Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι

των Β. Κάλφα και Γ. Ζωγραφίδη
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

15.14. Εδώ είναι το ταξίδι

Η «Πλατωνόπολις», το σχέδιο του Πλωτίνου να πάρει από τον αυτοκράτορα μια ερειπωμένη πόλη στην Καμπανία της Ιταλίας για να ζήσουν εκεί οι φιλόσοφοι σύμφωνα με τους πλατωνικούς νόμους, δεν ευοδώθηκε. Δεν πρέπει να τον πείραξε. Εξάλλου, για αυτόν η ψυχή, μετά τη σωματική περιπέτειά της, επιστρέφει στον οικείο τόπο της, στον εαυτό της.

Γράφει ο Πλωτίνος για το Είναι (Εννεάδες 6.9.11.49-51· 6.9.9.15-16): Οὗτος θεῶν καὶ ἀνθρώπων θείων καὶ εὐδαιμόνων βίος, ἀπαλλαγή τῶν ἄλλων τῶν τῇδε, βίος ἀνήδονος τῶν τῇδε, φυγὴ μόνου πρὸς μόνον. […] Τὸ ἀληθῶς ζῆν ἐνταῦθα. («Αυτός είναι ο βίος των θεών και των θεϊκών και ευδαιμόνων ανθρώπων: απελευθέρωση από τα πράγματα του κόσμου τούτου, ζωή που δεν βρίσκει ηδονή στα εδώ, φυγή του μοναχικού προς το μοναχικό. […] Εδώ είναι η ζωή η αληθινή.»)

«Εγώ είμαι η ζωή η αληθινή,» λέει ο Ιησούς. Ανάλογα ο αποκαλυμμένος Θεός της Βίβλου έλεγε, σε ελληνική μετάφραση: «Εγώ είμαι ο Ων.» Ο Ωριγένης ταύτισε το Είναι με τον Θεό και διατήρησε την ίδια με τον Πλωτίνο επιθυμία για τη ζωή που οδηγεί στην ένωση με τον Θεό. Ένιωθε κι αυτός παρεπίδημος, περαστικός από αυτό τον κόσμο. Δέθηκε με τόπους, την Αλεξάνδρεια και την Καισάρεια, με ανθρώπους, με το έργο του - αναζητούσε όμως μια άλλη πόλη, όχι την «πλατωνόπολη» στις πράσινες πλαγιές της Καμπανίας. Δεν θα περάσει καιρός και πολλοί χριστιανοί θα βγουν από τις πόλεις στην έρημο, για να ιδρύσουν εκεί ως μοναχοί τις δικές τους «ουρανουπόλεις».

Για τον Ωριγένη η «φυγή της ψυχής» από αυτό τον κόσμο ήταν κάτι διαφορετικό από την εκστατική φυγή του Πλωτίνου. Στους διωγμούς που έζησε είχε δει πολλές ψυχές να φεύγουν· ψυχές που θα τις ήθελε παντοτινούς συνομιλητές και πίστευε ότι θα τις έχει. Υπήρξαν στιγμές που θέλησε κι αυτός να φύγει: μικρός με τον πατέρα του, μετά με τους μαθητές του. Όμως το ιδανικό του δεν ήταν να απελευθερωθεί η ψυχή από το σώμα, αλλά να υπαχθούν και τα δύο στο πνεῦμα.

Ο μάλλον απρόσωπος θεός του Πλωτίνου και ο προσωπικός Θεός του Ωριγένη δεν είναι το ίδιο. Και οι δύο, όμως, υπαγορεύουν μια κοινή φιλοσοφική στάση: αν σκοπός του ανθρώπου δεν είναι η (οποιαδήποτε) ευτυχία, αλλά η ένωση με το κατεξοχήν «αντικείμενο» της αγάπης, τότε το πιο σημαντικό είναι αυτή η εμπειρία. Και γι᾽ αυτό που είναι το πιο σημαντικό (ή έστω: το πιο σημαντικό για μας) δύσκολα μπορούμε να μιλήσουμε.

Έτσι, με έναν τρόπο σχετικά καινούργιο στη φιλοσοφία, η θεωρητική διδασκαλία, τα γραπτά κείμενα μπορούν να υπαινιχθούν αυτή την εμπειρία, όχι όμως και να καθοδηγήσουν σε αυτήν. Ο φιλοσοφικός λόγος επιχειρεί να υπαινιχθεί ή να δείξει προς κάτι που τον υπερβαίνει. Αλλά το μέγιστο μάθημα ανήκει στον χώρο της ύπαρξης και δεν γράφεται.

«Ποιο θα είναι το πέρας του λόγου, παρά η αμήχανη σιωπή και η ομολογία ότι δεν γνωρίζουμε απολύτως τίποτε για τα πράγματα εκείνα που ποτέ δεν θα γνωρίσουμε, επειδή είναι απρόσιτα;» θα ρωτήσει ο Δαμάσκιος (Περί αρχών 1.15.23-25) δύο αιώνες αργότερα (Τί πέρας ἔσται τοῦ λόγου, πλὴν σιγῆς ἀμηχάνου καὶ ὀμολογίας τοῦ μηδὲν γιγνώσκειν, ὧν μηδὲ θέμις, ἀδυνάτων ὄντων, εἰς γνῶσιν ἐλθεῖν;).

Ο φιλοσοφικός λόγος παίζει πλέον με τα όριά του, τα δοκιμάζει και δοκιμάζεται, προτού αφεθεί στη σιωπή. Το άρρητο δεν λέγεται (ούτε μοιράζεται), μόνο φανερώνεται και βιώνεται. Τότε έρχεται η ώρα του φιλοσόφου βίου.