Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση
Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι
των Β. Κάλφα και Γ. Ζωγραφίδη
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών
15.9. Κατὰ τὲς συνταγὲς ἀρχαίων ἑλληνοσύρων μάγων: Πλάτων, Αριστοτέλης και ολίγη θεουργία
Είναι εύκολο να ονομάσουμε τον Πλωτίνο «μυστικιστή». Στην εποχή του οι ανατολικές δοξασίες και οι μυστηριακές λατρείες υπόσχονταν τη λύτρωση και, πέρα από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη νέες αυθεντίες επιβλήθηκαν στη φιλοσοφία: ο Πυθαγόρας, ο Ορφέας, τα αποκαλυπτικά Ερμητικά κείμενα, οι Χαλδαϊκοί χρησμοί.
Οι νεοπλατωνικοί συνεχιστές του Πλωτίνου (ο Πορφύριος, ο Ιάμβλιχος, ο Πρόκλος) θα προσθέσουν σε μεγαλύτερη δόση μυστηριακά στοιχεία - ακόμη και θεουργία. Πίστευαν, δηλαδή, ότι δεν αρκούσε η φιλοσοφική άσκηση για την απόκτηση της ύψιστης γνώσης, αλλά χρειαζόταν και ένας συνδυασμός επικλήσεων και τελετουργικών πρακτικών, ώστε να αποκαλυφθεί ο Θεός (ή έστω κάποιες κατώτερες θεϊκές οντότητες) και η γνώση που κατέχει.
Το ερώτημα της αυτοδυναμίας (και τελικά της αυτονομίας) της φιλοσοφίας τέθηκε με τρόπο ριζικό: μπορεί η φιλοσοφία με τα δικά της μέσα να κατακτήσει τη σοφία, ή απαιτείται η συνεργασία ή ακόμη και η χάρη του Θεού; Όσο κι αν το δεύτερο σκέλος της ερώτησης μοιάζει να αφορά τη θεολογία, στην Ύστερη Αρχαιότητα αποτελούσε ένα φιλοσοφικό ερώτημα. Υπήρχαν πολλοί στοχαστές που κατανοούσαν εαυτούς ως φιλοσόφους και ταυτόχρονα μπορούσαν να δεχθούν ότι η ύψιστη αλήθεια αποκαλύπτεται. Είναι βιαστικό να συμπεράνουμε ότι χάθηκε η δύναμη της σκέψης και ότι εκτοπίστηκε ο «ορθολογικός ελληνισμός» από την «ανορθόλογη» ανατολική σοφία. Άλλαξαν όμως οι προσανατολισμοί και οι στόχοι μεγάλου μέρους της φιλοσοφικής δραστηριότητας.
Ο ίδιος ο Πλωτίνος δεν αρνείται την αποτελεσματικότητα της μαγείας, αλλά την περιορίζει στο άλογο και σωματικό μέρος του ανθρώπου. Εκείνος που έχει πετύχει να ταυτιστεί με το ανώτερο μέρος του εαυτού του μένει «αγοήτευτος» και με τη βοήθεια της φιλοσοφίας (ουσιαστικά με τις δικές του δυνάμεις) μπορεί να καθαρίσει την ψυχή του, χωρίς τελετουργίες και τα παρόμοια.
Δεν πρέπει, λοιπόν, να νομίσουμε ότι ο μυστικισμός του συνεπάγεται την άρνηση του λόγου. Ο Πλωτίνος ήταν μυστικιστής με την έννοια ότι πίστευε πως έχει βιώσει την ένωσή του με τον Θεό ή την Υπέρτατη πραγματικότητα. Περιερχόταν στην ἔκσταση, με τη θέα του Θεού και την ένωση της ψυχής με αυτόν. Αυτή τη μυστική εμπειρία τη βίωσε τέσσερις φορές στα έξι χρόνια που τον γνώρισε ο Πορφύριος: του φανερώθηκε ο Θεός, που δεν έχει μορφή και είναι πάνω από κάθε τι νοητό (Βίος 23). Έτσι σκοπός της ζωής και σκοπός της φιλοσοφίας ταυτίστηκαν και έγιναν πραγματικότητα.
Στον αγώνα του για τη συνειδητοποίηση του εσωτερικού εαυτού του, το σώμα του ο Πλωτίνος το ένιωθε σαν εμπόδιο. Το παραμέλησε και παρότι υπέφερε από ασθένειες δεν δεχόταν φάρμακα και θεραπείες. Έφυγε από τη Ρώμη και αποσύρθηκε στο κτήμα του φίλου του Ζήθου. Εξάλλου, άρρωστος όπως ήταν, σχεδόν κανείς δεν τον πλησίαζε (είχε και κείνη τη συνήθεια να φιλάει για χαιρετισμό). Εκεί πέθανε στα εξήντα έξι του χρόνια, το 270 μ.Χ.
Ένας φιλόσοφος που έζησε τέτοια ζωή δεν μπορεί παρά να περιμένει την ύστατη ώρα του, για να καταθέσει συμπυκνωμένα και με ευκολομνημόνευτο τρόπο τη φιλοσοφική του διαθήκη. Ο Πλωτίνος, στα χέρια του βιογράφου του, δεν ξέφυγε από αυτή την παράδοση. Λέγεται ότι λίγο προτού πεθάνει είπε στον μαθητή του, τον γιατρό Ευστόχιο: «Εσένα περίμενα ακόμη. Προσπαθήστε να αναγάγετε τον θεό μέσα σας (ή: μέσα μας) στο θείο που ενυπάρχει στο Όλο.» Και στον χρησμό που ζήτησε ο μαθητής του Αμέλιος από τους Δελφούς, ο Απόλλων είπε ότι «Τώρα που λυτρώθηκε από το σκήνωμα (το σώμα του), ζει σε έναν τόπο όπου βασιλεύει η αγάπη και, ανάμεσα στους δικαστές του Κάτω Κόσμου, τον Πλάτωνα, τον Πυθαγόρα, στεφανωμένος, σαν νικητής σε αγώνα, με την άφθαρτη ζωή.»