμεινε ταπεινός άνθρωπος, παρά τις μεγάλες επιτυχίες που γνώρισε.
  • Συνών.: Συνών.: μετριόφρονας
  • Σύνθ.: ταπεινοφροσύνη
  • Οικογ. Λέξ.: ταπεινά (επίρρ.), ταπεινότητα
  • Φράσεις: Κατά την ταπεινή μου γνώμη
  • Επεξηγ.: κατά την προσωπική μου άποψη

τάση

  • (η), Ουσιαστικό, Ο27, (τά-ση, γεν. -ης, -εως, πληθ. -εις), [αρχ. τάσις < τάσσω (= ορίζω)]
  • 1. η προτίμηση κάποιου για κάτι που το επιθυμεί ή τον ευχαριστεί, η ιδιαίτερη κλίση. 2. (φυσ.) η διαφορά δυναμικού στα άκρα ενός αγωγού που είναι η αιτία του ηλεκτρικού ρεύματος στον αγωγό.:
  • 1. Ο φίλος μου έχει την τάση να διαβάζει ιστορικά μυθιστορήματα. 2. Τα καλώδια της Δ.Ε.Η. έχουν ηλεκτρικό ρεύμα υψηλής τάσης.
  • Σύνθ.: τείνω
  • Προσδιορ.: (1) ανανεωτική, ανοδική, πτωτική, ιδεολογική, πολιτική

ταυτότητα

  • (η), Ουσιαστικό, Ο22, (ταυ-τό-τη-τα), [λόγ. < αρχ. ταυτότης < ταὐτὸν]
  • 1. απόλυτη συμφωνία ή ομοιότητα. 2. τα χαρακτηριστικά που ξεχωρίζουν ένα άτομο, ένα λαό ή έναν πολιτισμό από κάποιον άλλο. 3. επίσημο δελτίο με τη φωτογραφία και τα ατομικά στοιχεία του κατόχου του.:
  • 1. Υπάρχει ταυτότητα απόψεων για την ανάγκη να προστατεύσουμε το περιβάλλον. 2. Οι παραδόσεις αποτελούν ένα σημαντικό στοιχείο της νεοελληνικής μας ταυτότητας. 3. Η φοιτητική ταυτότητα βεβαιώνει ότι ο κάτοχός της είναι φοιτητής.
  • Συνών.: Συνών.: (1) σύμπτωση, (2) φυσιογνωμία
  • Προσδιορ.: (2) εθνική, πολιτισμική, (3) αστυνομική, δημοσιογραφική, μαθητική, φοιτητική
  • Φράσεις: Μαθηματική ταυτότητα
  • Επεξηγ.: η ισότητα ανάμεσα σε δύο αλγεβρικές παραστάσεις

ταχύτητα

  • (η), Ουσιαστικό, Ο22, (τα-χύ-τη-τα, γεν. -ας, πληθ. -ες), [αρχ. ταχυτὴς, -υτῆτος < ταχὺς]
  • 1. το να κινείται, να παράγει κάτι ή να ενεργεί κανείς με γρήγορο τρόπο. 2. (φυσ.) το διάστημα που διανύεται από κινητό σώμα σε ορισμένη χρονική μονάδα.:
  • 1. Η ανάπτυξη της τεχνολογίας γίνεται κατά τα τελευταία χρόνια με μεγάλη ταχύτητα. 2. Στις εθνικές οδούς υπάρχει ανώτατο όριο ταχύτητας για όλα τα αυτοκίνητα.
  • Συνών.: Συνών.: (1) γρηγοράδα
  • Οικογ. Λέξ.: ταχύς, ταχέως (επίρρ.)
  • Προσδιορ.: (1) πρώτη, ιλιγγιώδης, υπερβολική
  • Φράσεις: 1. Κεκτημένη ταχύτητα 2. Με την ταχύτητα του φωτός
  • Επεξηγ.: 1. για κάτι που γίνεται αυθόρμητα και χωρίς σκέψη 2. πολύ γρήγορα