Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση
Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι
των Β. Κάλφα και Γ. Ζωγραφίδη
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών
14.7. Πώς διαβάζουμε το βιβλίο; Μία ερμηνευτική των κειμένων
Άνθρωπος του σπουδαστηρίου και του άμβωνα, της ανάγνωσης και της γραφής, ο Ωριγένης ήταν άνθρωπος του βιβλίου: των πολλών και, κυρίως, του ενός βιβλίου. Όσο κι αν γνώριζε φιλοσοφία, κύριο σημείο αναφοράς του δεν ήταν οι στωικές ή οι πλατωνικές διδασκαλίες. Το ένα κείμενο που τον ενδιέφερε δεν ήταν φιλοσοφικό· ήταν η Αγία Γραφή, σαν ιστορική καταγραφή, οδηγός ζωής και μαρτυρία αλήθειας.
Και ποιο φιλοσοφικό ενδιαφέρον μπορεί να παρουσιάζει η Αγία Γραφή; Ήδη το ότι αποτελεί ένα «ιερό κείμενο» δεν την θέτει εκτός φιλοσοφίας; Υπάρχουν ιερά κείμενα στη φιλοσοφία; Όλοι θα λέγαμε όχι. Ίσως μάλιστα προσθέταμε ότι αυτό αποτελεί μία από τις θεμελιώδεις διαφορές της φιλοσοφίας με τη θεολογία (τουλάχιστον των τριών μονοθεϊστικών θρησκειών): ότι στη φιλοσοφία δεν υπάρχει το κείμενο, ότι εργαλείο της είναι η κριτική σκέψη, πρώτο και έσχατο κριτήριο είναι ο λόγος και όχι η πίστη, η ανθρώπινη γνώση και όχι η θεϊκή αποκάλυψη. Θα το έλεγαν όλοι; Όχι όλοι, και πάντως σίγουρα όχι οι άνθρωποι (και οι φιλόσοφοι) της εποχής που μας ενδιαφέρει.
Η πολυφωνία στις φιλοσοφικές ιδέες, όπως την είχαμε δει για παράδειγμα στην Ελληνιστική εποχή, σιγά σιγά χανόταν. Η εποχή του ενός βιβλίου δεν είναι επινόηση της σύγχρονης νεοελληνικής εκπαίδευσης: από τον 2ο αιώνα μ.Χ. απέκτησε σταδιακά υπέρμετρο κύρος το «ένα» βιβλίο, που θεωρήθηκε καρπός (άμεσος ή έμμεσος) της θεϊκής αποκάλυψης ή της αρχέγονης σοφίας. Τα Χαλδαϊκά λόγια, ένα έμμετρο κείμενο με χρησμούς, ήταν η «αποκάλυψη» του 2ου αιώνα και αντιμετωπίστηκε από τους Νεοπλατωνικούς σαν να ήταν η δική τους Βίβλος. Όπως και ο διάλογος Τίμαιος του Πλάτωνα. Ο φιλόσοφος Πρόκλος (410-485) το δήλωνε ευθαρσώς: αν ήταν στο χέρι του, μόνο αυτά τα δύο βιβλία θα άφηνε· όλα τα άλλα θα τα κατέστρεφε. Ο Ωριγένης το γνώριζε ότι η χριστιανική εμμονή στις γραφές δεν ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με τις τάσεις των Πλατωνικών.
Το επόμενο ερώτημα ήταν: έστω ότι έχουμε αυτά τα «θεόπνευστα» βιβλία. Πώς θα τα διαβάσουμε; Υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος τρόπος ανάγνωσής τους ο οποίος να είναι ο ορθός; Τι εγγυάται ότι θα καταλάβουμε το βαθύτερο νόημά τους; Γιατί πρέπει να υπάρχει κάτι βαθύτερο σε όλες αυτές τις διηγήσεις. Ο Ωριγένης δεν θα μπορούσε να δεχθεί την κουλτούρα του «παίρνεις αυτό που βλέπεις»: το κείμενο γράφεται έτσι ώστε ο αναγνώστης να ασκεί το μεγαλύτερο δώρο που του δόθηκε, τον νου.
Το κείμενο των γραφών, έλεγε ο Ωριγένης, είναι τρόπον τινά η ύλη. Είναι ένας κώδικας προσιτός σε όλους - αντίθετα με τα δύσκολα κείμενα των εθνικών φιλοσόφων. Στο γράμμα του κειμένου, στις ιστορίες του, περιέχεται το «σωματικό νόημα», που είναι μια πρώτη μορφή γνώσης. Αλλά πέρα από αυτό, υπάρχει το μυστικό νόημα (ηθικό και πνευματικό), που περιέχει τη βαθύτερη αλήθεια.
Αυτό το νόημα εξάγεται μετά από έρευνα, που δεν είναι απλώς μέθοδος αλλά και πνευματική στάση. Πρόκειται για την ἀλληγορία. Η αλληγορία δεν ήταν μόνο τρόπος εκφοράς του λόγου («λέω άλλα και εννοώ διαφορετικά»), αλλά και μια μέθοδος ερμηνείας αυτού του λόγου. Ο Ωριγένης την εφάρμοσε στα πολλά υπομνήματα που έγραψε για τη Βίβλο. Πήρε τους όρους της αρχαίας φιλοσοφίας και συχνά τους έδωσε καινούργια σημασία. Εξάλλου, μια λέξη δεν σημαίνει πάντα το ίδιο - ούτε η καταγωγή της (π.χ. στωική, πλατωνική) καθορίζει αναγκαστικά και τη χρήση της (π.χ. χριστιανική).
Ο Πορφύριος το είχε αντιληφθεί και δυσανασχετούσε: «Ο Ωριγένης έμαθε τον αλληγορικό τρόπο ερμηνείας από τους φιλοσόφους και τον εφάρμοσε στις ξένες γραφές.» Αρκετοί έλληνες φιλόσοφοι είχαν «σώσει» τον Όμηρο, αποκρυπτογραφώντας τις «ανήθικες διηγήσεις» για τους θεούς του και μεταγράφοντάς τες σε υψηλή θεολογία. Οι χριστιανοί κατάφερναν να δείξουν στους εθνικούς, χρησιμοποιώντας τα όπλα τους (που τα πήραν από τους Στωικούς και τον Φίλωνα), το φιλοσοφικό βάθος κειμένων που φαίνονταν απλά, όπως τα Ευαγγέλια ή οι ιστορικές αφηγήσεις της Παλαιάς Διαθήκης.