Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση
Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι
των Β. Κάλφα και Γ. Ζωγραφίδη
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών
16.2. Χριστιανισμός και ελληνισμός: συγκατοίκηση χωρίς διαχειριστή;
Στη συνάντηση ελληνισμού και χριστιανισμού δεν πρέπει να φανταστούμε ότι οι δύο πλευρές προσήλθαν δεδομένες και εξαρχής διαμορφωμένες. Αυτό το ξεχνούμε για τον χριστιανισμό, που τότε πρωτοεμφανιζόταν και διαμόρφωνε σταδιακά το δόγμα του (ενώ παράλληλα εξαπλωνόταν και οργανωνόταν ως εκκλησία). Και συχνά το αγνοούμε για τον ελληνισμό, τον οποίο αντιμετωπίζουμε σαν κάτι που είχε ήδη παγιωθεί εκείνη την εποχή. Ωστόσο, οι δύο πλευρές άρχισαν να συγκροτούν, να διευκρινίζουν ή να τροποποιούν την ταυτότητά τους μέσα από τη διαμάχη τους - μέσα από τη διαφορά και τη σύγκρουση.
Αν ο ελληνισμός ήταν ολόκληρος ο πολιτισμός της εποχής, οι χριστιανοί καλούνταν να δώσουν το δικό τους στίγμα - μέσα ή έξω από τον πολιτισμό. Από επιλογή ή και από ανάγκη, δέχθηκαν κάποια μέρη του, απέρριψαν άλλα, και δημιούργησαν καινούργια. Η στάση που κράτησαν καθόρισε την πορεία του πολιτισμού στην Ευρώπη, στη Βόρεια Αφρική και στη Μέση Ανατολή για πολλούς αιώνες (και ίσως ακόμη η σχέση ελληνισμού και χριστιανισμού παραμένει ανοικτό ιστορικοφιλοσοφικό και ιδεολογικό ζήτημα).
Έτσι συνέβη και με τη φιλοσοφία. Η φιλοσοφία, το λεξιλόγιό της, τα θεωρητικά της προβλήματα και οι λύσεις τους, ήταν μέρος του κόσμου στον οποίο ζούσαν οι χριστιανοί, όπως ήταν και η ελληνική (ή η λατινική) γλώσσα και παιδεία, η λογοτεχνία, η τέχνη, οι θεσμοί της δημόσιας ζωής, οι μορφές της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Όσο κι αν απαρνήθηκαν με πολλούς τρόπους τον κόσμο, δεν έπαυαν να ζουν μέσα του, να τον συντηρούν και να τον αλλάζουν. Οι χριστιανοί στοχαστές, για να στοχαστούν και για να γίνουν κατανοητοί, όφειλαν να μιλήσουν τη φιλοσοφική γλώσσα του καιρού τους.
Αυτό δεν σημαίνει ότι μέσα στο πολεμικό κλίμα της εποχής ο χώρος της φιλοσοφίας αποτέλεσε εξαίρεση. Οι χριστιανοί επιτέθηκαν ανοιχτά στην εθνική φιλοσοφία, και οι πολλές κατηγορίες τους συμπληρώνουν τον κατάλογο της χριστιανικής πολεμικής κατά της αρχαίας ελληνικής θρησκείας (ειδωλολατρία, αιματηρές θυσίες κ.ά.) και των αρχαίων πρακτικών στην καθημερινή ζωή (ανηθικότητα κ.ά.):
(α) Η φιλοσοφία με την τεχνική ορολογία και τις λεπτολόγες αναλύσεις της είχε απομακρυνθεί από τη ζωή και την πράξη και είχε καταντήσει προνόμιο των λίγων και ακατανόητη για τους πολλούς.
(β) Οι διάφορες φιλοσοφικές σχολές δεν ομονοούσαν αλλά συχνά τόνιζαν τις ανυπέρβλητες μεταξύ τους αντιθέσεις.
(γ) Οι ίδιοι οι φιλόσοφοι χρησιμοποιούσαν την τέχνη τους για βιοποριστικούς σκοπούς (τέχνη τοῦ πορίζειν) και με κερδοσκοπική διάθεση, διευρύνοντας έτσι την απόσταση ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη. Έτσι, η ζωή τους δεν στηριζόταν στις αρχές της ηθικής που οι ίδιοι επικαλούνταν.
(δ) Στο εσωτερικό της φιλοσοφίας είχαν υποστηριχθεί αρκετές απόψεις αντίθετες προς τις χριστιανικές, όπως ο πανθεϊσμός Στωικών, ο αδιάφορος θεός του Αριστοτέλη, ο αθεϊσμός του Επίκουρου, η μετεμψύχωση των πλατωνικών, ο ηδονισμός.
(ε) Η φιλοσοφία αποτελούσε την πηγή, τη «μητέρα των αιρέσεων».
Τι σπουδαίο και θαυμαστό κάνουν οι φιλόσοφοί σας; Αφήνουν γυμνό τον έναν ώμο, μακρύ το μαλλί και το μούσι, τριγυρνούν με τα θηριώδη νύχια τους και ισχυρίζονται ότι δεν έχουν ανάγκη από κανέναν. […] Ακολουθείς τις διδασκαλίες του Πλάτωνα και σε αντικρούει αυτός που φιλοσοφεί κατά τον Επίκουρο. Θέλεις να είσαι με τον Αριστοτέλη και σε λοιδορεί ο οπαδός του Δημόκριτου.
Τατιανός, Προς Έλληνας 25
Ό,τι κι αν έγραφαν ρητά εναντίον της φιλοσοφίας (που έγραψαν πολλά και διάφορα), όσο σκληροί ή άδικοι υπήρξαν συχνά στην κριτική τους, οι χριστιανοί την υπολόγιζαν, τη γνώριζαν (λιγότερο ή περισσότερο) και πάντως τη χρησιμοποίησαν - την πλατωνική και τη στωική παράδοση και λιγότερο (τους πρώτους αιώνες) την αριστοτελική. Εξάλλου, υπήρχαν αρκετοί και σημαντικοί χριστιανοί που κρατούσαν πιο μετριοπαθή στάση (όπως ο Μέγας Βασίλειος) ή που υποστήριζαν την αξία της φιλοσοφίας (όπως ο Ιουστίνος και ο Κλήμης).
«Και τι μπορείς να ωφεληθείς εσύ τόσο πολύ από τη φιλοσοφία όσο από τον νομοθέτη σου και τους προφήτες σου;»
«Γιατί όχι; Μήπως οι φιλόσοφοι με κάθε τους λόγο δεν μιλούν για τον Θεό, και οι συζητήσεις τους δεν περιστρέφονται γύρω από την μοναρχία (τη μοναδικότητα του Θεού) και τη θεία πρόνοια; Ή, μήπως, δεν είναι έργο της φιλοσοφίας αυτό, το να εξετάσει το πρόβλημα περί του θείου;»
Ιουστίνος, Διάλογος προς Τρύφωνα 1.3
Μπορούσαν να δεχθούν πολλές από τις θέσεις των φιλοσόφων: τον θεό-δημιουργό του κόσμου, την ανωτερότητα του νοητού κόσμου, την αθανασία της ψυχής, την αδυναμία του ανθρώπου να γνωρίσει τον θεό ή να μιλήσει γι᾽ αυτόν κ.ά. Όχι όμως την αιωνιότητα του κόσμου, τον αθεϊσμό, την ανυπαρξία σκοπού στον κόσμο κ.ά. Μπορούσαν να υιοθετήσουν π.χ. την αλληγορική μέθοδο ερμηνείας των κειμένων ή την αριστοτελική λογική γενικά, όχι όμως την εφαρμογή όλων των αριστοτελικών κατηγοριών στον θεό. Οι χριστιανοί φιλόσοφοι ακολούθησαν ένα είδος εκλεκτικισμού: έπαιρναν ό,τι έκριναν πως τους χρειαζόταν για να φτιάξουν τη δική τους φιλοσοφία ή για να καταπολεμήσουν την εθνική, και άφηναν τα υπόλοιπα.
Με πρώτο τον Ωριγένη, συγκροτήθηκε η «χριστιανική φιλοσοφία», αυτή που θα κυριαρχήσει υπό διάφορες μορφές έως τους νεότερους χρόνους. Είχε σκοπούς εσωτερικούς (να διαμορφώσει, να συστηματοποιήσει και να διδάξει το δόγμα) και εξωτερικούς (αμυντικούς: να αντικρούσει τους εθνικούς και τους αιρετικούς· και επιθετικούς: να μεταστρέψει εθνικούς στον χριστιανισμό). Στον διάλογο με τους εθνικούς οι χριστιανοί δεν μπορούσαν να επικαλούνται χωρία της Αγίας Γραφής αλλά φιλοσοφικά επιχειρήματα, τα οποία απευθύνονται στο λογικό και θα πρέπει να πείσουν ανεξάρτητα από τη θρησκευτική πίστη του συνομιλητή. Ακόμη και ερωτήματα που είναι θεολογικά, π.χ. για τη θεϊκή φύση του Ιησού, παρουσίαζαν φιλοσοφικό ενδιαφέρον, γιατί εξαρτώνται από τις αντιλήψεις για τον άνθρωπο και τη σχέση ψυχής και σώματος.
Η συγκατοίκηση ελληνισμού και χριστιανισμού, όπως κάθε συγκατοίκηση, είχε τα προβλήματά της. Αν δεν κατέληξε σε διαζύγιο ίσως ήταν γιατί δεν υπήρχε άλλος τόπος: καταδικασμένοι να ζουν στο ίδιο σπίτι, έπαιξαν διαδοχικά το παιχνίδι της επιβολής (με την πειθώ ή με τη βία). Σε μια μεγάλη κλίμακα, μπορεί να εντοπιστούν τα αίτια και τα αποτελέσματα αυτής της διαμάχης στο κοινωνικό και στο πολιτικό επίπεδο, ανάμεσα σε φυλές, τάξεις και ομάδες, στη φιλοσοφία ή στη θεολογία. Αν όμως στραφούμε στο ίδιο το άτομο, αποκαλυπτικό είναι να διαβάσει κάποιος ορισμένες πραγματείες ενός χριστιανού φιλοσόφου σαν τον Γρηγόριο Νύσσης, για να κατανοήσει αυτή την ένταση όπως εσωτερικεύεται σε μια ευαίσθητη προσωπικότητα. Και πολύ περισσότερο να διαβάσει κάποια ποιήματα του άλλου Γρηγορίου από τη Ναζιανζό, για να νιώσει τον δραματικό χαρακτήρα αυτής της έντασης, όταν η βεβαιότητα του θεολόγου δεν εξαφανίζει τον μετεωρισμό του ποιητή και την απαισιοδοξία του φιλοσόφου για την αστάθεια των ανθρώπινων πραγμάτων:
Μια ρόδα άστατα καρφωμένη
αυτή η μικρή πολύτροπη ζωή μας.
Μια πάει προς τα ψηλά, μια πέφτει χαμηλά,
δεν μένει σταθερή κι ας δείχνει καρφωμένη.
Φεύγοντας μένει στάσιμη, και όταν στέκει τρέχει.
Αναπηδά συχνά εδώ και κει, μα δεν μπορεί να ξεφύγει.
Γυρνά και κινούμενη παρασέρνει τη στασιμότητα.
Οι γύροι της γράφουν ένα μηδενικό, τη ζωή μας,
καπνό, όνειρο κι άνθος εφήμερο.
Έπη ηθικά 19
Όπως κι αν κρίνει κάποιος σήμερα εκείνη τη συγκατοίκηση, θα πρέπει να παραδεχθεί ότι ήταν γόνιμη και ότι οι καρποί της, νόμιμοι ή νόθοι, ἔφεραν κι ἄλλο.