Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση
Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι
των Β. Κάλφα και Γ. Ζωγραφίδη
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών
1.3. Είναι ο Θαλής ο πρώτος φιλόσοφος;
Αναφέραμε ήδη ότι η ένταξη του Θαλή στους φιλοσόφους συνδέεται με τις θεωρίες του για το νερό. Για να εξακριβώσουμε το τι μπορεί να είπε ο Θαλής για το νερό είμαστε αναγκασμένοι να στηριχτούμε αποκλειστικά στον Αριστοτέλη. Βέβαια ο Αριστοτέλης γράφει διακόσια πενήντα χρόνια αργότερα χωρίς να έχει στα χέρια του κάποιο κείμενο του Θαλή ή των άμεσων επιγόνων του, και γι᾽ αυτό είναι πολύ επιφυλακτικός όταν μεταφέρει τις απόψεις του. Ας δούμε τι λέει:
Ο Θαλής, ο ιδρυτής αυτής της φιλοσοφίας, λέει ότι η αρχή είναι το νερό (γι᾽ αυτό και υποστήριξε ότι και η Γη επιπλέει στο νερό). Θα πρέπει μάλλον να κατέληξε σ᾽ αυτή την αντίληψη επειδή παρατήρησε ότι η τροφή των πάντων είναι υγρή και ότι η ίδια η θερμότητα γεννιέται και διατηρείται ζωντανή από την υγρασία (αυτό όμως από το οποίο γεννιούνται όλα τα πράγματα, αυτό είναι και η αρχή τους). Αυτή πρέπει να ήταν η προέλευση της αντίληψής του για το νερό, και ακόμη το γεγονός ότι τα σπέρματα όλων των όντων έχουν υγρή φύση, ενώ η αρχή της φύσεως των υγρών πραγμάτων είναι το νερό.
Αριστοτέλης, Μετά τα φυσικά 983b20-27
Κατά τον Αριστοτέλη, λοιπόν, ο Θαλής θα πρέπει να ξεκίνησε από την παρατήρηση ότι η τροφή όλων των όντων αλλά και τα σπέρματα όλων των οργανισμών βρίσκονται σε υγρή μορφή. Αυτό όμως που κάνει τα πράγματα υγρά είναι το νερό. Άρα το νερό αποτελεί προϋπόθεση της ζωής: από το νερό γεννιούνται τα πάντα. Το νερό λοιπόν είναι η αρχή των πάντων, είναι αυτό που ενυπάρχει σε όλα τα πράγματα και διατηρείται σταθερό ενώ όλα τα άλλα μεταβάλλονται. Έχοντας αντιληφθεί τη σημασία του νερού, ο Θαλής υποστήριξε επιπλέον ότι και η Γη ισορροπεί πάνω στο νερό, όπως μια ξύλινη βάρκα επιπλέει πάνω στη θάλασσα.
Ο Αριστοτέλης λοιπόν αποδίδει τρεις θέσεις στον Θαλή:
1η θέση: Τα πάντα γεννιούνται από το νερό.
2η θέση: Το νερό είναι αρχή των πάντων.
3η θέση: Η Γη επιπλέει πάνω στο νερό.
Οι τρεις αυτές θέσεις έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: είναι επιγραμματικές, συνοψίζουν δηλαδή σε μια σύντομη πρόταση πληθώρα πολύπλοκων φυσικών φαινομένων και διαδικασιών. Διέπονται δηλαδή από λεκτική οικονομία, και η οικονομία των λέξεων είναι συνήθως ένδειξη οικονομίας της σκέψης - στη φιλοσοφική γλώσσα αυτό ονομάζεται «αφαίρεση». Ταυτοχρόνως όμως πρέπει να γίνει κατανοητό ότι οι τρεις αυτές θέσεις δεν είναι ισοδύναμες, δεν μας λένε το ίδιο πράγμα. Ούτε η μια προκύπτει κατ᾽ ανάγκην από την άλλη. Μπορεί δηλαδή κάποιος να φτάσει σε μία από αυτές τις θέσεις, χωρίς ποτέ να προχωρήσει στην επόμενη. Αξίζει επομένως τον κόπο να εξετάσουμε την καθεμία ξεχωριστά.
Η πεποίθηση ότι το νερό βρίσκεται στην αφετηρία της ζωής, ότι αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση της ζωής, μπορεί πράγματι να προέκυψε από εμπειρικές παρατηρήσεις. Όποιος ασχολείται με την καλλιέργεια της γης είναι απολύτως εξοικειωμένος με την αναγκαιότητα της ύπαρξης του νερού στη διαδικασία της βλάστησης. Σε περιοχές μάλιστα άνυδρες, όπως είναι ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής γης, η σημασία του νερού είναι λογικό να υπερτονίζεται. Η ύπαρξη ενός ποταμού σε μια περιοχή αποτελούσε πάντοτε σημαντικό πλεονέκτημα, ενώ η συχνότητα της βροχής ήταν το μετεωρολογικό φαινόμενο που βρισκόταν υπό στενή παρακολούθηση. Με λίγη παρατηρητικότητα, μπορεί να αντιληφθεί κανείς τη λειτουργικότητα του υγρού στοιχείου και στη διαδικασία γέννησης και αναπαραγωγής των ζωικών οργανισμών - αρκεί, για παράδειγμα, να παρατηρήσει τον οργασμό της ζωής που συντελείται σε ένα έλος. Η διαπίστωση λοιπόν ότι το νερό διευκολύνει την ανάπτυξη της ζωής προκύπτει από απλά φαινόμενα της καθημερινής ζωής των ανθρώπων. Πόση απόσταση χωρίζει αυτή την κοινή διαπίστωση από τη θέση του Θαλή ότι τα πάντα γεννιούνται από το νερό; Ίσως όχι πολύ μεγάλη, αρκεί βεβαίως κανείς να έχει ήδη συνειδητοποιήσει την ανάγκη να βάλει σε μια χρονολογική, γενεαλογική τάξη τα υπάρχοντα πράγματα. Το να πει κανείς «χωρίς το νερό δεν υπάρχει ζωή» είναι κάτι σημαντικό, αφού προϋποθέτει μια αφαιρετική λειτουργία της σκέψης: εξάγεται ένα γενικό συμπέρασμα από ένα πλήθος διαφορετικών γεγονότων. Το να πει κανείς «τα πάντα γεννιούνται από το νερό» είναι ένα βήμα παραπέρα: το νερό δεν είναι μόνο τροφοδότης της ζωής, αλλά γίνεται και μια κοσμογονική δύναμη, είναι ο πρώτος κρίκος σε μια αλυσίδα γεννήσεων που οδηγεί στη σημερινή πραγματικότητα.
Η κοσμογονία, η τάση δηλαδή να αναχθεί η γέννηση του κόσμου σε μια πρωταρχική δύναμη, σε ένα πρωταρχικό στοιχείο ή υλικό, αποτελεί ουσιαστική πλευρά της πρώιμης φιλοσοφικής σκέψης. Μετά τον Θαλή, ο Αναξίμανδρος θα υποστηρίξει την προτεραιότητα του «απείρου», ο Αναξιμένης του αέρα, ο Ηράκλειτος της φωτιάς. Η κατάδειξη ενός πρωταρχικού υλικού, από το οποίο γεννιούνται όλα τα άλλα πράγματα, προσδίδει στην πραγματικότητα μια στοιχειώδη τάξη και οργάνωση. Η προσπάθεια αυτή των πρώτων φιλοσόφων είναι αναμφίβολα καινοτομική. Θα ήταν ωστόσο λάθος να μην επισημάνουμε ένα σημαντικό προηγούμενο. Όταν ο Ησίοδος συνθέτει την επική του Θεογονία έναν αιώνα πριν από τον Θαλή, επιδιώκει ουσιαστικά κάτι ανάλογο με τους πρώτους φιλοσόφους: θέλει να εναρμονίσει τις διάσπαρτες μυθολογικές διηγήσεις των αρχαίων Ελλήνων σε ένα συνεκτικό πλαίσιο, να βάλει τάξη στο χαοτικό σύμπαν των θεών. Και το επιτυγχάνει ακριβώς μέσω μιας συστηματικής γενεαλογίας, μιας «θεογονίας», η οποία μάλιστα ξεκινά από προσωποποιημένες φυσικές δυνάμεις (το Χάος, η Γη, ο Έρωτας) για να φτάσει χωρίς λογικά χάσματα στο γνωστό Δωδεκάθεο. Θα έλεγε λοιπόν κανείς ότι η φιλοσοφική κοσμογονία αξιοποιεί μια γραμμή σκέψης που προϋπήρχε στην ησιόδεια θεογονία, μεταφέροντας βέβαια το βάρος από τον κόσμο των θεών στον φυσικό κόσμο. Είναι σημαντικό να αντιληφθούμε ότι η ανθρώπινη σκέψη δεν προχωρά με απότομα και ανεξήγητα άλματα. Ο μύθος προηγείται του λόγου, αποτελεί τη μήτρα από όπου αναδύθηκε ο λόγος. Η μετάβαση από τη μυθική στην ορθολογική σκέψη, η γέννηση της φιλοσοφίας, είναι μια περίπλοκη και αργή διαδικασία, όπου η συνέχεια συνυπάρχει με την τομή και τη ρήξη.
Είναι λοιπόν πολύ πιθανό να διατύπωσε ο Θαλής τη θέση ότι τα πάντα γεννιούνται από το νερό, εγκαινιάζοντας μια κοσμογονική αναζήτηση που είναι τώρα φυσιοκρατική και όχι θεολογική. Στο νερό μπορεί όντως να έφτασε από εμπειρικές παρατηρήσεις, όπως υποθέτει και ο Αριστοτέλης, αφού την προσωπικότητα του Θαλή τη χαρακτηρίζει το πνεύμα της εμπειρικής έρευνας και της επιτόπιας παρατήρησης. Η πεποίθησή του για την πρωταρχική σημασία του νερού θα ενισχύθηκε μάλιστα σημαντικά από την επαφή του με τους ανατολικούς πολιτισμούς. Ήταν οφθαλμοφανές ότι τόσο η Αίγυπτος όσο και η Μεσοποταμία όφειλαν την ευμάρειά τους, αλλά και την επιβίωσή τους, στη σχέση τους με μεγάλους ποταμούς - με τον Νείλο στην μια περίπτωση, με τον Τίγρη και τον Ευφράτη στην άλλη. Η εξάρτηση αυτών των πολιτισμών από το νερό των ποταμών αποτυπώνεται και στους κοσμολογικούς τους μύθους, όπου γίνεται λόγος για την προΰπαρξη αρχέγονων νερών μέσα από τα οποία αναδύεται κάποια στιγμή η ξηρά. Ο Θαλής θα γνώριζε αυτούς τους μύθους, καθώς μάλιστα στα αρχαϊκά χρόνια φαίνονται να αποτελούν μέρος της κοινής κληρονομιάς των λαών της ανατολικής Μεσογείου. Στην Παλαιά Διαθήκη γίνονται αποσπασματικές αναφορές σε αρχέγονα νερά, ενώ και ο Όμηρος σε δύο αινιγματικούς στίχους της Ιλιάδας (Ξ 200, 244) χαρακτηρίζει τον Ωκεανό, το μυθικό δηλαδή ποτάμι που ρέει γύρω από τη Γη, γεννήτορα των θεών και όλων των πραγμάτων.
Ανατολικές ρίζες ίσως να έχει και η αντίληψη του Θαλή ότι η Γη ισορροπεί επιπλέοντας πάνω στο νερό (η 3η θέση που προηγουμένως απομονώσαμε). Φαίνεται ότι στην Ελλάδα μια τέτοια θέση διατυπώνεται για πρώτη φορά, αφού δεν γνωρίζουμε κάποιο μυθολογικό προηγούμενο. Είναι αλήθεια ότι στα ομηρικά έπη δεν θα βρει κανείς μια συστηματική περιγραφή της μορφής του κόσμου. Ωστόσο, από διάσπαρτες αναφορές προκύπτει ότι η Γη ήταν κοινώς αντιληπτή ως ένας εκτεταμένος επίπεδος δίσκος, που περικλείεται από τον κυκλικό Ωκεανό και καλύπτεται από τον συμπαγή θόλο του Ουρανού. Η ακινησία και η σταθερότητα της Γης μάλλον θα πρέπει να είχε εκληφθεί ως αυτονόητο γεγονός που δεν χρειαζόταν εξήγηση. Πάντως βαθιά κάτω από τη Γη εκτεινόταν ο Τάρταρος, και αν η Γη χρειαζόταν ρίζες για να σταθεροποιηθεί, τότε οι ρίζες αυτές θα πρέπει να ξεκινούσαν από τον βαθύ Τάρταρο (Ησίοδος, Θεογονία 728). Στους κοσμολογικούς όμως μύθους της Ανατολής η αντίληψη ότι υπάρχουν νερά κάτω από τη Γη είναι κυρίαρχη. Στην Αίγυπτο η Γη είναι ένας δίσκος που στηρίζεται στα υποχθόνια νερά, ενώ στα βαβυλωνιακά έπη η αρχέγονη θάλασσα διατηρείται και μετά την ανάδυση της Γης για να την στηρίξει, όπως μια σχεδία επιπλέει πάνω στην επιφάνεια του νερού. Υπάρχει επομένως εντυπωσιακή ομοιότητα ανάμεσα στην αντίληψη του Θαλή για τη θέση της Γης και στους ανατολικούς μύθους. Θα μπορούσε βέβαια να υποστηρίξει κανείς ότι η ομοιότητα αυτή είναι συμπτωματική, και ότι ο Θαλής έφτασε στη δική του αντίληψη από τον δρόμο της εμπειρικής έρευνας και της παρατήρησης. Στην περίπτωση όμως αυτή δεν μπορούμε να φανταστούμε ποιο εμπειρικό υλικό θα στήριζε την τολμηρή σύλληψη μιας Γης η οποία επιπλέει πάνω στο νερό. Άρα είναι μάλλον πιο πιθανή η υπόθεση ότι η ιδέα αυτή έχει ανατολική προέλευση.
Ο Θαλής λοιπόν ανέδειξε τη σημασία του νερού, το διαχώρισε από τις άλλες φυσικές δυνάμεις και του απέδωσε κοσμολογική βαρύτητα, αφού, όπως είδαμε, υποστήριξε ότι τα πάντα γεννιούνται από το νερό και ότι το νερό υποβαστάζει την ακίνητη Γη. Απομένει να εξετάσουμε αν έκανε και ένα βήμα παραπέρα: αν δηλαδή θεώρησε ότι το νερό είναι η αρχή των πάντων.
Το βήμα αυτό μοιάζει σε πρώτη ματιά απλό. Έχει άραγε τόσο μεγάλη διαφορά το να πει κανείς ότι το νερό είναι η αφετηρία των πάντων από το να πει ότι το νερό είναι η αρχή των πάντων; Και όμως η διαφορά αποδεικνύεται πολύ μεγάλη. Στην ουσία είναι η διαφορά που χωρίζει την αρχαϊκή σοφία από τη φιλοσοφία.
Όταν ο Αριστοτέλης ισχυρίζεται ότι ο Θαλής είναι ο πρώτος φιλόσοφος γιατί θεώρησε ότι το νερό είναι η αρχή των πάντων, το βάρος του ισχυρισμού του δεν πέφτει στην ανάδειξη της σημασίας του νερού αλλά στη σύλληψη της έννοιας της «αρχής». Ο φιλόσοφος Αριστοτέλης δεν προβάλλει την ερευνητική διάθεση του Θαλή, τη δημιουργική του σχέση με την ανατολική σοφία, το ορθολογικό πνεύμα, την εφευρετικότητα - όλες αυτές τις αξιοθαύμαστες ικανότητες που έκαναν τον Θαλή να ξεφύγει από τη μυθική σκέψη και να τονίσει την κοσμική δύναμη και τη χρονική προτεραιότητα του νερού. Ο Θαλής δικαιούται μια περίοπτη θέση στην ιστορία της φιλοσοφίας απλώς και μόνο γιατί είχε την πνευματική τόλμη να συλλάβει το νερό ως «αρχή».
Η λέξη «αρχή» ανήκει στο οπλοστάσιο της φιλοσοφίας. Καθιερώνεται από τον Αριστοτέλη και αναδρομικά προβάλλεται και στους παλαιότερους φιλοσόφους. Σημαίνει τη βαθύτερη φύση, την ουσία, το κυρίαρχο στοιχείο, την αυθεντική πραγματικότητα. Στην έννοια της αρχής εμπεριέχεται και η σημασία του χρονικά πρότερου, της αφετηρίας, αυτή όμως η σημασία είναι δευτερεύουσα. «Αρχή» δεν είναι αυτό που προηγείται χρονικά, αλλά αυτό που κυριαρχεί, που αποκαλύπτει, που καθορίζει. Όταν λοιπόν κάποιος διατείνεται ότι το νερό ή οποιαδήποτε άλλη οντότητα είναι η αρχή των πάντων, εννοεί ότι η οντότητα αυτή είναι η αληθινή φύση όλων των πραγμάτων, η ουσία τους, αυτό που βρίσκεται πίσω από τις συνεχείς μεταβολές των πραγμάτων. Εννοεί, με άλλα λόγια, ότι το νερό είναι τα πάντα. Η αρχή επομένως είναι η βαθύτερη πλευρά της πραγματικότητας που παραμένει σταθερή σε έναν κόσμο που αλλάζει διαρκώς. Είναι η θεμελιώδης επινόηση των φιλοσόφων στην προσπάθειά τους να προσδώσουν σταθερότητα, τάξη και νόημα στον κόσμο.
Τώρα γίνεται κατανοητή η απόσταση που χωρίζει αυτή τη συνολική ερμηνεία του κόσμου, τη φιλοσοφική σύλληψη της πραγματικότητας, από την αντίληψη ότι όλα τα πράγματα προέρχονται από ένα πρωταρχικό υλικό. Η γενεαλογική οπτική των πραγμάτων, που ξεκίνησε ως θεογονία με τον Ησίοδο και επεκτάθηκε στο πεδίο της φυσικής πραγματικότητας με τον Θαλή, αποτελεί ένα σημαντικό προστάδιο για τη φιλοσοφική κατανόηση του κόσμου· δεν ισοδυναμεί με τη φιλοσοφική κατανόηση του κόσμου. Για να περάσουμε από τη θέση «τα πάντα γεννιούνται από το νερό» στη θέση «το νερό είναι η αρχή των πάντων» απαιτείται μια επίπονη διαδικασία αφαιρετικής σκέψης, και πρέπει να ομολογήσουμε ότι δεν έχουμε κανένα πειστήριο ότι ο Θαλής διέτρεξε αυτή την απόσταση. Τα στοιχεία μάλιστα που διαθέτουμε για τη ζωή και τη δράση του Θαλή δεν συνηγορούν προς ένα τέτοιο συμπέρασμα. Τα πολλά ταξίδια και οι γνώσεις που αποκόμισε από αυτά δεν θα τον βοήθησαν ιδιαίτερα στην πορεία προς την αφηρημένη σκέψη, αφού τίποτε ανάλογο με τη φιλοσοφία δεν υπήρξε στους πολιτισμούς της Ανατολής. Το φιλοπερίεργο πνεύμα, η εμπειρική έρευνα και η πρακτική δεξιότητα δεν είναι επίσης καθόλου βέβαιο ότι ευνοούν πάντοτε τη φιλοσοφική ανάλυση.
Ο Θαλής δεν διατύπωσε ποτέ την πρόταση «το νερό είναι αρχή των πάντων», αφού η «αρχή» είναι αριστοτελική έννοια, και άρα πολύ μεταγενέστερη. Είναι όμως απίθανο ακόμη και να σκέφτηκε το νερό ως αρχή, υιοθετώντας κάποιο άγνωστο σε μας λεξιλόγιο. Πιο λογική είναι η εκδοχή ότι ο Θαλής αντιπροσωπεύει έναν συνδετικό κρίκο ανάμεσα στον «σοφό» της αρχαϊκής Ελλάδας και στον φιλόσοφο. Ο Αναξίμανδρος, μια γενιά μετά τον Θαλή, πατάει πλέον στο ασφαλές έδαφος της φιλοσοφίας.