Σκάμανδρος ή Ξάνθος
Θεός ποταμός της πεδιάδας της Τροίας, γιος του Δία. Τα ονόματά του αιτιολογούνται ως εξής:
α) Όταν ο Ηρακλής βρέθηκε κάποτε στην Τρωάδα, ζήτησε από τον πατέρα το Δία να του δείξει μια πηγή για να ξεδιψάσει. Πράγματι, ο Δίας έκαμε τη γη να αναβλύσει νερό, όχι όμως αρκετό ώστε να αρκέσει στον ήρωα. Γι' αυτό έκαψε βαθιά τη γη και βρήκε πλούσια φλέβα νερού. Αυτή η φλέβα υπήρξε η πηγή του Σκάμανδρου.
β) Ξάνθος, δηλαδή Κόκκινος ονομάστηκε ή από το χρώμα των νερών που κυλούσαν σε αυτόν ή γιατί τα δέρματα των προβάτων βάφονταν κόκκινα, όταν τα έρριχναν μέσα στο ποτάμι για να πλυθούν. Λέγεται, μάλιστα, ότι η Αφροδίτη, πριν την κρίση του Πάρη, λούστηκε στον ποταμό, για να δώσει χρυσαφιές ανταύγειες στα μαλλιά της.
Παιδιά του ήταν ο Τεύκρος από τη νύμφη Ιδαία, που υπήρξε ο πρώτος βασιλιάς της Τρωάδας· η Καλλιρόη, που παντρεύτηκε τον Τρώα, γιο του θεού ποταμού Σιμόεντα, αδελφού του Σκάμανδρου, η Στρυμώ, σύζυγος του Λαομέδοντα, γιου του Ίλου. Έτσι ο Σκάμανδρος βρίσκεται στην κορυφή του γενεαλογικού δέντρου της βασιλικής οικογένειας.
Τα νερά αυτού του ποταμού, όπως και άλλων, θεωρούνταν ότι συνέτειναν στη γονιμοποίηση, γι' αυτό και, σύμφωνα με νόμο, οι μελλόνυμφες της Τροίας έπρεπε να λουστούν στα νερά του. Επρόκειτο για τελετή δημόσιου χαρακτήρα, αφού συγγενείς και ο υπόλοιπος κόσμος παρακολουθούσαν από μακριά «όπως επιτρέπει ο νόμος». Στη διάρκεια του λουτρού οι κοπέλες πρόφεραν ιερά λόγια: «Πάρε, Σκάμανδρε, την παρθενιά μου» (Αισχίνης., Επιστολαί 10, 3).
Ο Σκάμανδρος έχει ρόλο και στην Ιλιάδα, κυρίως στη ραψωδία Φ. Στα νερά του προστάζει ο Δίας να πλύνουν τον νεκρό Σαρπηδόνα, στα νερά και στις όχθες του πολεμά ο Αχιλλέας μετά τον θάνατο του Πάτροκλου. Και αντί να αιχμαλωτίζει τους αντιπάλους του Τρώες και τους συμμάχους τους και να τους πουλά, σκότωνε αναρίθμητους, ανάμεσά τους και τους Πριαμίδες Λυκάονα, Έκτορα και Πολύδωρο, τον πιο μικρό γιο του Πρίαμου (ραψωδίες Υ-Χ). Η μανία του Αχιλλέα εκδηλώθηκε όχι μόνο με τον αριθμό των θυμάτων του αλλά και στη μεταχείριση που επιφύλασσε στα νεκρά σώματα. Στη μάχη που έδωσε στις όχθες του θεού-ποταμού Σκάμανδρου και μέσα στον ίδιο τον Σκάμανδρο, οι Τρώες υποχώρησαν μπροστά στον μανιασμένο Αχιλλέα, ρίχτηκαν στα νερά του ποταμού για να γλιτώσουν αλλά τελικά παγιδεύτηκαν, και όχι μόνο τους σφαγίασε ο Αχιλλέας μέσα στο ποτάμι, εβάφουνταν στο γαίμα το ποτάμι (Φ 21) αλλά άφηνε και τα πτώματα μέσα στο ποτάμι σε μια παρωδία ταφικής τελετουργίας (Φ 1-33): το πλύσιμο και το καθάρισμα του νεκρού το αναλάμβαναν ψάρια, υποκαθιστώντας τις γυναίκες που ήταν ήταν επιφορτισμένες με το έργο της φροντίδας του νεκρού, γλείφοντας και τελικά τρώγοντας το σώμα· όσο για τη νεκρική πομπή και την ταφή, αυτά θα τα αντικαταθιστούσε το ταξίδι, το κατρακύλισμα του νεκρού μέσω του ποταμού προς τη θάλασσα· και όπως η μητρική γη δέχεται τον νεκρό, το ίδιο θα έκαμνε και η θάλασσα στον απέραντο κόρφο της.
Ο ποταμός Σκάμανδρος θύμωσε, παραπονέθηκε ότι με τόσους νεκρούς δεν μπορούν τα νερά του να χυθούν στη θάλασσα και ζήτησε από τον Αχιλλέα να στραφεί κατά τον κάμπο. Στη συνέχεια του επιτέθηκε προστατεύοντας τους Τρώες και ζήτησε τη βοήθεια του αδελφού του ποταμού Σιμόεντα. Όμως ο Αχιλλέας έπεσε ξανά στο ποτάμι και συνέχισε το ανελέητο έργο του, ο θεός θύμωσε, ξεχείλισε και ρίχτηκε επάνω του. Τα νερά του έφτασαν μέχρι τον λαιμό του ήρωα, οπότε έτρεξαν να παρασταθούν στον Αχιλλέα η Αθηνά και ο Ποσειδώνας. Ακολούθησε η πρώτη σημαντική σκηνή της Θεομαχίας, η σύγκρουση του Σκάμανδρου με τον Ήφαιστο, τον οποίο έστειλε η Ήρα. Με τη φωτιά που ανάβει ο Ήφαιστος στεγνώνει τα νερά και καίει τα δέντρα στις όχθες. Ο ποταμός ηττήθηκε και τελικά, ο Αχιλλέας συμφώνησε να οδηγήσει τους Τρώες έξω από το ποτάμι, όχι όμως και να σταματήσει τη σφαγή. Το μόνο που απέμενε στον Σκάμανδρο ήταν να εκφράσει την προσδοκία το νεκρό σώμα του αρχηγού των Μυρμιδόνων να κακοποιηθεί μένοντας άταφο -αυτό λέει στον αδελφό του ποταμό Σιμόεντα:
[…] μηδέ και τα πανώρια
θαρρώ θα τον γλιτώσουν άρματα, που κάτω απ' τα νερά μου
λέω θα βρεθούν βαθιά να κοίτουνται, χωμένα μες στη λάσπη
Και θα τυλίξω μες στον άμμο μου τον ίδιο αυτόν, χαλίκια
πάνω του αρίφνητα στοιβάζοντας, κι ουδέ τα κόκαλά του
θα βρουν οι Αργίτες να μαζέψουνε· τόση από πάνω λάσπη
θα ρίξω. Αυτού και το μνημούρι του θα γένει· απ' άλλο χώμα
δε θα 'χει ανάγκη πια, τον τάφο του σα θα γνοιαστούν οι Αργίτες.
(Φ 316-23)
Το στοίβαγμα των χαλικιών που αναφέρει ο Σκάμανδρος είναι ένα υποκατάστατο και μια παρωδία του ταφικού τύμβου.