Εξώφυλλο

Αριάδνη

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας

της Δήμητρας Μήττα

Εύηνος (κοντά στην Καλυδώνα και το Μεσολόγγι)

Βασιλιάς της Αιτωλίας, γιος του Άρη και της Δημονίκης, πατέρας της Μάρπησσας. Η κόρη αυτή συνήθιζε να σκοτώνει τους μνηστήρες που τη ζητούσαν για γυναίκα τους και να στολίζει με τα κρανία τους τον ναό του Ποσειδώνα. Όταν ο Ίδας, ο γιος του Αφαρέα και της Αρήνης, απήγαγε την κόρη, ο Εύηνος τους καταδίωξε με το άρμα του μέχρι τον ποταμό που ονομαζόταν Λυκόρμας. Εκεί εγκατέλειψε την προσπάθειά του, γιατί ο Ίδας οδηγούσε φτερωτό άρμα που το είχε πάρει από τον Ποσειδώνα, έσφαξε τα άλογά του και αυτοκτόνησε πέφτοντας στα νερά του ποταμού. Από τότε μετονομάστηκε σε Εύηνο.

Ο ποταμός Εύηνος διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη ζωή του Ηρακλή. Ο Απολλόδωρος παραδίδει την ιστορία ως εξής:

 

[Ο Ηρακλής] Πήρε μαζί του τη Δηιάνειρα και έφτασε στον ποταμό Εύηνο. εγκαταστημένος εκεί ο Κένταυρος Νέσσος, περνούσε τους διαβάτες στην απέναντι όχθη έναντι αμοιβής, ισχυριζόμενος ότι είχε αναλάβει από τους θεούς την υπηρεσία αυτή, επειδή ήταν πολύ δίκαιος. Ο Ηρακλής, λοιπόν, πέρασε μόνος του το ποτάμι, ενώ εμπιστεύθηκε τη Δηιάνειρα στον Νέσσο να την περάσει απέναντι έναντι αμοιβής. Αλλά στη διαδρομή εκείνος επιχείρησε να τη βιάσει. Από τις φωνές ο Ηρακλής αντιλήφθηκε το γεγονός και, την ώρα που ο Νέσσος έβγαινε, τον χτύπησε μ' ένα βέλος στην καρδιά. Αυτός, λίγο πριν πεθάνει, ζήτησε τη Δηιάνειρα και της είπε αν ήθελε να έχει ένα φίλτρο που θα προκαλεί τον έρωτα του Ηρακλή, να ανακατέψει το σπέρμα του που έπεσε στη γη με το αίμα που έτρεξε από το τραύμα που του προκάλεσε η αιχμή του βέλους. Και αυτή το έφτιαξε και το φύλαγε επάνω της.

[…]

Όταν η Δηιάνειρα έμαθε από αυτόν [τον Ηρακλή] για την Ιόλη, επειδή φοβήθηκε μήπως αγαπήσει περισσότερο εκείνη και επειδή θεώρησε ότι το αίμα του Νέσσου που είχε τρέξει ήταν στ' αλήθεια φίλτρο ερωτικό, επάλειψε μ' αυτό τον χιτώνα. Τον φόρεσε ο Ηρακλής και άρχισε τη θυσία. Αλλά μόλις ο χιτώνας πήρε να θερμαίνεται, το δηλητήριο […] άρχισε να του σαπίζει το δέρμα […] και προσπαθούσε να βγάλει τον χιτώνα που είχε κολλήσει στο σώμα του· μαζί όμως ξεκολλούσαν και οι σάρκες του. (Απολλόδωρος2.151-152· 2.157-158)